Πέμπτη 25 Απριλίου 2019

Η ιστορία της μικρής Δουνκέρκης 24-28 Απριλίου 1941 στην Καλαμάτα.


22.000 στρατιώτες της Κοινοπολιτείας στριμώχνονται στην παραλία της πόλης από τους Ναζί


28 Απριλίου 1941. Οι Ναζί προελαύνουν στην Πελοπόννησο. 22.000 στρατιώτες της 16ης και 17ης Αυστραλιανής Ταξιαρχίας, που αποτελείται κυρίως από Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς καθώς και Βρετανούς, αλλά και εκατοντάδες Γιουγκοσλάβους, Παλαιστίνιους και Κυπρίους, εγκλωβίζονται στην παραλία της Καλαμάτας. Η εκκένωση αρχίζει στις 24 Απριλίου με καΐκια, μικρά σκάφη και με αερακάτους. Η εκκένωση γινόταν βραδινές ώρες αφού την ημέρα τα γερμανικά στούκας βομβάρδιζαν την πόλη της Καλαμάτας, ώστε να αποτρέψουν την διαφυγή των στρατιωτών που βρίσκονταν στην πόλη. Το βράδυ της 26ης προς 27ης Απριλίου καταφθάνουν επτά βρετανικά πολεμικά πλοία και επιβιβάζονται σ’ αυτά  8.650 στρατιώτες. Την ίδια νύχτα μια αεράκατος έχοντας ξεμείνει από φωτοβολίδες που θα βοηθούσαν στην προσθαλάσσωση, συντρίβεται στην θάλασσα της δυτικής παραλίας και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή του Κορδία. Από τα επτά μέλη πλήρωμα διασώζονται  τρεις που τους περισυνέλεξε ένας αρμένιος ψαράς με την βάρκα του.



Το μεσημέρι της 28ης Απριλίου ολιγάριθμη εμπροσθοφυλακή των Ναζί μπαίνει στην Καλαμάτα. Συλλαμβάνονται κάποιοι βρετανοί οι οποίοι βρίσκονταν στην είσοδο της πόλης για να κατευθύνουν στρατιώτες που κατεύθυναν στην πόλη. Οι Ναζί εγκαθίστανται στο λιμάνι της Καλαμάτας στο κτήριο του τελωνείου και στήνουν δύο πυροβόλα όπλα, το ένα στην συμβολή των οδών Ναυαρίνου και Κανάρη και το άλλο Ναυαρίνου και  Μαιζώνος.





Οι χιλιάδες εναπομείναντες στρατιώτες είναι μαζεμένοι στους ελαιώνες της παραλίας στην περιοχή
της σημερινής Ανάστασης. Πολλοί ντόπιοι τους προσφέρουν φαγητό κρασί και ούζο και  οι στρατιώτες τους λένε ότι φεύγουν αλλά θα γυρίσουν πάλι, παρόλο που ήξεραν ότι δεν θα επέστρεφαν ποτέ.  Ένα πυροβόλο όπλο είχε στηθεί από τους αυστραλούς στην συμβολή των οδών Ναυαρίνου και  Ηρώων. Ένας λοχίας νεοζηλανδός ο Jack Hinton παίρνει μια πρωτοβουλία επίθεσης στους Ναζί. Μαζί με 12 νεοζηλανδούς, το βράδυ της 28ης Απριλίου προχωράει σε δρόμο παράλληλο με την  Ναυαρίνου με σκοπό να εξουδετερώσει τα πυροβόλα των Ναζί. Διεξάγονται σφοδρές μάχες με την υποστήριξη πλέον και άλλων νεοζηλανδών στρατιωτών. Η μάχη κράτησε μέχρι τις 4 τα ξημερώματα όπου οι Ναζί παραδίδονται λόγω έλλειψης πυρομαχικών. Οι μάχες διεξήχθηκαν ακόμα και μέσα σε σπίτια και μεταξύ μπαλκονιών. Ο απολογισμός ήταν 41 νεκροί και 60 τραυματίες για τους γερμανούς και 33 νεκροί και πάνω από 50 τραυματίες για τους βρετανούς.

