Σήμερα θα σας μιλήσω για τον Μπάμπη. Ο Μπάμπης ζούσε στην ίδια παλιά πενταόροφη πολυκατοικία με εμένα. Ποτέ δεν κατάλαβα τι δουλειά έκανε, αλλά πάντα τον έβλεπα τα μεσημέρια να παρκάρει ένα κόκκινο βανάκι και να κατεβαίνει από αυτό με μια ολόσωμη φόρμα εργασίας. Εγώ έμενα ακριβώς επάνω από τον Μπάμπη και τα καλοκαίρια ειδικότερα έβγαινε στο μπαλκόνι που το έψηνε ο ήλιος και μιλούσε για ώρες ατελείωτες στο τηλέφωνο, για την πουτάνα την κοινωνία, για τον καναδό που συνάντησε και του είπε να πάει Καναδά για δουλειά, για τα τριαξονικά και τα καμπυλατέρια. Και όλα αυτά χωρίς μπλούζα από πάνω κάνοντας βόλτες στο μπαλκόνι με το σώβρακο. Και όλο και έξυνε τα παπάρια του ο Μπάμπης και όλο και μιλούσε για το φως που δεν βλέπει στην Ελλάδα και όλο ψηνόταν ο Μπάμπης στο μπαλκόνι απ'το φως του ήλιου.
Το βράδυ ο Μπάμπης όταν δεν λουζόταν με axe για να βγει βόλτα χαλάρωνε στο σπίτι. Έβαζε δυνατά τον ήχο στην τηλεόραση και έσκαγε ένα δυνατό μπάφο στέλνοντας σήματα καπνού που φαίνονταν από τον Ταΰγετο. Καμιά φορά ξυπνούσα τα χαράματα από την τηλεόραση του Μπάμπη και τον φανταζόμουν να τον έχει πάρει ο ύπνος στον καναπέ παρέα με χαρτιά από σουβλάκια, με μυρωδιά μπάφου και η τηλεόραση να πηγαίνει γόνα τελεμάρκτινκ για βούρτσες πατουσών και έξυπνες κόφτες λαχανικών. Καμιά φορά του φώναζα του Μπάμπη να κλείσει την τηλεόραση αλλά χωρίς επιτυχία, μια φορά θυμάμαι είχα πάρει και ένα σφυρί και κοπανούσα το πάτωμα μπας και ξυπνήσει ο Μπάμπης απ’ την μαστούρα. Μάταια όμως, έπρεπε να μάθω να αποκοιμιέμαι με τις ατάκες για τις βούρτσες πατουσών. Μια νύχτα ο Μπάμπης με ξύπνησε γιατί είχε καλέσει φίλους απ’το χωριό. Η ώρα 3.30 το πρωί και το δωμάτιο μου είχε αρωματιστεί με άρωμα χασισιού του Μπάμπη και των φίλων του. Φωνές κακό, σαματάδες και μέσα σ’όλα στις 3.30 παραγγέλνουν σουβλάκια από το μοναδικό μαγαζί που ήταν ανοιχτό τέτοια ώρα. Βγαίνω στο μπαλκόνι και σαν κακιασμένος μπάρμπας βάζω την μπάσα μου την φωνή και τους λέω να σκάσουν. Ήμουν έτοιμος να μου απαντήσουν αλλά αντί για απάντηση άκουσα κάτι μπαμ μπουμ και μετά να κλείνει η συρόμενη μπαλκονόπορτα με δύναμη. Μόκο και λούφα ο Μπάμπης.
Αυτός ήταν ο Μπάμπης, ένας λαϊκός 30αρης με βαριά προφορά. Τα καλοκαίρια ο Mπάμπης είχε παρέα. Μια 55αρα plus έμενα στο σπίτι του Μπάμπη παρέα με το σκυλάκι της. Ο Μπάμπης τα έδινε όλα στο κρεβάτι. Με καύσωνες, με μεσημεριανά 40αρια, με βραδινή κουφόβραση και υγρασία ο Μπάμπης έδινε πόνο. Και ΑΑΑ και ΟΥΥΥ και Έλα Μάναμ ο Μπάμπης έδινε βροντερό παρών στο πήδημα, λες και έβγαζε εκεί όλη την μοναξιά του χειμώνα. Φωνές κακό ο Μπάμπης και εγώ όλο και φανταζόμουν τι να κάνει αυτό το δύσμοιρο το σκυλάκι. Ένα πρωί ο Μπάμπης με ξύπνησε γιατί πάλι γαμούσε. Με ξύπνησε την στιγμή της κορύφωσής του. Αχχχχ..αχχχχ χύνω μωρό μου χύνω μαναμμμ!!!! Αφού έχυσε ο Μπάμπης, ξύπνησα και εγώ και πήγα στην τουαλέτα. Ο φωταγωγός της τουαλέτας επικοινωνούσε με την τουαλέτα του Μπάμπη. Ακούω τον Μπάμπη μετά το γαμήσι να κατουράει. Κάτι του λέει η 55αρα αλλά ο Μπάμπης δεν ακούει καλά και την ρωτάει: Τιιιι; Εκείνη του λέει κάτι για έναν αποροφητήρα. Και εκείνος της απαντάει: Τι αποροφητήρα μωρό μου, πλυντήργιο θέλουμε!!! Εκείνη απορεί με την απάντησή του και εκείνος τις λέει μεταξύ τινάγματος και τραβήγματος στο καζανάκι: Πλυντήργιο μωρό μου γιατί εμείς εδώ Χύνουμε. Χύνουμε στα σεντόνια, στα ρούχα και στα σώβρακα. Και τραβάει καζανάκι.
