Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

Υφέρποντες και Εκκωφαντικά Προσεκτικοί

Κλειστήκαμε σε πόλεις, σε δουλειές.

Πνιγήκαμε στην ασφάλεια και στην προετοιμασία.

Διαβάζουμε, μελετάμε, μετράμε τις αποστάσεις και υπολογίζουμε το κέρδος και τη
 ζημιά.

Είμαστε μέσα σε όλα και καταπίνουμε σιγουριές.

Χλευάζουμε και λέμε ότι γνωρίζουμε, είμαστε γρήγοροι, αλλά διεκπεραιωτικοί,
παθητικοί και άοσμοι. 

Αγνοώντας την αλήθεια του βυθού μας,
αποφεύγοντας την συστηματικά.
Γιατί έτσι μας είπαν, για προστασία.

Φωτίζουμε την νύχτα με τα χιλιόμετρά μας, αγνοούμε το φως της μέρας και
λουζόμαστε σε οθόνες.

Είμαστε προστατευμένοι και προετοιμασμένοι απ΄τον καιρό, χωρίς να έχουμε επαφή
μαζί του.

Κάναμε φίλους τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα και αυτά μας κρατάνε σφιχτά απ' το
χέρι,

μέχρι να πάψει το αίμα να κινείται.

Μας οδηγούν στον ύπνο, από κελί σε κελί, από προαύλιο σε προαύλιο, μέρα την μέρα, χρόνο το χρόνο, ζωή τη ζωή.

Μας κλείνουν ραντεβού με το θάνατο, καθημερινά.

Τραυλή η κάβλα,

μουγκός ο οργασμός.

Και όλο αναρωτιέμαι, τι να είναι όλες αυτές οι φωτιές στα όνειρα μου;

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Ένας επικήδειος που δεν γράφτηκε ποτέ

Τρεμπεσίνα Ύψωμα 731 (ο θάνατος)

Γεννήθηκες και μεγάλωσες στα βουνά. Αντιλαμβανόσουν τις αλλαγές του χρόνου, απ' τα λουλούδια, τα ζώα και τα πουλιά. Απ' τα δέντρα και την μυρωδιά της γης. Θέλησες να τα μάθεις καλύτερα όλα αυτά και γι' αυτό τα σπούδασες σε γεωπονική σχολή.
Διάβαζες, όταν στην εποχή σου αυτό δεν ήταν σημαντικό. Άνοιξες βιβλία, όταν οι άνθρωποι ένιωθαν ότι η μόνη βιβλιοθήκη είναι το βουνό και η φύση. Ανεξάντλητη και απέραντη. Και είχαν δίκιο όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όπως είχες δίκιο και εσύ που θέλησες να συνδυάσεις τις γνώσεις. Το ένιωθες ότι ήσουν διαφορετικός και αυτό σου άρεσε, ένιωθες καλά και όμορφα που είχες κάνει ένα βήμα διαφορετικό.
Αλλά ύστερα ήρθε ο πόλεμος. Τα νέα έφτασαν και στο βουνό και εσύ
σκέφτηκες να καταταχθείς εθελοντής. Διακατεχόμενος από ένα ρομαντισμό, συνεπαρμένος από την φλόγα των γύρω σου, ακολούθησες τα γεμάτα τρένα και κατευθύνθηκες σε ένα άλλο βουνό διαφορετικό από αυτό που ως τώρα ήξερες.
Με λίγο πολύ ίδια δέντρα, λουλούδια και πουλιά, αλλά με διαφορετικό ήχο. Ήχους από σφαίρες, πολυβόλα και σφυρίγματα όλμων. Φωνές, κραυγές πόνου και ψίθυροι. Σιωπή θανάτου.
Σχεδόν τέσσερις μήνες κράτησες σε εκείνα τα βουνά. Είδες πολλούς να σακατεύονται και άλλους να πεθαίνουν και όλο σκεφτόσουν το δικό σου βουνό. Όλο δεν μπορούσες να το βγάλεις απ'το μυαλό σου, εκείνο το δικό σου βουνό, που άφησες στον μακρινό νότο.
Εκεί που έκανες να κοιμηθείς τις νύχτες, κάθε τόσο σε ξύπναγε μια ριπή από όπλο, η οποία αναμειγνύονταν με την οσμή του θυμαριού και για πολύ λίγο, μέσα στην θολούρα και μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ήσουν πάλι εκεί, στο δικό σου βουνό, στο δικό σου τόπο που μυρίζει θυμάρι.
Μια νύχτα έπρεπε να μείνεις ξύπνιος. Είχες μάθει ότι οι Ιταλοί ετοιμάζουν την μεγάλη επίθεση. Ίσως είχες ακούσει τις φήμες ότι απέναντι στο βουνό είχε έρθει και ο ίδιος ο Μουσολίνι για να οργανώσει αυτή την επίθεση.
Ήσουν ένας εθελοντής ανεβασμένος στο ύψωμα του θανάτου με την κωδική ονομασία 731.
 Σκοτάδι και παγωνιά. Ησυχία πριν την καταιγίδα. Ο μισός σε ένα λάκκο ο άλλος μισός έξω.
Άναψες τσιγάρο, ευχαριστήθηκες την πρώτη ρουφηξιά, σκέφτηκες ότι όλα θα πάνε καλά, ότι όλα προς το παρόν είναι ήσυχα, στην δεύτερη ρουφηξιά όμως δεν σκέφτηκες τίποτα, παρά μόνο άκουσες· μια ριπή πυροβόλου που στόχευσε την φωτιά σου. Αμέσως ένιωσες ένα στιγμιαίο κάψιμο στο σώμα, σωριάστηκες στο χώμα και ήσουν πάλι εκεί. Στο μέρος που ήξερες καλά. Στο δικό σου βουνό, εκεί που γεννήθηκες και μεγάλωσες. Μακριά από την βοή του πολέμου. Ελεύθερος και παραδομένος στην ησυχία της νύχτας.
Το ημερολόγιο έγραφε: 09/03/ 1941. Σημείο θανάτου: Όρος Τρεμπεσίνα. Ύψωμα 731. Έτος γέννησης: 1907. Τόπος γέννησης: Γιάννιτσα Μεσσηνίας, Όρος Ταΰγετος.

Γιάννιτσα Ταΰγετος (η γέννηση) 



Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Τι μυρωδιά έχει το πανηγύρι; Τι χρώματα και τι ήχους; Τι ανθρώπους;

Υπάρχει μια φυλή ανθρώπων που πασχίζει για τα προς το ζην. Δεν μπορεί να απεργήσει και δεν έχει ποτέ μόνιμη έδρα.
Οι λεγόμενοι πανηγυριώτες ή παζαριώτες. Αυτοί λοιπόν όλο τον χρόνο, κυρίως από άνοιξη έως τέλη του Φθινοπώρου, φορτώνουν τα εμπορεύματά τους, όπως και όπου μπορεί ο καθένας, και γυρίζουν όλο τον ελλαδικό χώρο. 



Στήνουν παράγκες με τσιγκόφυλλα, μουσαμάδες και λιόπανα, ζούνε για λίγο χρόνο σ' αυτό τον χώρο, ανάμεσα σε σακούλες, εσώρουχα, σεντόνια, ασημικά, μυρωδιές από λουκουμάδες και σουβλάκια, στρώνουν να κοιμηθούν σε ράντζα πλάι στο εμπόρευμά τους και μετά ξεστήνουν,τα φορτώνουν και τραβάνε γι' αλλού. 

Πολλοί γνωρίζονται μεταξύ τους, μισιούνται, αγαπιούνται ή απλά ανέχονται ο ένας τον άλλον.


Τα πολλά χρόνια σ' αυτή την δουλειά δημιουργούν ιστορίες και προηγούμενα. Έχουν τα μάτια τους δεκατέσσερα, διαβάζουν κινήσεις και βλέμματα, ξέρουν ποιος ήρθε για να κλέψει, ποιος να ψωνίσει και ποιος να ρίξει μια ματιά. Οι ώρες του ύπνου τους είναι ελάχιστες, όπως και η τροφή τους. Τα μάτια τους είναι μόνιμα κουρασμένα.


Οι πανηγυριώτες είναι ένα κουβάρι ανθρώπων. Λαϊκοί, χίπηδες,"περίεργοι", καλόγριες, μοναχοί, ρωσοπόντιοι,τσιγγάνοι, αφρικανοί, πακιστανοί, έμποροι και φτωχοδιάβολοι, πτυχιούχοι και μη, καλλιεργημένοι και άξεστοι. Όλοι ένα πολύχρωμο ανθρώπινο μπλέξιμο, που συνυπάρχει και προσπαθεί να επιβιώσει. 

Και γύρω απ'αυτούς,ακόμα πιο διαφορετικοί άνθρωποι. Οικογένειες,αγύρτες,ψώνια και κλεφτρόνια. Γυναίκες με φθηνά φορέματα, με έντονα αρώματα και ντεκαπάζ και άλλες απλές και όμορφες. Άντρες που σέρνουν τα πόδια τους, που γκρινιάζουν και κουβαλάνε σακούλες. Άξεστοι,ευγενείς και λαϊκοί.
Οι άνθρωποι των αναμνήσεών μας. Των μυρωδιών, των χρωμάτων και των ήχων που γεμίζει ο νους με την λέξη πανηγύρι ή παζάρι.


Ακόμα να συμφωνήσουν αυτοί οι άνθρωποι τι είναι παζάρι και τι πανηγύρι. Άλλοι θεωρούν το παζάρι αυτό που έχει μεγάλη διάρκεια,ενώ άλλοι αυτό το θεωρούν πανηγύρι.
Όπως και να λέγεται λοιπόν, θέλει κόπο, προσπάθεια και πρέπει να έχεις ψυχή για να είσαι πανηγυριώτης ή παζαριώτης. 

Γι αυτό σεβασμό. 

Στη Βασούλα.



 Το πανηγύρι της Μεσσήνης σε ήχο εδώ