Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Κλέφτικο, Γιώργος Πρεβεδουράκης

Για το σήμερα και για όλους εμάς που σφηνώσαμε στην χαραμάδα του
Είδα τις καλύτερες γενιές του μυαλού μου

διαλυμένες απ’ τη φαιδρότερη Λογική

υστερικές, γυμνές και χρεωμένες

να σέρνονται σε βαλκάνιους δρόμους την αυγή γυρεύοντας

τρόπους για να πληρωθεί μια αναγκαία δόση,



ρεμπέτες-άγγελοι που τσάκισαν τη ράχη τους μεταφέροντας πίτσες,

φιλέτα ροφού σβησμένα σε σαμιώτικο, έπιπλα «κάν’ το μόνος σου» και είδη υγιεινής,

που φτωχοί στήθηκαν καπνίζοντας μπροστά από υπερφυσικές οθόνες

μ’ έναν τρόμο παράλυτο για τα βιογραφικά τους,

που βρήκαν την κόμισσα Seroxat να σέρνεται ξημερώματα στην Ηπείρου

συντροφιά με τον βαρόνο Tavor και τη μακρινή εξαδέλφη του ―

αναιμική δεσποινίδα του ιδιωτικού παροράματος ―Xanax,



που σκάλισαν μ’ έναν ξεκούρδιστο τζουρά

χιτζάζ, ουσάκ, σαμπάχ και πειραιώτικους δρόμους,

αυλακωμένα απομεσήμερα με καύσωνα

μέσα σε τυφλά δυάρια και γρίλιες ασφυκτικές,

που πάρκαραν τα Cherokee τους στα λιθόστρωτα του Ψυρρή

κι έχασαν το σκαλπ τους για μια φυσική ξανθιά –που δεν ήταν φυσική ξανθιά–



που τρέκλισαν και σκόνταψαν στο ανυπόληπτο φιλιατρό

επιστρέφοντας με σκάρτη καρδιακότητα στη Κατανάγκα,

που άκουσαν τον Σωκράτη να ουρλιάζει «Τα Πάγια» με σπασμένες χορδές

απ’ τη Συκιά Χαλκιδικής ίσαμε τη Στουτγάρδη,

που εκπόνησαν διδακτορική διατριβή

με θέμα «Ο Υπαρξισμός μετά τον Σαρτρ και το Πρόβλημα της Αναπηρίας

στη Νοτιοδυτική Γκάνα» και γύρισαν στην Αθήνα

θωπεύοντας στις ουρές του ΟΑΕΔ το μακρύτερο

μανίκι της μεταμοντερνίλας,



που έψαξαν ανάμεσα στις 7.284 πληγές του Φαραώ

μήπως και βρουν τη δική τους,

που το ’ριξαν στο Ζεν και μπόλιασαν τον Στάλιν

με στούντιο-πιλάτες και γιόγκα-πλαστικές,

που χαιρέτησαν με τρόπους ευγενικούς καθώς αρμόζει στ’ αστόπαιδα

το άδειο κρεμασμένο σακάκι στην πλάτη της καρέκλας του Γενικού,



που έβαλαν σε λειτουργία τον αυτόματο πιλότο της νεύρωσης δίχως τρέλα

και χώνεψαν τη Μέθοδο και την Δομή

εκδίδοντας ιδίοις αναλώμασιν τ’ αβρόχοις ποσίν

για να συνδιαλέγονται τα νούφαρα του νάρκισσου μεταξύ τους,



που γύρεψαν την αγάπη τους ανεμίζοντας σημαίες της Κρονστάνδης,

που διπλώθηκαν από τη μοναξιά μέσα σε γυμνά δωμάτια, καίγοντας

τα πτυχία τους στον κάδο ανακύκλωσης κι ακούγοντας το διπλανό

σκυλάδικο μέσ’ απ’ τον τοίχο,

που ήπιαν νέφτι, χλωρίνη κι έφαγαν κουκούτσια ελιάς τη μέρα της μετάταξής τους

στο 724 ΤΜΧ, στο 482 ΤΔΒ, στο Κ.Ε.Υ.Π. στο Γ.Ι.Α.Τ.Ι. και στο Μεγάλο Πεύκο,

που γυάλισαν ερπύστριες, ερπύστριες, ερπύστριες, ζάντες παροπλισμένων Leopard,

κάνιστρα και διόπτρες νυκτός,

και πιάσαν φωτιά απ’ το τσιγάρο κάποιου καφρόκαυλου ΕΠΟΠ

κι έχασαν το πρόσωπό τους  > πού είναι το δέρμα σου Παναγόπουλε;

> δεν ξέρω κύριε Στρατηγέ, κάνω πλεονασμό; σχωράτε με…

που τάισαν το τέρας που τους τάιζε δειπνώντας μ’ έναν ντεφορμέ θεό,

που χάραξαν στο μπράτσο τους με σκουριασμένο κοπίδι το πρώτο χαδάκι

του έρωτα σε δίωρους γαμηστρώνες art déco,



που βυθίστηκαν στο ζενικό φως των Εξαρχείων, των Άγιων Ανάργυρων και της Κυψέλης

«Ντυμένοι Επίσημα», στο «Δρόμο προς το Περίπτερο», με «κύριο Κρακ»

«Δέλτα», «Αντίποινα», «Ηλεκτρογραφία», «Μικρές Αγγελίες», Τρίποντο κι Αθλητική Ηχώ,

που μ’ ένα Σπίρτο πυρπόλησαν κάποια Πλατεία Ηρώων,

που ξόδεψαν το γαλάζιο τους στη Φευγάδα, σ’ ένα γκισέ τουριστικό-Vermietung Zimmer- Σούδα-Φαληράκι beach-blowjob contest-Λαγανάς-transit για Croydon -Νύχτα-


που πληροφορήθηκαν απ’ το ραδιόφωνο πως ορίστηκε ΕΔΕ για την ΕΔΕ που ορίστηκε

για την ΕΔΕ που δεν είχε αποτέλεσμα για την ΕΔΕ που κατέληξε στο ασφαλές

συμπέρασμα πως πρέπει να οριστεί ΕΔΕ,

που σουλατσάρανε εκστατικοί, άεργοι και φιμωμένοι, μέσα σε πορνοστάσια αχνά

γράφοντας ύμνους λατρευτικούς για τα μάτια της Άννας Πάβλοβα

διερωτώμενοι «Αν ―Αγαπήθηκε ―Κανείς ―Ποτέ ―Εδώ ―Μέσα;»