Αυτός ήταν ο Μπάμπης που ποτέ δεν έμαθα το όνομα του, αλλά για εμένα ήταν ο Μπάμπης.
Το βράδυ ο Μπάμπης όταν δεν λουζόταν με axe για να βγει βόλτα χαλάρωνε στο σπίτι. Έβαζε δυνατά τον ήχο στην τηλεόραση και έσκαγε ένα δυνατό μπάφο στέλνοντας σήματα καπνού που φαίνονταν από τον Ταΰγετο. Καμιά φορά ξυπνούσα τα χαράματα από την τηλεόραση του Μπάμπη και τον φανταζόμουν να τον έχει πάρει ο ύπνος στον καναπέ παρέα με χαρτιά από σουβλάκια, με μυρωδιά μπάφου και η τηλεόραση να πηγαίνει γόνα τελεμάρκτινκ για βούρτσες πατουσών και έξυπνες κόφτες λαχανικών. Καμιά φορά του φώναζα του Μπάμπη να κλείσει την τηλεόραση αλλά χωρίς επιτυχία, μια φορά θυμάμαι είχα πάρει και ένα σφυρί και κοπανούσα το πάτωμα μπας και ξυπνήσει ο Μπάμπης απ’ την μαστούρα. Μάταια όμως, έπρεπε να μάθω να αποκοιμιέμαι με τις ατάκες για τις βούρτσες πατουσών. Μια νύχτα ο Μπάμπης με ξύπνησε γιατί είχε καλέσει φίλους απ’το χωριό. Η ώρα 3.30 το πρωί και το δωμάτιο μου είχε αρωματιστεί με άρωμα χασισιού του Μπάμπη και των φίλων του. Φωνές κακό, σαματάδες και μέσα σ’όλα στις 3.30 παραγγέλνουν σουβλάκια από το μοναδικό μαγαζί που ήταν ανοιχτό τέτοια ώρα. Βγαίνω στο μπαλκόνι και σαν κακιασμένος μπάρμπας βάζω την μπάσα μου την φωνή και τους λέω να σκάσουν. Ήμουν έτοιμος να μου απαντήσουν αλλά αντί για απάντηση άκουσα κάτι μπαμ μπουμ και μετά να κλείνει η συρόμενη μπαλκονόπορτα με δύναμη. Μόκο και λούφα ο Μπάμπης.
Αυτός ήταν ο Μπάμπης, ένας λαϊκός 30αρης με βαριά προφορά. Τα καλοκαίρια ο Mπάμπης είχε παρέα. Μια 55αρα plus έμενα στο σπίτι του Μπάμπη παρέα με το σκυλάκι της. Ο Μπάμπης τα έδινε όλα στο κρεβάτι. Με καύσωνες, με μεσημεριανά 40αρια, με βραδινή κουφόβραση και υγρασία ο Μπάμπης έδινε πόνο. Και ΑΑΑ και ΟΥΥΥ και Έλα Μάναμ ο Μπάμπης έδινε βροντερό παρών στο πήδημα, λες και έβγαζε εκεί όλη την μοναξιά του χειμώνα. Φωνές κακό ο Μπάμπης και εγώ όλο και φανταζόμουν τι να κάνει αυτό το δύσμοιρο το σκυλάκι. Ένα πρωί ο Μπάμπης με ξύπνησε γιατί πάλι γαμούσε. Με ξύπνησε την στιγμή της κορύφωσής του. Αχχχχ..αχχχχ χύνω μωρό μου χύνω μαναμμμ!!!! Αφού έχυσε ο Μπάμπης, ξύπνησα και εγώ και πήγα στην τουαλέτα. Ο φωταγωγός της τουαλέτας επικοινωνούσε με την τουαλέτα του Μπάμπη. Ακούω τον Μπάμπη μετά το γαμήσι να κατουράει. Κάτι του λέει η 55αρα αλλά ο Μπάμπης δεν ακούει καλά και την ρωτάει: Τιιιι; Εκείνη του λέει κάτι για έναν αποροφητήρα. Και εκείνος της απαντάει: Τι αποροφητήρα μωρό μου, πλυντήργιο θέλουμε!!! Εκείνη απορεί με την απάντησή του και εκείνος τις λέει μεταξύ τινάγματος και τραβήγματος στο καζανάκι: Πλυντήργιο μωρό μου γιατί εμείς εδώ Χύνουμε. Χύνουμε στα σεντόνια, στα ρούχα και στα σώβρακα. Και τραβάει καζανάκι.
Αυτός ήταν ο Μπάμπης που ποτέ δεν έμαθα το όνομα του, αλλά για εμένα ήταν ο Μπάμπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου