Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Αγαπημένη μου Πρωταγωνίστρια (μέρος 10)

 Αγαπημένη μου Πρωταγωνίστρια.

(κλείνοντας όμορφα και ανεβαστικά αυτή την χρονιά)

Μόλις έχεις βγει απ' το μπάνιο με μια πετσέτα τυλιγμένη στα μαλλιά. Το σώμα σου, σε κάποια σημεία κρατάει ακόμα τον καλοκαιρινό ήλιο και άλλες περιοχές του δέρματός σου, φαντάζουν ακόμα παρθένες και ανέγγιχτες απ' το φωτεινό άγγιγμά του.

Το ίδιο συμβαίνει και με την υγρασία, η οποία έχει τυλίξει όλο σου το κορμί, μα ψηλά ανάμεσα στα πόδια σου, φαίνεται πως υπερτερεί και πως είναι δυνατόν, ακόμα και μια σταγόνα να κάνει την εμφάνισή της. Φαντάζομαι τα υγρά σου χείλη ανάμεσα στα πόδια σου και νιώθω τα χείλη μου να διψούν, θέλοντας ν' αρπάξουν όλη την υγρασία τους.

Περπατάς με τα πέλματα γυμνά στο χαλί και στο μωσαϊκό. Το μαλακό χαλί αγκαλιάζει το πέλμα σου και διεισδύει ανάμεσα στα δάχτυλά σου, απορροφώντας και τα τελευταία σημεία υγρασίας από την φτέρνα μέχρι το ελάχιστο χώρισμα μεταξύ του μικρού σου δαχτύλου. Η αίσθηση του ζεστού και απαλού χαλιού, εναλλάσσεται με αυτή του κρύου και σκληρού μωσαϊκού.

Κινείσαι γυμνή μέσα στο σπίτι και κάθεσαι στο κρεβάτι. Άκουμπάς το ένα πόδι σου στο στρώμα και περιποιείσαι τα δάχτυλα και το δέρμα σου, αποκαλύπτοντας τα χείλια του αιδοίου σου, τα οποία είναι ακόμα υγρά. Τα μακριά σου δάχτυλά χαϊδεύουν το δέρμα σου και μια όμορφη μυρωδιά απλώνεται στο δωμάτιο, με κέντρο το σώμα σου. Η μυρωδιά με οδηγεί ανάμεσα στο στήθος σου, η μύτη μου γλυστρά σ' εκείνο το σημείο όπου τα στήθη σου συναντιώνται. Ακολουθώ την καμπύλη του μαλακού σου στήθους και γλιστρώ στην ρόγα σου όπου εκεί στέκομαι, νιώθοντάς την να σκληραίνει και απολαμβάνοντάς την. Η λαγνεία έχει κυριέψει την σκέψη μου καθώς με τον ίδιο τρόπο θέλω να γευτώ όλο σου το σώμα, ανακαλύπτοντας τις ιδιαίτερες αποχρώσεις της γεύσης σου, σε κάθε διαφορετικό σημείο επάνω σου.

Με κοιτάς, μου χαμογελάς, σου αρέσει που σε κοιτάζω. Ξέρεις ότι η σκέψη μου έχει κατρακυλήσει στο σώμα σου και αυτό σου αρέσει πολύ. Με προκαλείς ν' αφήσω τις σκέψεις και να συνεχίσω στο φυσικό υγρό σου πεδίο. Μου δείχνεις τον δρόμο, ξαπλώνοντας στο κρεβάτι και ανοίγοντας τα πόδια σου. 

Σκέψη αίσθηση ένα.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Ψηφίδων ατέλειωτη διαδρομή

Η κρυφή διαδρομή του λιμανιού

Τις νύχτες στάζουν απ'το ταβάνι, τα λαμπερά κομμάτια των ανθρώπων που πέρασαν απ'την ζωή μου.

Αιχμηρές σκέψεις, σκυφτές αντιλήψεις, ηρωισμοί, μάχες, θάνατοι, αυτοκαταστροφικές εμμονές, αλητεία, πίστη, αρμονία, αντιφάσεις και χάος.
 
Χαϊδεύουν το πρόσωπο, ζεσταίνουν την καρδιά και αυλακώνουν το μυαλό.

Περπατώ σε πεζοδρόμια, σε ασφάλτους,
με συντροφεύει ο ήχος των πελμάτων στα βότσαλα,
γλιστρώ στων βουνών τις σάρες 
και βγάζω φωτιά, 
μυρίζω χώμα, άμμο και αλμύρα.

Χάδι, σε οχλοβουητό
μοναξιά, στον ήχο του μοτέρ του ψυγείου την νύχτα
και μια βρύση που στάζει.

Αποσπάσματα ολοκληρωμένα
εντός μου.