που εργάστηκαν προσωρινά σε εταιρείες είσπραξης

ληξιπρόθεσμων οφειλών κι είχαν για καλημέρα τους το «άι γαμήσου»,

που φυλλομέτρησαν ακατανόητα ημερολόγια οικογενειακού προγραμματισμού

παίζοντας στο χέρι τους τα κλειδιά του γραφείου, πάντα στις λάθος γειτονιές,

και πάντα τη λάθος ώρα,

που τραγούδησαν το σύνθημα κατά των πολυεθνικών πριν αυτό ξεπουληθεί

σ’ ένα σποτάκι διαφημιστικό για καπότες,

που εγκατέλειψαν την ανάγνωση,         περίπου σ’ αυτό το σημείο,



που έβρασαν σε μια μαστουρωμένη ολονυχτία

τον σκελετό ανατομίας κι ήπιανε το ζουμί,

που λόγχισαν την Ανία και πλευριτώθηκαν σε λόφους από scrap-παλιοσίδερα

και σε ασίγαστες πρασινάδες της Σαξονίας,

ενθύμια ασημένιων φτερών ενός όρθρου

στο cow-tipping μαγικών μανιταριών ―ξεστρατισμένα σωθικά,

χρόνια θολά που ζέστανε η αχρηστία,



που είχαν όνειρα για περιπλάνηση κι απομόνωση, διαλογισμό και μελέτη

κι απέμειναν με όνειρα για περιπλάνηση κι απομόνωση, διαλογισμό και μελέτη,



που σκάλωσαν στην διάταξη υπ’ αριθμόν 117 και συγκεκριμένα στην παράγραφο 3 κάθετος 66 εδάφιο 34 κι αγνόησαν την άνω τελεία στο ακροτελεύτιο άρθρο

του προεδρικού διατάγματος 238 ―παρηγορήθηκαν για λίγο στην ερμηνεία του βουλεύματος 466― μούδιασαν κι αποτρελάθηκαν σε στάση γραφειοκρατικής αμφισημίας, σκεπτόμενοι: «διάολε!… τελικά ο κόσμος δεν είναι καθόλου απλός»

που έπαθαν ψύξη-γάγγραινα-ακρωτηριασμό, ηθικολογώντας κάτω απ’ το ορθάνοιχτο παραθυράκι του νόμου,

που κυνήγησαν χρυσαυγίτες που κυνηγούσαν μετανάστες που κυνηγούσαν αγγέλους

που κυνηγούσαν τυχοδιώκτες, κυνηγημένοι όλοι από δουλεμπόρους αριθμούς,

που έφαγαν φλούδες πορτοκαλιού για να την συναντήσουν -και την συνάντησαν-

κάτω από σημαίες χορηγών, στα 1.200 MHz, στα 18.000 BTU, στο φροντιστήριο Κύκλοτρο, ———— η πτώση της απ’ τον έβδομο————————-

και  τα    α σ θ ε ν ο φ ό ρ α,

που μελέτησαν Λεοντάρη, Πλωτίνο, Βύρωνα, Αντόρνο και Κορτάσαρ,

γιατί ένιωσαν τη διαλεκτική να πακτώνεται ενστικτωδώς

κάτω από τα πόδια τους στη Νέα Κρήνη,

που βρήκαν το παιδικό αναλόγιο του πατέρα θαμμένο στα ερείπια του Ντε Λα Σαλ,

που μάδησαν κυκλάμινα σανατορίων δίπλα σ’ ανοιχτά παράθυρα

και τρούλους της Τσιμισκή, κι αναρωτήθηκαν πόσο να παίζει ο μπούκης την δική τους εξόντωση,

που στα γραπτά τους εξημέρωσαν τον Παρμενίδη

αποκτώντας ξαφνική δυσανεξία στα κουκιά,

που κλείδωσαν ολόκληρο μεσαίωνα σ’ ευέλικτες προθεσμιακές

κι έκτοτε καθησυχάζονται με τεσσεράμισι τοις εκατό τόκο,

που πόνταραν τις ελπίδες τους στην Άλλη Ελλάδα ―την «καλή»― κι εδώ γέλα όσο θες αναγνώστη ―

που έγραψαν ιστορία αναστενάζοντας στο Legend, στο Berlin, στο Mojo και στο Astoria,

ανασηκώνοντας κακομοίρικους ώμους στο περιβόητο τροπάριο:

«αφού μας πολεμούν-μας κατατρόπωσαν-δεν το βλέπεις;-δεν το βλέπεις;-είμαστε λίγοι-μια τόση δα νησίδα αντίστασης-μια ελάχιστη κουκίδα στο χάρτη-μια σιωπηρή μειοψηφία-ασφαλής-στην Τάξη που την όρισε-για άλλοθί της-ακίνδυνοι-ευαίσθητοι-και μορφωμένοι- προπάντων ηττημένοι-βαράμε μύγες στα φαντασιακά-rooms to let-

της ριζοσπαστικότητάς μας-δεν το βλέπεις;-δεν το βλέπεις;-μην το βλέπεις… εβίβα!»



που απ’ τον δεύτερο όροφο ονειρεύτηκαν

ένα ευήλιο διαμπερές στον τρίτο ―κι από κει

ένα ευήλιο διαμπερές στον πέμπτο ―κι από κει

ένα ευήλιο, ευχάριστο, διαμπερές ρετιρέ ―κι από κει

το σπίτι ολόκληρο ―ακέραια τη γειτονιά―

τη χώρα συθέμελη ―ει δυνατόν― μαζί με τους κατοίκους,

που έχτισαν με το Τίμιο Σπαθί τους

επιδαπέδια ενυδρεία με χρυσόψαρα, πιράνχας και led φωτισμό,

που υποθήκευσαν το μυαλό τους στην Τράπεζα Παρακαταθηκών και Δανείων

και τους το πήρε η Τράπεζα Παρακαταθηκών και Δανείων

και τώρα            δεν         ξέρει     τι

να          το         κάνει,



που σταύρωσαν τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη για να δουν εσένα που δεν είχες ένα όραμα

ή εμένα που δεν είχα ένα όραμα ή αυτόν που δεν είχε ένα όραμα, γιατί ήθελαν να μετρήσουν επακριβώς ποια και κατά πόσο υπήρξε μεταξύ μας η Διαφορά,

που έσβησαν σαν λογοκριμένα καρέ σε υπόγειες αίθουσες προβολών, άλλαξαν γνώμη και πλευρό την ώρα που ξεπιανόταν το Σύμπαν, ξύπνησαν σε απροσδόκητους Αμπελόκηπους,

σύρθηκαν έξω απ’ τα σινεμά μπαϊλντισμένοι από κούφια ρητορική

και χάθηκαν κουτσαίνοντας, αιώνιοι, στους κίτρινους δρόμους,



που φάγανε το στιφάδο της κανονικότητας

ή ψάρεψαν normalité απ’ τον πυθμένα του Έβρου,

που αναποδογύρισαν όλους τους κάδους των Αθηνών γυρεύοντας τον ευρυγώνιο φακό του ονείρου, ή το τετράδιο με τις αγγελικές σημειώσεις ενός προπατορικού μυθιστορήματος,