Φαρών και Ναυαρίνου το πρωί 29 Απριλίου

Ενώ εκείνη την νύχτα θα μπορούσε να ολοκληρωθεί η εκκένωση, καθώς πλέον οι αυστραλοί ελέγχουν την παραλία, μια ασυνεννοησία οδηγεί στον εγκλωβισμό των 7.000 στρατιωτών. Πλοίο που είχε ήδη φτάσει στην ακτή το βράδυ της μάχης, παραλαμβάνει περίπου 332 στρατιώτες και στέλνει μήνυμα σε επτά πλοία που βρίσκονταν στα ανοιχτά. Το σήμα ανέφερε ''Βombs in Harbour'' (Βόμβες στο Λιμάνι), αλλά ο ασυρματιστής το παράκουσε ως ''Bosche in Harbour ''! (Γερμανοί στο Λιμάνι).Η λέξη ''Boche'' είναι συντόμευση της γαλλικής  λέξεως  ''caboche'', που σημαίνει ''χοντροκέφαλος'', ''ανόητος'', ''ηλίθιος''.  Το μήνυμα, σύμφωνα με το αγγλικό ναυτικό, δεν παραλαμβάνετε καθαρό και φτάνει με αρκετές ώρες καθυστέρηση και έτσι οι πλοίαρχοι των πλοίων βλέποντας τις λάμψεις και τις εκρήξεις που σημειώνονταν στην παραλία από την μάχη βγάζουν το συμπέρασμα ότι οι Γερμανοί έχουν μπει και καταλάβει την πόλη. Όταν ο Ναύαρχος έλαβε το σήμα  διέταξε τα πλοία να αποχωρίσουν από την περιοχή, δεδομένου ότι οι Ναζί είχαν καταλάβει την πόλη. Το τραγικό αυτό λάθος είχε ως αποτέλεσμα να συλληφθούν στην Καλαμάτα 7000 άνδρες  ενώ πολλοί θα μπορούσαν να είχαν διασωθεί, και να μεταφερθούν στην Κρήτη.


Τα πλοία φεύγοντας έστελναν φωτεινά σήματα στην στεριά: ''Λυπούμαστε πολύ". Οι στρατιώτες μη μπορώντας να καταλάβουν το λόγο της αναχώρησης των πλοίων φτιάχνουν φανταστικό σενάριο για ύπαρξη ιταλικών πλοίων που πλησιάζουν την Μεσσηνία. Επικρατεί απελπισία.
Έτσι η νίκη στην πολύνεκρη μάχη ήταν χωρίς αντίκρισμα καθώς το ξημέρωμα 7.000 στρατιώτες συλλαμβάνονται από τους Ναζί και οδηγούνται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι 7.000 στρατιώτες οδηγούνται από τους Γερμανούς μέσα από την πόλη. Εντύπωση κάνει στους ντόπιους ότι οι συλληφθέντες τραγουδούσαν, γελούσαν, ενώ υπήρχε ακόμα και άτομο που έπαιζε ακορντεόν.
Παρόλο αυτά η διαδικασία εκκένωσης συνεχίστηκε μέχρι και την 1η Μαΐου καθώς πολλοί στρατιώτες κατέφυγαν στην Μάνη και κάποιοι στην Πυλία και από εκεί μεταφέρθηκαν στην Κρήτη ή στην Μέση Ανατολή.

Στρατιώτες που διέφυγαν στην Μάνη. Φώτο από Τραχήλα

Αφήγηση του Βασίλη Ι. Μανιάτη δημοσιευμένη στο www.tharrosnews.gr
«Θυμάμαι, άλλοι από τους συμμάχους, που δεν είχαν παραδοθεί, έφευγαν για τα βουνά. Μέσα από τον ξεροπόταμο Νέδοντα έφευγαν βορινά της Καλαμάτας, κι άφηναν μέσα στις μάντρες του ποταμού παλάσκες- όπλα- ασφυξιογόνες μάσκες- κιβώτια σιδερένια με σφαίρες, μέχρι και ένα οπλοπολυβόλο.
Φεύγοντας, ζητούσαν «μπρέντ και γουότερ», ψωμάκι και νερό.
Οι καλοί μας γείτονες τους έδιναν ό,τι είχαν και τους γέμιζαν τα παγούρια με νερό. Αυτοί, σε ανταπόδοση, έδιναν ρολόγια, ξίφη, ασημένιες ταυτότητες, πιστόλια, ασημένιους σταυρούς κ.ά., αλλά οι καλοί και πονετικοί Έλληνες δεν έπαιρναν τίποτα από όλα αυτά. Κοίταζαν μόνο να τους βοηθήσουν. Ποιος ξέρει τι να έγιναν αυτοί οι άνθρωποι!
Όλα αυτά, θυμάμαι, γίνονταν στη θέση «Κοτρώνι», σημερινή ιχθυαγορά.
Ένας στρατιώτης, ψηλός και ροδοκόκκινος, μου χάρισε μια ασφυξιογόνο μάσκα και την έκρυψα κάτω από το κρεβάτι μου. Όμως, το ανακάλυψαν οι γονείς μου και την έθαψαν βαθιά στην αυλή μας. Φόβος και τρόμος από τους κατακτητές. Είχαν ειδοποιήσει τους Καλαματιανούς να παραδίδουν σ’ αυτούς ό,τι στρατιωτικό είδος είχαν, ή έβρισκαν, αλλιώς επί τόπου θανατική εκτέλεση. Θυμάμαι ακόμα ότι στο σημείο εκείνο –θέση «Κοτρώνι» οδού Σπάρτης τότε- είχαν εγκαταλείψει και ένα στρατιωτικό «τζιπ» ξεσκέπαστο με ένα μεγάλο ασύρματο και ένα μεγάλο πολυβόλο. Είχε ακόμα και ένα ραδιόφωνο, το οποίο μετέδιδε συνέχεια».

Πηγές:

Βιβλίο Η. Μπιτσάνη: https://eleftheriaonline.gr/images/2/pdf/2021/battleofkalamata1941.pdf
 








Κυριακή 14 Απριλίου 2019

Ο Μπάμπης χρειαζόταν ένα Πλυντήργιο

Σήμερα θα σας μιλήσω για τον Μπάμπη. Ο Μπάμπης ζούσε στην ίδια παλιά πενταόροφη πολυκατοικία με εμένα. Ποτέ δεν κατάλαβα τι δουλειά έκανε, αλλά πάντα τον έβλεπα τα μεσημέρια να παρκάρει ένα κόκκινο βανάκι και να κατεβαίνει από αυτό με μια ολόσωμη φόρμα εργασίας. Εγώ έμενα ακριβώς επάνω από τον Μπάμπη και τα καλοκαίρια ειδικότερα έβγαινε στο μπαλκόνι που το έψηνε ο ήλιος και μιλούσε για ώρες ατελείωτες στο τηλέφωνο, για την πουτάνα την κοινωνία, για τον καναδό που συνάντησε και του είπε να πάει Καναδά για δουλειά, για τα τριαξονικά και τα καμπυλατέρια. Και όλα αυτά χωρίς μπλούζα από πάνω κάνοντας βόλτες στο μπαλκόνι με το σώβρακο. Και όλο και έξυνε τα παπάρια του ο Μπάμπης και όλο και μιλούσε για το φως που δεν βλέπει στην Ελλάδα και όλο ψηνόταν ο Μπάμπης στο μπαλκόνι απ'το φως του ήλιου.

Το βράδυ ο Μπάμπης όταν δεν λουζόταν με axe για να βγει βόλτα χαλάρωνε στο σπίτι. Έβαζε δυνατά τον ήχο στην τηλεόραση και έσκαγε ένα δυνατό μπάφο στέλνοντας σήματα καπνού που φαίνονταν από τον Ταΰγετο. Καμιά φορά ξυπνούσα τα χαράματα από την τηλεόραση του Μπάμπη και τον φανταζόμουν να τον έχει πάρει ο ύπνος στον καναπέ παρέα με χαρτιά από σουβλάκια, με μυρωδιά μπάφου και η τηλεόραση να πηγαίνει γόνα τελεμάρκτινκ για βούρτσες πατουσών και έξυπνες κόφτες λαχανικών. Καμιά φορά του φώναζα του Μπάμπη να κλείσει την τηλεόραση αλλά χωρίς επιτυχία, μια φορά θυμάμαι είχα πάρει και ένα σφυρί και κοπανούσα το πάτωμα μπας και ξυπνήσει ο Μπάμπης απ’ την μαστούρα. Μάταια όμως, έπρεπε να μάθω να αποκοιμιέμαι με τις ατάκες για τις βούρτσες πατουσών. Μια νύχτα ο Μπάμπης με ξύπνησε γιατί είχε καλέσει φίλους απ’το χωριό. Η ώρα 3.30 το πρωί και το δωμάτιο μου είχε αρωματιστεί με άρωμα χασισιού του Μπάμπη και των φίλων του. Φωνές κακό, σαματάδες και μέσα σ’όλα στις 3.30 παραγγέλνουν σουβλάκια από το μοναδικό μαγαζί που ήταν ανοιχτό τέτοια ώρα. Βγαίνω στο μπαλκόνι και σαν κακιασμένος μπάρμπας βάζω την μπάσα μου την φωνή και τους λέω να σκάσουν. Ήμουν έτοιμος να μου απαντήσουν αλλά αντί για απάντηση άκουσα κάτι μπαμ μπουμ και μετά να κλείνει η συρόμενη μπαλκονόπορτα με δύναμη. Μόκο και λούφα ο Μπάμπης.

Αυτός ήταν ο Μπάμπης, ένας λαϊκός 30αρης με βαριά προφορά. Τα καλοκαίρια ο Mπάμπης είχε παρέα. Μια 55αρα plus έμενα στο σπίτι του Μπάμπη παρέα με το σκυλάκι της. Ο Μπάμπης τα έδινε όλα στο κρεβάτι. Με καύσωνες, με μεσημεριανά  40αρια, με βραδινή κουφόβραση και υγρασία ο Μπάμπης έδινε πόνο. Και ΑΑΑ και ΟΥΥΥ και Έλα Μάναμ ο Μπάμπης έδινε βροντερό παρών στο πήδημα, λες και έβγαζε εκεί όλη την μοναξιά του χειμώνα. Φωνές κακό ο Μπάμπης και εγώ όλο και φανταζόμουν τι να κάνει αυτό το δύσμοιρο το σκυλάκι. Ένα πρωί ο Μπάμπης με ξύπνησε γιατί πάλι γαμούσε. Με ξύπνησε την στιγμή της κορύφωσής του. Αχχχχ..αχχχχ χύνω μωρό μου χύνω μαναμμμ!!!! Αφού έχυσε ο Μπάμπης, ξύπνησα και εγώ και πήγα στην τουαλέτα. Ο φωταγωγός της τουαλέτας επικοινωνούσε με την τουαλέτα του Μπάμπη. Ακούω τον Μπάμπη μετά το γαμήσι να κατουράει. Κάτι του λέει η 55αρα αλλά ο Μπάμπης δεν ακούει καλά και την ρωτάει: Τιιιι; Εκείνη του λέει κάτι για έναν αποροφητήρα. Και εκείνος της απαντάει: Τι αποροφητήρα μωρό μου, πλυντήργιο θέλουμε!!! Εκείνη απορεί με την απάντησή του και εκείνος τις λέει μεταξύ τινάγματος και τραβήγματος στο καζανάκι: Πλυντήργιο μωρό μου γιατί εμείς εδώ Χύνουμε. Χύνουμε στα σεντόνια, στα ρούχα και στα σώβρακα. Και τραβάει καζανάκι.
Αυτός ήταν ο Μπάμπης που ποτέ δεν έμαθα το όνομα του, αλλά για εμένα ήταν ο Μπάμπης.

Δευτέρα 8 Απριλίου 2019

Τρέξιμο- Έρωτας και ξανά τρέξιμο

Απόγευμα γκρίζο.Βροχερό και υγρό.

Εκείνος τραγουδάει με μια κιθάρα και ένα ενισχυτή στην έξοδο του σταθμού του μετρό το τραγούδι You are so beautiful.

Το τραγούδι του εισβάλει από την είσοδο στην στοά του μετρό και διαχέεται στο σταθμό.

Εκείνη ανεβαίνει τις σκάλες τρέχοντας κρατώντας ένα ποτήρι καφέ στο χέρι.

Κινείται ανάποδα με την κατεύθυνση του ήχου του τραγουδιού.

Πλησιάζει στα τελευταία σκαλιά και τον βλέπει να τραγουδάει.

Τα βλέμματα τους συναντιούνται την στιγμή τουYou are so beautiful και ο τραγουδιστής της χαμογελάει, σαν να της απευθύνει τον στίχο.

Εκείνη ανταποδίδει το χαμόγελο και φαίνεται ότι δεν προλαβαίνει να επεξεργαστεί τι αισθάνεται καθώς βιάζεται, κάτι την τραβάει απ'το μανίκι.
Συνεχίζει να τρέχει και απομακρύνεται αλλά με ένα χαμόγελο.

Εκείνος έχοντας ένα μειδίαμα, συνεχίζει να τραγουδάει με τα μάτια κλειστά.

Εκείνη σταματάει να τρέχει και ψάχνει το πορτοφόλι της,γυρίζει πίσω και του αφήνει λίγα ψιλά,του χαμογελάει για τελευταία φορά και ξανατρέχει.

Εκείνος έμεινε μόνος να τραγουδάει και εκείνη όλο και απομακρύνεται μέχρι που εξαφανίζεται.