που χρονομέτρησαν αριστερόστροφα ποιήματα μ’ ένα Rolex-Oyster Perpetual- Cosmograph, πήγαν στην παρουσίαση της 15ης τους συλλογής ―έκαναν εντύπωση―

καλά   ήταν,

που κατέβηκαν στη Λαμία, που τα παίξανε στη Λαμία, και δραπέτευσαν προσωρινά

μα ξαναγύρισαν στη Λαμία κι ανέμεναν εκεί, κάτι απροσδιόριστο, επί ματαίω,

που αγνάντεψαν στη Λαμία και στοχάστηκαν ―όσο επιτρέπεται να στοχαστεί

κανείς στη Λαμία― και προσπάθησαν να μονάσουν, μα τελικά το γλέντησαν

με τέσσερις οξυζενέ αηδόνες στην πλατεία Λαού και στην πλατεία Ελευθερίας,

κι έφυγαν για να διερευνήσουν διαφημιστικά οράματα ήσσονος Αποκάλυψης

και τώρα η Λαμία, στις ψησταριές και στα κωλάδικα,

αναπολεί τσικνίζοντας τους ήρωές της,



που σνίφαραν φόλα όταν κατάλαβαν-πως-γεννήθηκαν-για-να-πουλάνε-

κινητά- οθόνες αφής- τρέλα-25άρες σύριγγες κι ατελέσφορα-πακέτα συνομιλίας,

αξεσουάρ κομμωτηρίων-κρίκους- τασάκια-φαναράκια-κιμονό απ’ το Κιλκίς-

που πιάστηκαν στα πράσα μ’ ένα τσιγάρο χασίς

κι εξήλθαν δυόμισι χρόνια μετά απ’ τον Κορυδαλλό (όχι του Shelley)

σωστά, επιμορφωμένα πρεζόνια,  που σάλταραν

μέσα σ’ άδεια εμπορικά βαγόνια κι έπαιξαν πρέφα με τα δελτάρια αποστολής,

που ξεχάστηκαν μήνες και χρόνια κάτω από θερμογόνα σώματα αργοπίνοντας κουτσομπολιά, αναδεύοντας αφρόψαρα της Αρετσούς με πετονιές της Προποντίδας,  ενίοτε κάνοντας : Ααααααααααα….! για λέγε-για λέγε- για πες-για λέγε- για πες-για λέγε-μελαγχολία έχουμε; φιλτράκια έστω;-για λέγε-για λέγε-για πες-



που προδόθηκαν από αγνά λαϊκά φουστανάκια, στιχατζήδες της εργατιάς, μεσούλες γυμνές έντεχνων γλυκών του κουταλιού με το δίσκο, μεσάζοντες, λογοκριτές, λαμέ βραδιές για νεολαίες ποιμενικές, νοικοκυριά, εξοχικά, κλέφτικα, ενοχικά, εύγλωττα γιλεκάκια, Πρέβεζες, χρεολύσια, λάμιες, εικονοστάσια, φτηνό Johnny Red της Καλλιθέας για αυτοτύφλωση, free press, πρωτοχρονιές σε γέφυρες γοτθικές, κατσαδιασμένοι απ’ την αφή ―κι αμπαρωμένοι σ’ αγκαλιές― δίχως χέρια



που φόρεσαν γραβάτες φανταχτερές μες στα δικά τους αμοργιανά καλοκαίρια

και κρεμάστηκαν απ’ αυτές και κανένας δεν νοιάστηκε,



που πολέμησαν το ποσοστιαίο κτήνος,

το κτήνος της αδήλωτης καταστολής

το κτήνος των ποδοπατημένων ψιθύρων

κι απέμειναν τρελοί στην άκρη του δρόμου

ψελλίζοντας μιαν απτάλικη, στερητική προσευχή,

με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της Ζωής

ξεβρασμένη από τα ίδια τους τα κορμιά,

τροφή καλή

για δέκα εκατομμύρια  Πιόνια.

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Αγαπημένη μου Πρωταγωνίστρια (Μέρος 2ο)

Αγαπημένη μου πρωταγωνίστρια.
Εχθές ονειρεύτηκα ότι είμουν σε ένα τόπο όπου οι άνθρωποι ζούσαν σε σπίτια χωρίς κουρτίνες.
Τα σπίτια ήταν φωτεινά και σχεδόν τα έκαιγε ο ήλιος.
Οι άνθρωποι δεν είχαν κάτι να κρύψουν και χαιρόντουσαν με το σώμα τους.
Κάποιες φορές στα σπίτια τους έβλεπες μόνο πολύχρωμα εσώρουχα άλλες φορές μονόχρωμα. Όλα τέλεια προσαρμοσμένα στο ανθρώπινο σώμα και το καθένα από αυτά με το δικό του σκοπό και την δικιά του πονηρή ιστορία. Σαν μια ονειρική βρακοσύναξη στριμωγμένη σε λίγα τετραγωνικά χώρο.
Υπάρχουν όμως και οι στιγμές όπου τα πονηρά εσώρουχα δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Τα σώματα γυρίζουν απελευθερωμένα παίρνοντας μια πετσέτα, ψάχνοντας στην ντουλάπα ή παραδομένα στην λάγνα βία άλλων γυμνών σωμάτων ψάχνουν με αυτό τον τρόπο να ενωθούν με κάτι το υπερβατικό.
Υπήρχε κάτι όμως το οποίο δεν μπορούσα να καταλάβω.
Ακόμα και σε αυτή την συνθήκη τα ζευγάρια είχαν το άγχος της επιβίωσης. Τους έλειπε η ραστώνη που επέρχεται μετά την συνουσία. Αυτή η κατάσταση όπου τα ζευγάρια απλά βρίσκονται αφημένα στον τόπο της συνουσίας και υποψιάζονται τη ζωή τους.
Τα γυμνά σώματα μεμιάς φορούν ρούχα, βγάζουν να φάνε, απλώνουν ρούχα και μιλάνε στο τηλέφωνο. Η παράσταση τελείωσε λοιπόν; Έτσι απλά;  
Που πήγε η ποίηση του μετά; Η ποίηση που επιβεβαιώνει ότι όλη η κατάσταση πριν την συνουσία είχε ποιητικό λόγο ύπαρξης;
Η άγαρμπη κατάσταση της επιβίωσης επιβάλλεται λοιπόν στον συνουσιακό χωροχρόνο και τον καταστρέφει, μετατρέποντας τον από κάψουλα ονειρέματος σε τραπέζι με φαγητό, σε ένα σαλόνι με μια τηλεόραση ανοιχτή ή σε μια πλαστική λεκάνη  με πλυμένα ρούχα που πρέπει να απλωθούν για να στεγνώσουν. 
Έτσι λοιπόν και εγώ κατάλαβα πως οι κουρτίνες τελικά υπάρχουν και σε αυτό το μέρος. 
Μπορεί να μην βρίσκονται στα παράθυρα, αλλά υπάρχουν σε ένα τραπέζι με φαγητό, σε ένα σαλόνι με μια τηλεόραση ανοιχτή και τελικά σε μια πλαστική λεκάνη  με πλυμένα ρούχα που πρέπει να απλωθούν για να στεγνώσουν.

υγ: Η φώτο είναι από το πονηρό αρχείο της Πέτρας.


Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Αλλαγή


Αλλάζεις θέσεις στα έπιπλα, βγάζεις φωτογραφίες από τον τοίχο και βάζεις άλλες στην θέση τους.
Μεταποιείς τα παλιά σου ρούχα,
Ξυρίζεσαι ή αφήνεις γένια,
Αισθάνεσαι κάτι νέο;
Και στο σημείο αυτό μπαίνει απρόσκλητος ο ποιητής παραβιάζοντας το όνειρο της αλλαγής σου:

 Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γή, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα,
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' η καρδιά μου -- σαν νεκρός -- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμό αυτόν θα μένει.
Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα».

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -- μη ελπίζεις --
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γή την χάλασες.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1910) 

Και μετά από αυτό αισθάνεσαι μικρός με τις σκέψεις σου για αλλαγή να φαντάζουν τόσο δα,
να γκρεμίζονται στην ασημαντότητα τους.
Έτσι λοιπόν ίδια θα είναι η πόλη
σε όποια πόλη και αν αποδράσεις...

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Η Δυση, το Βυζαντιο και η σχεση μας με την παραδοση (Καστοριάδης)

Ομιλια του Κορνηλιου Καστοριαδη στον Τριποταμο της Τηνου, τον Αυγουστο του 1994, μετα απο προσκληση του τοπικου πολιτιστικου συλλογου Ο Καβος.


Τι σημαινει το γεγονος οτι αναρωτιομαστε για τη σχεση μας με την παραδοση; Σημαινει οτι, κατα καποιον τροπο, εχουμε βγει απο την παραδοση.

            Αυτο πρωτα-πρωτα, το αντιλαμβανομαστε εμπειρικα. Οι φυλες και οι λαοι που εχουν μεινει κλεισμενοι στην παραδοση τους, δεν βλεπουν καν την παραδοση ως παραδοση· ζουν μεσα σ’ αυτην, θεωρουν τη δικη τους ζωη συνεχεια ενος αμεταβλητου τροπου ζωης.

            Μπορουμε ομως να το καταλαβουμε και λογικα. Για να αναρωτηθουμε ως προς τη σχεση μας με την παραδοση, πρεπει η σχεση αυτη να εχει γινει λιγο ως πολυ προβληματικη, να εχει ηδη δημιουργηθει καποια αποσταση. Αποσταση απο την παραδοση δεν σημαινει ουτε απεμποληση ουτε λησμονια· σημαινει αλλου ειδους σχεση.

            Μια συντομη ανασκοπηση της ανθρωπινης ιστοριας δειχνει επακριβως δυο κυριως τυπους σχεσης με την παραδοση.    

            Ο πρωτος – που ασφαλως θα ηταν και ο μονος για εκατονταδες χιλιαδες χρονια, μεχρι και το 1000 π.χ. – ειναι ο τυπος των αρχαϊκων ή πρωτογονων κοινωνιων. Ποια συμπερασματα θα βγαλουμε για τις κοινωνιες εκεινες, εαν στηριχτουμε στην εθνολογια που τις μελετησε τους δυο τελευταιους αιωνες; Θα συμπερανουμε οτι στις εν λογω κοινωνιες τα παντα – οι θεσμοι, ο τροπος ζωης, τα εθιμα, η οργανωση, η τεχνικη – μεταβιβαζονται σχεδον αναλλοιωτα απο γενια σε γενια.

            Βεβαια και στις αρχαϊκες ή πρωτογωνες κοινωνιες, συνεχως, εμφανιζονται ανεπαισθητες αλλοιωσεις. Αλλιως δεν θα υπηρχε διακριση αναμεσα στις διαφορες παλαιολιθικες και νεολιθικες εποχες. Ομως οι ανθρωποι τοτε δεν ειχαν συνειδηση αυτων των αλλοιωσεων. Πιστευαν οτι απο τη στιγμη που δημιουργηθηκαν – ο κοσμος, η φυλη, οι νομοι και οι θεσμοι τους -, ολα ειχαν παραμεινει ιδια και τιποτα δεν ειχε αλλαξει. Ξερουμε, παρα ταυτα, πως υπηρχε συνειδηση του χρονου και της διαδοχης των γενεων. Ξερουμε, επισης, οτι υπηρχε μια μυθικη παρασταση ενος «πρωτου χρονου»· ενος «πρωτου χρονου δημιουργιας» του κοσμου, της φυλης, των νομων, κλπ.

            Αυτος ο «πρωτος χρονος δημιουργιας» αποδιδεται σε εναν ή πολλους θεους, σε εναν ή πολλους ηρωες και προγονους. Και οι μεν και οι δε – θειοι και ανθρωπινοι – θεωρουνταν οτι ειχαν οπωσδηποτε ιερη φυση, την οποια φυσικα μεταβιβαζαν και στα δημιουργηματα τους. Ετσι, λοιπον, τα δημιουργηματα τους ειχαν επισης ιερο χαρακτηρα. Γι’ αυτον τον λογο καθε ιδεα μεταβολης τους ηταν ιεροσυλη και βλασφημη. Οι θεσμοι, οπως για παραδειγμα η οργανωση του τροπου ζωης, ηταν δεδομενοι μια για παντα λογω ακριβως του ιερου χαρακτηρα τους.

            Η κλασικη εβραϊκη παραδοση – που την κληρονομησαν και ο Χριστιανισμος και το Ισλαμ – προσφερει μια τελεια εικονα αυτης της καταστασης παρ’ οτι προερχεται απο μιαν κοινωνια, η οποια με κανενα τροπο δεν θα μπορουσε να χαρακτηριστει αρχαϊκη ή πρωτογονη. Συμφωνα, λοιπον, με την κλασικη εβραϊκη παραδοση, ο Θεος δημιουργησε τον κοσμο και τους ανθρωπους. Στη συνεχεια, επελεξε αναμεσα σ’ αυτους μια φυλη, που οι θεοπνευστοι ηρωες της – ο Αβρααμ, ο Ισαακ και, τελος, ο Μωυσης – παρουσιασαν τους νομους του Θεου.

            Οι κοινωνιες, στις οποιες αναφερθηκαμε μεχρι τωρα, μπορουν να ονομαστουν ετερονομες. Γιατι; Διοτι θεωρουσαν οτι καποιος ανωτερος Αλλος νομοθετησε για λογαριασμο τους και, συνεπως, απαγορευαν στον εαυτο τους οποιαδηποτε μετατροπη των νομων και των θεσμων τους. Κι ετσι, η σχεση τους με την παραδοση ηταν παθητικη.

            Η παθητικη σχεση με την παραδοση αλλαζει στην Αρχαια Ελλαδα – προκειται για ιστορικη στροφη, για ιστορικη ρηξη – και ξανα, μετα απο δυο αιωνες, στη Δυτικη Ευρωπη. Και στις δυο περιπτωσεις η σχεση αλλαζει και απο παθητικη γινεται ενεργητικη.

            Η αλλαγη της σχεσης με την παραδοση ειναι οργανικα συνδεδεμενη με την ιστορικη ιδιομορφια της Αρχαιας Ελλαδας: με τη δημιουργια για πρωτη φορα στην ανθρωπινη ιστορια μιας κινησης προς την αυτονομια, δηλαδη προς την ελευθερια, σχεδον σε ολους τους τομεις της κοινωνικης ζωης· με τη δημιουργια της Δημοκρατιας· με τη δημιουργια της Φιλοσοφιας και της Επιστημης.

            Βεβαια, ολα αυτα αποτελουν ριζικη ρηξη με την προηγουμενη κατασταση πραγματων. Η αθηναϊκη δημοκρατια, στην ουσια της, δεν εχει καμια σχεση με τις ομηρικες ή μινωϊκες και μυκηναϊκες βασιλειες. Η φιλοσοφια, επισης, αναδυεται ως καταστροφη της μυθικης αναπαραστασης του κοσμου. Το ιδιο και η ιστορια. Οι πρωτοι ιστορικοι, οπως ο Εκαταιος και ο Ηροδοτος, αρχιζουν τα συγγραματα τους με τη διαβεβαιωση οτι οσα οι Ελληνες διηγουνται για το παρελθον τους ειναι μυθοι.

            Εντουτοις, αυτη η ριζικη ρηξη δεν σημαινει ουτε απεμποληση ουτε λησμονια της παραδοσης. Απεναντιας, συμβαδιζει με τη διαμορφωση μιας νεας σχεσης αναμεσα στο παρον και το παρελθον. Σχεσης που οριζεται με δυο λεξεις φαινομενικα αντιφατικες: σεβασμος και μεταμορφωση. Η αντιφαση αιρεται, εαν σκεφτουμε οτι ο σεβασμος δεν σημαινει τυφλη λατρεια και παγωμενη συντηρηση. Ισα – ισα, σημαινει αναζωογονηση του παρελθοντος μεσω της δημιουργικης μεταμορφωσης των στοιχειων του, που ετσι γινονται σημαντικα για το παρον.

            Για να ειναι τελειως κατανοητο αυτο που θελω να πω, θα δωσω παραδειγματα πο τον χωρο της τεχνης, ιδιαιτερα απο τη λογοτεχνια.

            Ξερουμε, λοιπον οτι ο Ομηρος παρεμεινε ζωντανος στην κλασικη Ελλαδα. Τα ομηρικα επη τα τραγουδουσαν στις γιορτες και τα μαθαιναν στα παιδια στο σχολειο. Ξερουμε ομως επισης οτι μετα τον Ησιοδο τοσο το επος οσο και το χαρακτηριστικο του μετρο – το δακτυλικο εξαμετρο – εξαφανιζονται. Οι καινουριοι ποιητες, οπως ο Αρχιλοχος και η Σαπφω και οσοι ακολουθησαν, δημιουργουν νεες μορφες ποιησης. Ωστοσο, το γεγονος οτι δημιουργουνται νεες μορφες ποιησης καθολου δεν εμποδιζει τους νεους φιλοσοφους, οπως ο Πλατωνας και ο Αριστοτελης, να παραθετουν τους ομηρικους στιχους στα κειμενα τους. Μονον στην αλεξανδρινη εποχη (εποχη παρακμης) γινεται με τα Αργοναυτικα του Απολλωνιου του Ροδιου μια προσπαθεια μιμησης των ομηρικων επων· φυσικα, με πολυ μετρια αποτελεσματα.

            Το πιο λαμπρο παραδειγμα αυτης της δημιουργικης μεταμορφωσης της παραδοσης αποτελει η τραγωδια και η σχεση της με τους μυθους (την αλλη μεγαλη ελληνικη δημιουργια). Ασφαλως, ολοι οι λαοι εχουν ωραιους μυθους. Ομως οι αρχαιοι ελληνικοι μυθοι ειναι αληθινοι, ειναι μεστοι ανθρωπολογικων και κοσμολογικων νοηματων.

            Φυσικα, ειναι αδυνατον να ξερουμε σε ποιον βαθμο οι Ελληνες του 6ου π.Χ. αιωνα, για παραδειγμα, μπορουσαν να αφομοιωσουν και να οικειοποιηθουν το νοημα των μυθων σε ολη του την εκταση και την ενταση. Παντως, λογικο ειναι να υποθεσουμε οτι ασυνειδητα και υπογεια τους αγγιζε· αλλιως, οι μυθοι ως μυθοι δεν θα ειχαν διασωθει.

            Ξερουμε οτι η τραγωδια (με μονες εξαιρεσεις τους Περσες του Αισχυλου και τη Μιλητου αλωσιν  του Φρυνιχου) εχει ως αποκλειστικο θεμα της τους μυθους και, επισης, αναλαμβανει να κανει προσιτο σε ολους το νοημα τους. Η τραγωδια εμπλουτιζει το νοημα των μυθων, το μεταμορφωνει, το παρουσιαζει με καταπληκτικη ενταση και εναργεια, το ενσαρκωνει σε ανθρωπινους χαρακτηρες. Η τραγωδια, επι πλεον, εκσυγχρονιζει τους μυθους, τους πλεκει με τα προβληματα που αντιμετωπιζαν οι Αθηναιοι του 5ου π.Χ. αιωνα.

            Την ιδια εποχη, εκτος απο την τραγωδια, οι ποιητες τροποποιουν και εμπλουτιζουν την πλοκη των μυθων. Αυτο το λεει ξεκαθαρα ο Αριστοτελης στην Ποιητικη του, οπου μαλιστα τονιζει οτι η σημαντικοτερη αρετη του τραγικου ποιητη ειναι η μυθοποιια. Παρτε, για παραδειγμα, την Ορεστεια του Αισχυλου, τις τρεις θηβαϊκες τραγωδιες του Σοφοκλη – Οιδιπους Τυραννος, Οιδιπους επι Κολωνω, Αντιγονη – ή τις Τρωαδες του Ευρυπιδη.

            Συνοπτικα, λοιπον, θα πω: η τραγωδια ουτε επαναλαμβανει τον μυθο ουτε τον χρησιμοποιει σαν να ηταν παθητικο υλικο. Απεναντιας, η τραγωδια στηριζεται στις δυνατοτητες του μυθου και δημιουργει μιαν καινουρια μορφη τεχνης που της επιτρεπει να παρουσιασει – σε οργανικη συνεχεια με τον μυθο – καινουρια περιεχομενα. Αναλογες αναπτυξεις θα μπορουσε να κανει κανεις και για την αρχιτεκτονικη και για τη γλυπτικη και για τη ζωγραφικη (οσο τη γνωριζουμε απο τα αγγεια).

            Απο αυτην την σκοπια – δηλαδη της δημιουργιας μιας καινουριας σχεσης με την παραδοση – ο μονος αληθινος κληρονομος της Αρχαιας Ελλαδας ειναι η Δυτικη Ευρωπη. Δεν θα μακρυγορησω. Ομως θα ηθελα να υπενθυμισω οτι ο δυτικοευρωπαϊκος πολιτισμος – απο τον 11ο αιωνα και μετα – υπηρξε επαναστατικα δημιουργικος, ενω παραλληλα διατηρησε γνησια σχεση με την παραδοση που ειχε πισω του· ειτε την λαϊκη ειτε την καλλιεργημενη.

            Η παραδοση αυτη περιλαμβανει βεβαια κατα πρωτο λογο τη χριστιανικη και, ακολουθως, την ελληνορωμαϊκη κληρονομια.

            Θα δωσω σε συντομια ενα παραδειγμα που αφορα τη δυτικοευρωπαϊκη ζωγραφικη και την καταπληκτικη εξελιξη της. Λοιπον, η δυτικοευρωπαϊκη ζωγραφικη αρχιζει ως εκκλησιαστικη εικονογραφια, παραφυαδα της βυζαντινης, αλλα απο τον Τζιοττο και μετα παρουσιαζει μιαν ακαταπαυστη δημιουργικη ανανεωση, που ειναι ομως ταυτοχρονα μια αδιακοπη οργανικη συνεχεια. Και αυτο συνεχιζεται επι αιωνες, μεχρι το 1950.

            Ενα ακομη παραδειγμα, που αφορα τη δυτικοευρωπαϊκη μουσικη. Και εδω ισχυει ο,τι και για τη ζωγραφικη. Η δυτικοευρωπαϊκη μουσικη βγαινει τοσο απο την εκκλησιαστικη ριζα του γρηγοριανου μελους, οσο και απο τη φολκλορικη ριζα λαϊκων τραγουδιων και ρυθμων. Η βαθεια σχεση μεγαλων μουσικων δημιουργων – οπως οι κλασικοι Γερμανοι, ο Σοπεν, ο Μουζορσκυ ή, αργοτερα, ο Αλμπένιθ – με αυτες τις ριζες ειναι προφανης. Αλλο τοσο προφανης ειναι και η ικανοτητα αυτων των δημιουργων να μετουσιωσουν με επαναστατικο τροπο τα στοιχεια της παραδοσης που χρησιμοποιουν.

            Ενα τριτο παραδειγμα για τη σχεση με την παραδοση, ακομη πιο χαρακτηριστικο, προσφερει η δυτικοευρωπαϊκη φιλοσοφια. Βλεπουμε οτι μεσα απο τις συνεχεις τομες στην ιστορια της σκεψης, η δυτικοευρωπαϊκη φιλοσοφια εξελισσεται παντα σε ρητη αναφορα με την παραδοση της φιλοσοφικη θεολογιας του Μεσαιωνα και της κλασικης φιλοσοφιας.

            Η περιπτωση της Δυτικης Ευρωπης εχει τραγικη βαρυτητα για μας στην Ελλαδα, εαν την αντιπαραθεσουμε με αυτα που εγιναν ή που δεν εγιναν στο Βυζαντιο (στο ανατολικο τμημα της αλλοτε Ρωμαϊκης Αυτοκρατοριας). Το Βυζαντιο δεν χρειαστηκε να διασχισει την περιοδο της απολυτης βαρβαροτητας που διενυσε η Δυτικη Ευρωπη, απο τον 5ο ως τον 11ο αιωνα. Ομως, παρα ταυτα, ο πολιτισμος του Βυζαντιου στις μεγαλες του γραμμες αποτελει μια στατικη εικονα απολιθωμενων μορφων.

            Στο Βυζαντιο η σχεση με την παραδοση ειναι στειρα, μιμητικη, επαναληπτικη. Η βυζαντινη ζωγραφικη γινεται μια εικονογραφια που πολυ γρηγορα καταληγει σε τυποποιημενες μορφες, τις οποιες στη συνεχεια απλως επαναλαμβανει μιμουμενη τον εαυτο της. Το ιδιο ισχυει και για τη βυζαντινη αρχιτεκτονικη. Η τεχνη του λογου επισης παραμενει μια ωχρη και ανιαρη απομιμηση των αρχαιων προτυπων. Η βυζαντινη μουσικη, εκτος απο τη λαϊκη που εξ αλλου ελαχιστα πραγματα γνωριζουμε, καθηλωνεται στο μονωδικο εκκλησιαστικο ασμα.

            Δυο παραδειγματα μπορουν να συνοψισουν τη βυζαντινη και μεταβυζαντινη πολιτισμικη κατασταση: το ενα ειναι η αρχαια ελληνικη γραμματεια και το αλλο ο Γκρεκο.

            Οι Βυζαντινοι κληρονομουν ο,τι περιπου σωζεται μεχρι και σημερα απο την αρχαια ελληνικη γραμματεια (αφαιρουμενων των εργων που οι ιδιοι απο μενος ή αμαθεια κατεστρεψαν). Απο τους Βυζαντινους, την παιρνουν και την μεταφραζουν οι Αραβες και, στη συνεχεια, οι Δυτικοευρωπαιοι.

            Οι Αραβες σχολιαζουν τον Πλατωνα, σχολιαζουν ιδιως τον Αριστοτελη και μεσα απο την επαφη τους με τα αρχαια ελληνικα κειμενα γεννιουνται δυο σημαντικοι Αραβες φιλοσοφοι: ο Αβικενας και ο Αβερροης.

            Στους Δυτικοευρωπαιους η ανακαλυψη των αρχαιων ελληνικων κειμενων δημιουργει εναν εκρηκτικο συγκλονισμο, του οποιου το πρωτο κορυφωμα ηταν η Αναγεννηση, αλλα που οι δονησεις του δεν σταματουν. Κατα περιοδους διαπιστωνεται κατι σαν «επιστροφη στους Αρχαιους Ελληνες».

            Οι Βυζαντινοι, οι χρονικα πρωτοι κληρονομοι, τι κανουν; Απλως, αντιγραφουν τα αρχαια χειρογραφα και τους σχολιαστες και, καπου καπου, προσθετουν κανενα σχολιο. Το δευτερο παραδειγμα, οπως ειπα, ειναι ο Γκρεκο. Παινευομαστε και ξιπαζομαστε με τον Γκρεκο χωρις να καταλαβαινουμε τι σημαινει η περιπτωση του. Βεβαια, ο Γκρεκο ειναι βαθεια ριζωμενος στη χριστιανικη παραδοση και ξεκιναει απο τους βυζαντινους τυπους. Ομως το περασμα του απο τη Βενετια και η εγκατασταση του στην Ισπανια τον αλλαζουν ριζικα. Η ζωγραφικη του Γκρεκο ασφαλως αποκαλυπτει την προελευση του, π.χ. σε παραλλαγες χρωματικης ή στην περιφημη επιμηκυνση των προσωπων και των σωματων. Ομως τα αριστουργηματα της ισπανικης του εποχης – Η ταφη του κομητος του Οργκαθ, Αποψη του Τολεδο – ειναι εργα αδιανοητα στο Βυζαντιο και στην Κρητη  του 17ου αιωνα. Οι σημερινοι βυζαντινοκαπηλοι μας δεν στεκονται μια στιγμη να αναρωτηθουν, γιατι ο Δομηνικος Θεοτοκοπουλος επρεπε να εγκατασταθει στην Ισπανια, για να γινει ο El Greco;

            Το Βυζαντιο και η εποχη της Τουρκοκρατιας ειναι ακριβως το παραδειγμα ενος μετα-ελληνικου πολιτισμου. Ενος πολιτισμου που εχει καποια γνωση της αρχαιοτητας και καποιαν επαφη με αυτην, αλλα που ομως μενει καθηλωμενος σε μιαν εξωτερικη και αγονη σχεση με την αρχαια παραδοση.

            Τελος, ερχομαι στο συγχρονο ελληνικο δραμα, το οποιο εχει δυο κεντρικα σημεια. Το ενα κεντρικο σημειο ειναι η τριπλη αναφορα που περιεχει για μας η παραδοση: αναφορα στην Αρχαια Ελλαδα, αναφορα στο Βυζαντιο, αναφορα στη λαϊκη ζωη και κουλτουρα (οπως αυτη δημιουργηθηκε στους τελευταιους αιωνες του Βυζαντιου και στην Τουρκοκρατια). Το αλλο κεντρικο σημειο ειναι η αντιφατικη και ψυχοπαθολογικη σχεση μας με τον δυτικοευρωπαϊκο πολιτισμο. Σχεση που περιπλεκεται ακομη περισσοτερο απο το γεγονος οτι ο πολιτισμος αυτος εχει μπει εδω και αρκετες δεκαετιες σε φαση εντονης κρισης και υποφωσκουσας αποσυνθεσης.

            Η διπλη και ταυτοχρονη αναφορα στην Αρχαια Ελλαδα και στο Βυζαντιο – αναφορα που αποτελει το επισημο πιστευω του νεοελληνικου κρατους και του πολιτιστικου κατεστημενου της χωρας – οδηγησε και οδηγει σε αδιεξοδο. Γιατι; Διοτι οι δυο αυθεντιες, δηλαδη η Αρχαια Ελλαδα και το Βυζαντιο, βρισκονται σε διαμετρικη αντιθεση μεταξυ τους.

            Ο αρχαιος ελληνικος πολιτισμος ειναι πολιτισμος ελευθεριας και αυτονομιας. Στο πολιτικο πεδιο εκφραζεται με την πολιτεια ελευθερων πολιτων που αυτοκυβερνωνται συλλογικα. Στο πνευματικο πεδιο, απο την αλλη, εκφραζεται με την ακαταπαυστη επαναστατικη ανανεωση και αναζητηση.

            Ο βυζαντινος πολιτισμος ειναι πολιτισμος θεοκρατικης ετερονομιας, αυτοκρατορικου αυταρχισμου και πνευματικου δογματισμου. Στο Βυζαντιο δεν υπαρχουν πολιτες, αλλα υπηκοοι του αυτοκρατορα. Στο Βυζαντιο δεν καλλιεργειται ο στοχασμος, αλλα μονον ο σχολιασμος ιερων κειμενων.

            Η προσπαθεια συνδυασμου και συμφιλιωσης των δυο πολιτισμων δεν μπορουσε παρα να νεκρωσει καθε δημιουργικη προσπαθεια και να οδηγησει σε εναν στειρο σχολαστικισμο. Εναν σχολαστικισμο, οπως αυτος που χαρακτηριζε το πνευματικο κατεστημενο της Αθηνας για αρκετα μεγαλο χρονικο διαστημα μετα την ανεξαρτησια της χωρας. Εναν σχολαστικισμο που επαναλαμβανε τα χειροτερα μιμητικα στοιχεια του Βυζαντιου. Καθ’ οσον γνωριζω, ειμαστε ο μονος λαος με μεγαλο πολιτιστικο παρελθον, ο οποιος εχει προσφερει το γελοιο και θλιβερο θεαμα της τεχνητης προσπαθειας επαναφορας των τυπων της πριν απο εικοσιπεντε αιωνες ομιλουμενης γλωσσας. Ουτε οι Ιταλοι δεν προσπαθησαν ποτε να ξαναζωντανεψουν τα λατινικα. Ειναι επισης χαρακτηριστικο οτι, ενω η Δυτικη Ευρωπη τους δυο προηγουμενους αιωνες γεννησε  δεκαδες λαμπρους ελληνιστες, η Ελλαδα μονον τρια ονοματα εχει που να μπορουν να σταθουν αχνα στο ιδιο επιπεδο με αυτους: τον Κοραη, τον Βερναδακη και τον Συκουτρη (τον οποιο ο φθονος και το μισος του Αθηνησι Πανεπιστημιου οδηγησαν στην αυτοκτονια). Οι Ελληνες υπερηφανευομαστε οτι ειμαστε οι απογονοι των αρχαιων ελληνων αλλα, για να μαθουμε τι ελεγαν και ποιοι ηταν οι αρχαιοι, πρεπει να προσφευγουμε σε ξενες μελετες.

            Αυτη η ιδια σταση ασφαλως εμποδισε τη γονιμοποιηση και τη μεταφορα της λαϊκης παραδοσης στον χωρο της επισημης παιδειας, με εμφατικη εξαιρεση την ποιηση. Αρκει να σκεφτει κανεις οτι ο τεραστιος πλουτος της λαϊκης μουσικης – μελωδιες, ρυθμοι, κλιμακες, οργανα – ελαχιστα ενεπνευσε τους νεοελληνες συνθετες και, σιγουρα, παραποιηθηκε απο τους περισσοτερους. Αρκει επισης να σκεφτει κανεις οτι εμεινε αχρηστος ο πλουτος της λαϊκης αρχιτεκτονικης και διακοσμησης.

            Η ταυτοχρονη αναφορα στην Αρχαια Ελλαδα και στο Βυζαντιο – με τον γνωστο αποστεωμενο τροπο – ειναι η ριζα της σχιζοφρενικης μας σχεσης με τον δυτικοευρωπαϊκο πολιτισμο. Αυτη η αναφορα εκφραζει τον συνδυασμο ενος κακομοιριασμενου αισθηματος κατωτεροτητας και μιας ψωροπερηφανης αστηρικτης αυθαδειας. Ετσι, παιρνουμε ευχαριστως απο τους δυτικους τις BMW, τις τηλεορασεις, τα κατεψυγμενα, κλπ., καθως και τα διαφορα «πακετα Ντελορ». Και ενω τα παιρνουμε και τα θελουμε, τι κανουμε; Βριζουμε τους δυτικους. Τους βριζουμε οτι ειναι υποδουλωμενοι στην τεχνικη και στον ορθολογισμο. Φυσικα, η Δυση δεν περιμενε τους νεοφωτιστους ελληνορθοδοξους, προκειμενου η ιδια να κριτικαρει και να καταγγειλει τις μεθοδους και τις πρακτικες της, το πνευμα και το ηθος της. Οσο για τους δικους μας, αυτοι νομιζουν οτι «καθαιρονται» απο τα δυτικοευρωπαϊκα καταναλωτικα τεχνολογικα «δαιμονια» κανοντας μιαν ετησια εκδρομη στο Αγιο Ορος...

            Φανταζομαι οτι δεν περιμενετε απο εμενα να σας δωσω συνταγες για το πως θα μπορουσαμε να υπερβουμε τη δραματικη βουβαμαρα που πολιτιστικα μας χαρακτηριζει σημερα. Ομως για ενα πραγμα ειμαι βεβαιος και θα το διατυπωσω με μιαν ερωτηση. Ποιο ειναι εκεινο το στοιχειο απο το συνολο της ελληνικης ιστοριας που γονιμοποιησε τον κοσμο, που παραμενει σημειο αναφορας και πηγη εμπνευσης; Ειναι η αναδυση μεσα απο την αρχαια ελληνικη δημιουργια των ιδεων της αυτονομιας και της ελευθεριας.

            Η Δυτικη Ευρωπη μπορεσε, με τη σειρα της, να μεγαλουργησει επι σχεδον δεκα αιωνες. Τουτο συνεβη, διοτι μπορεσε ακριβως να συγκροτησει μεσα απο τις δυο Αναγεννησεις – δηλαδη τη στροφη στη μελετη της κλασικης εποχης και το κινημα του Διαφωτισμου με τις μετεπειτα εξελιξεις – μια σχεση δημιουργικου διαλογου με τα αρχαια ελληνικα κειμενα και οχι μιμητικης επαναληψης.

            Σημερα αραγε εμεις ειμαστε ικανοι να κανουμε εναν τετοιο διαλογο, ο οποιος προϋποθετει και τη βαθεια γνωση και τον σεβασμο της λαϊκης μας παραδοσης; Εαν ναι, τοτε αυτος ο διαλογος δεν μπορει παρα να ειναι διπλος: και με την Αρχαια Ελλαδα και με την τεραστια πολιτισμικη κληρονομια της Δυτικης Ευρωπης.

            Ο δυτικος πολιτισμος, οπως ηδη ανεφερα, περνα σημερα μια βαθεια κριση. Δεν ξερουμε εαν και ποτε θα μπορεσουν οι δυτικοι λαοι να την ξεπερασουν. Ειτε το θελουμε ειτε οχι, στο ιδιο καραβι ειμαστε μπαρκαρισμενοι κι εμεις· και δεν εννοω τις οικονομικες ή διπλωματικες διασυνδεσεις. Εαν μπορεσουμε να αφομοιωσουμε δημιουργικα τον απεραντο πολιτισμικο πλουτο που δημιουργησε η Δυση – ο οποιος εμπεριεχει, εστω και ανεπαρκως, την αρχαια ελληνικη αναφορα – θα μπορεσουμε ισως να μιλησουμε μιαν πραγματικα δικη μας γλωσσα και να παιξουμε την παρτιδα μας σε μια νεα πολιτισμικη συμφωνια. Αλλιως, θα εξακολουθησουμε να βραζουμε στο ζουμι μας και να καλλιεργουμε την περιθωριακη μας ασημαντοτητα.

Πηγή: https://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1495594


Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Το βάρος

Πως να αντέξεις τόση πίεση; Δίχως να το παίξεις τρελός.
Δεν είναι μόνο η πίεση που ασκεί ο διπλανός σου γιατί με τον ένα ή τον άλλον τρόπο έχει τοποθετήσει τον εαυτό του σε μια κλίμακα όπου φαντασιώνεται την ανωτερότητα του.
Είναι η πίεση που έρχεται από πιο ψηλά.
Έτσι λειτουργεί ο καπιταλισμός, ο ψηλότερος πιέζει τον από κάτω του και αυτός με την σειρά του τον παρακάτω, μέχρι που το βάρος όλου του κόσμου συσσωρεύεται στις πλάτες ενός κακομοίρη που μπορεί να μην έχει ιδέα γιατί δεν μπορεί να σηκωθεί το πρωί, που ψάχνει γιατί δεν μπορεί να ανασηκώσει τα χείλια του για να χαμογελάσει.
Μην πιστέψεις ότι έχω κάνει επιτόπια έρευνα και στα λέω αυτά και μπορεί με αναστοχασμό να ανακαλύψω ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Καμία έρευνα δεν χρειάστηκε γιατί απλά το φορτίο το έχω στο σώμα μου.
Κάποιες στιγμές ξεχνιέμαι και κάνω πως δεν υπάρχει αλλά αυτό δεν κρατάει για πολύ, επιστρέφει.
Σαν ένα γιγάντιο νούφαρο που άνθισε στον πνεύμονα και σε κάνει να μην μπορείς να σηκωθείς από το κρεβάτι, να μην μπορείς να αναπνεύσεις. Το ποτίζει ο γείτονας, ο μπάτσος, ο υπάλληλος σε μια υπηρεσία, ο εργοδότης (εάν βρεθεί) κ.α πολλοί που έχω άμεση επαφή. Σαν ένας κύκλος από φωτιά.
Παρόλα αυτά όμως υπάρχει μια γλυκιά αντίφαση. Η πίστη ότι το matrix θα καταστραφεί από μια εξέγερση που όμοιά της δεν θα υπάρχει και θα επιστρέψουμε στο φως και στα χρώματα. Γιατί δεν το βλέπεις εσύ αλλά το μεταφέρουν τα κύτταρά σου από γενιά σε γενιά.
Αλλά μέχρι τότε:
Πως να αντέξεις τόση πίεση;