Διαδρομές,
ταξίδι ατέλειωτο,
χωρίς τελεία

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Λέξεις, ασθήσεις, κύκλος

Κάποτε οι λέξεις οφείλουν να μη φτάνουν.

Να τρυπώνουν σε γωνιές σιωπηλές, αφήνοντας την πρόταση λειψη

    και την αίσθηση ολόκληρη.

Να χύνονται στα μωσαϊκά της αίσθησης, δημιουργώντας ψηφίδες πόθου, αγωνίας και έλλειψης.

Ίσως να επιβιωνει κάποιος άναρθρος ψίθυρος, που κυοφορεί την σιωπή, μπρος σε μια μισάνοιχτη κουρτίνα στο παράθυρο. 

Δειλά χαϊδεύει το φως την δημιουργία στο σκοτάδι. Ψηλαφίζοντας κενά χνάρια, λέξεων και φράσεων,

απομεινάρια των τελευταίων μάγων της φυλής του σώματός σου, ξόρκια που δείχνουν το δρόμο της αίσθησης.

Βάρη, πόθοι και ηδονές σε διαδρομή από μέσα προς τα έξω και πάλι πίσω.

Και έτσι παύεις να είσαι ένα, περνώντας όρους και όρια.

Χυμένες οι λέξεις στο πάτωμα και εσύ γυμνός σε όλη σου την διάσταση. Κοιτάς προς τα έξω και αμέσως είσαι εσύ, σε πολλά σώματα με κάθε αίσθηση και εκεί ψαχνεις ξανά την λέξη να κουμπώσει. 

Δεν είναι σισύφεια διαδρομή, απλά αέναος ο κύκλος. 


 

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Οι νύχτες και τα φώτα του Λευτέρη

Ο Λευτέρης στην αρχή ήταν μπογιατζής. Την ημέρα γύριζε μ' ένα τρίκυκλο τις οικοδομές και τα απογεύματα πήγαινε τσάρκα με την πιο όμορφη κοπέλα της πόλης, την γυναίκα του. Κάποια χρόνια μετά ο Λευτέρης είχε δύο τροχαία ατυχήματα με αποτέλεσμα να μείνει ανάπηρος. Το ένα του χέρι κρεμόταν αναίσθητο και το μετακινούσε το άλλο του χέρι. Συνήθως ήταν μόνιμα μέσα στην τσέπη του παντελονιού του. Το ένα από τα δύο πόδια του Λευτέρη ήταν τεντωμένο και άκαμπτο.

Αργότερα ο Λευτέρης πήρε άδεια για προπατζίδικο. Στόλισε τους τοίχους του με κάδρα από τον Τζωρτζ Μπεστ, τον Μαραντόνα, τον Ντέταρι και άλλους πολλούς και πάνω από αυτούς είχε τον εγγονό του που έπαιζε μπουζούκι.

Είχε πάθη ό Λευτέρης, κάθε τόσο χωνόταν στο πατάρι σ' ένα καφενείο εκεί δίπλα από το προπατζίδικο και όλο έπαιζε ζάρια και όλο έβγαινε μεθυσμένος, τυλιγμένος με ένα σύννεφο καπνού από τσιγάρα. Έπινε και του έβγαινε το παράπονο και όλο σκεφτόταν προδοσίες, για την πιο όμορφη γυναίκα στην πόλη που τον πρόδωσε για τον φίλο του, για το σώμα του που τον πρόδωσε πολύ νωρίς, για τα ζάρια τα πειραγμένα.

Τελευταία φορά που τον είδα, είχε θεραπευτεί από την αναπηρία. Με πήγε βόλτα σε βουνά και ρεματιές που η ώρα ήταν πάντα δειλινό, ούτε φως, ούτε σκοτάδι. Με οδήγησε ψηλά σ' ένα ύψωμα, μου έδειξε τα φώτα μιας μακρινής πολιτείας χαμηλά και λέγοντάς μου, μέχρι εδώ εσύ, και ξεγλίστρησε για πάντα ελεύθερος ο Λευτέρης.

Πηγή εικόνας: https://www.anexitilo.net/2014/09/time-lapse.html

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Εναρμόνιση αντιθέτων στο Ταίναρο


 "Ήταν σάμπως ο τροχός του, να για να το πούμε έτσι, να είχε κολλήσει σ'ένα χαντάκι φωτός κι ένιωθε μια ακατανίκητη παρόρμηση να τον στρίψει προς την κατεύθυνση του σκότους. Αν η γη έχει ανάγκη από την νύχτα όσο κι από την μέρα, δεν είναι επόμενο να χρειάζεται κι η ψυχή τη σκοτεινιά για να εξισορροπήσει την διαφώτιση;"

Απόσπασμα απ'το Άρωμα του Ονείρου, του Τομ Ρόμπινς

Μου έχει λείψει μια βόλτα στο Ταίναρο.

Να ακουμπήσω την πλάτη μου στην σμιλεμένη του βράχου την κοιλότητα,

να βάλω το αυτί μου στην πέτρα που μυρίζει καμένο φασκόμηλο του μύθου

και να ακούσω τη λύρα του Ορφέα,

να χαράζει τα σκοτάδια με φως.

Να ερωτοτροπεί με τα αντίθετα, να παίζει στα δάχτυλα του τις ηδονές. 

Να νιώσω τον αέρα να αλλάζει

Και να μην μπορεί να αποφασίσει αν θέλει να είναι πηχτός γεμάτος υγρασία

ή με εκείνο το νυχτολούλουδο το καλοκαίρι δίπλα στην εξώπορτα, που το λένε Αστάρτη.

Σοφός και αθώος ο Ορφέας,

κυριευμένος από το πάθος του για την Ευρυδίκη,

σαγηνευτικός και ένοχος, καθώς λένε, για τον δεύτερο χαμό της. 

Γιατί τι και αν όλα τα έχεις σχεδιάσει,

τι και αν έχεις καταφέρει να εναρμονίσεις το φως και το σκότος,

τι και αν όλα είναι μελετημένα και συμφωνημένα;

Η ηδονή δεν μετριέται.

Είσαι έτοιμος να ποντάρεις στη στιγμή, στα μάτια, στην καρδιά

και φαινομενικά μόνο, να χάσεις μια ολάκερη ζωή με την Ευρυδίκη,

αλλά να κερδίσεις μια αιώνια ηδονή ανατριχίλας στο βλέμμα της.

Και εκεί μόνος, στο φως,

ακουμπισμένος στην κοιλότητα του αρχαίου σμιλεμένου βράχου,

να έχεις αρπάξει έναν αιώνα ηδονής στα μάτια και στην καρδιά

και ας λένε όλοι οι σοφοί και οι γραφιάδες, ότι απέτυχες.

Μέσα σου κράτησες εκείνη την απαγορευμένη στιγμή,

εκείνη που την κοίταξες στα μάτια,

φως, λουσμένη με σκοτάδι, μια εναρμονισμένη αντίθεση.

Πιο όμορφη από ποτέ.

Καύσιμη ύλη για γενεές, όσο η ηλικία του βράχου η κοιλότητα.


Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020

Δύο όψεις, Ένα σώμα

 Σκλαβιά:

Άκαμπτος και ατσάλινος 

ο χρόνος των ανθρώπων. 

Στοχεύει τις σκέψεις και τις ιδέες μας

 και σφυροκοπάει με μανία το σώμα μας. 

Ξεσκίζει τις σάρκες μας, 

χαράζει τα κόκαλά μας,

 με γραμμές φυλακισμένων.

Μετατρέπει το σώμα μας,

σε χαραγμένο τοίχο κελιού.

Ψάχνει λυσσασμένος την ιδέα στα σωθικά μας,

να την σβήσει, να την διαμελίσει,

περνώντας τον λεπτοδείκτη από πάνω μας.

Κάθε φορά πιο βαθιά μας χαράσσει,

ο αφέντης ΧΡΟΝΟΣ.


Ελευθερία:

Βελούδινος και άμορφος ο χρόνος.

Δεν μετριέται, δεν χωράει σε ρολόγια

 και ημερολόγια.

Δεν σταματάει μήτε αρχίζει.

Πηγάζει στο φιλί, στην καρδιά και στο άγγιγμα

και αμέσως μετά, δεν είναι εκεί.

Χαϊδεύει τον καθένα ξεχωριστά ο χρόνος.

Τυλίγει τα κορμιά και τις σκέψεις 

των ανθρώπων και μας καταπίνει γυμνούς,

δίχως γρατζουνιά, δίχως ψεγάδι...δίχως σώμα.  

Ο σύντροφος Χρόνος

Εύξυ


Πρώτη δημοσίευση: Anarchy Press

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2020

Χωρίς φρένο

Είναι κάποιοι αλήτες, που την ζωή τους την πάνε τρένο με κομμένα φρένα. Μόνιμα  με το μεσαίο δάχτυλο σηκωμένο σε κάθε υπολογισμούς. Ακροβατώντας μεταξύ τρυφερότητας, και μιας σκληρής ζωής με σπασμένα φρένα.
Είναι κάποιοι αλήτες, που θέλουν να σ' έχουν φίλο, αλλά τελικά έχουν αυτούς που δεν θέλουν. Αυτοκαταστρέφουν την σάρκα τους και ό,τι τολμάει να την αγκαλιάσει.

Θες λεφτά; μου λέει, έχω πολλά τώρα. Μην νομίζεις, χρωστάω από εδώ και από εκεί, αλλά δεν γαμιέται. Έχω να ξεχρεώσω και το γκάνι ρε, δεν ξέρω γιατί το πήρα, ξέρεις για εδώ στο σπίτι. Μπαίνουν διάφορες φάτσες μωρέ, καταλαβαίνεις.
Κοίταξε, εγώ θέλω να σε έχω φίλο, μου λέει, όπως και τους άλλους τους δικούς σου, αλλά εσύ δεν με θεωρείς φίλο. Εγώ παίρνω τηλέφωνο εσένα, μου λέει, εσύ δεν με ψάχνεις, εγώ σε ψάχνω. Εμένα με ψάχνουν όλοι αυτοί που δεν θέλω ρε φίλος. Στο ξαναλέω, θα ήθελα να ήσουν εσύ φίλος μου, για αυτό παίρνω τηλέφωνο εσένα και τους άλλους. Εμένα μόνο κάτι νταραβεριτζήδες βλαχοβαλκάνιοι με θυμούνται.
Πουτάνα ζωή, νταραβεριτζήδες βλαχοβαλκάνιοι, ξυρισμένα τετράγωνα κεφάλια, κουμπούρια και λεφτά.

Λάμπες θερμότητας, εξαερισμός, παραγωγή, λεφτά, αλκοόλ, ναρκωτικά, οργασμός σε μπουρδέλα, μοναξιά, ένα βιβλίο για την συναισθηματική νοημοσύνη και το τηλέφωνο να χτυπάει από όσους δεν θέλει, και να παίρνει όσους θα ήθελε να τους είχε φίλους. Η "Συναισθηματική νοημοσύνη", στο τραπέζι κάτω απ' το σχοινί όπου ξεραίνονται οι φούντες. Φίλε μου λέει, αυτό το βιβλίο όχι απλά το διαβάζω, αλλά το μελετάω. 

Θέλω να νιώσω ρε, ίσως όλα αυτά να γίνονται γιατί θέλω να νιώσω, να σπάσω την γαμημένη πανοπλία από πάνω μου.

Και τότε με την καλόγρια, που μένατε σ' εκείνο το υπόγειο στα κάτω Πατήσια καλά δεν ήσασταν μαζί μωρέ; Τα είχατε ταιριάξει. Θυμάμαι που στο χωλ είχατε το εικόνισμα και δίπλα αφίσα με τους Ramones και μου έλεγες όλο χαρά, ότι αυτός ο τοίχος είναι αφιερωμένος στου θεούς.
 Όμορφη ήταν η καλόγρια. Θυμάμαι που με πήγες στην κρεβατοκάμαρα για να με γνωρίσεις στην καλόγρια και ήταν ξαπλωμένη με ένα πολύ κοντό σορτς και ένα τιραντάκι που διέγραφε ελάχιστα τις ρόγες της και διάβαζε ένα κουτσομπολίστικο περιοδικό. Θυμάμαι το λευκό της δέρμα, τα κόκκινα νύχια στα πόδια της, να με καλωσορίζει λέγοντας μου να περάσουμε στην κουζίνα και θα ερχόταν αργότερα. Ήρθε κάτσαμε στην κουζίνα και μου έδειξε φωτογραφίες από τότε που ήταν καλόγρια, ενώ εσύ μου έκανες νόημα να βγάλω το χόρτο που μου είχες δώσει από πριν, τάχα μου ότι στο έφερα δώρο, ένα δικό σου σχέδιο γιατί η καλόγρια δεν σε άφηνε να καπνίζεις χασίς. Σκατά ήμασταν, μου λέει. Δεν ταιριάζαμε φίλος, απλά ήθελε να φύγει από το μοναστήρι και πιάστηκε από πάνω μου για να την κάνει. Δεν με ήθελε.

Δεν μπορώ μωρέ μαλάκα, μου λέει, ακόμα και το πήδημα θέλω να το κάνω με κάποια που το θέλει ή να νιώσω ότι δεν της προκαλώ αηδία, να πιστέψω ότι με θέλει και αυτή. Για αυτό έχω μια κοπέλα μόνο που πάω μαζί της, την περιποιούμαι την πληρώνω και μου λέει στην πόρτα ότι θα με περιμένει να ξαναπάω. Έτσι φεύγω με αληθινές ψευδαισθήσεις φίλος.
Κάτσε λίγο, κάποιος χτυπάει το κουδούνι, κανένας απ' αυτούς τους τύπους που σου λέω θα είναι. Να ψωνίσουν θα θέλουν. Αααα, ευτυχώς έφεραν και μπίρες, οπότε όλα καλά και απόψε. 
Σε κλείνω ρε.

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020

Το φενιζόλ των γηπέδων και η λήξη των αγώνων


Ρε φίλε, τι σου είναι ο χρόνος; Ξέρεις ότι δεν έχει σχέση με ρολόγια, έτσι δεν είναι; Με συναισθήματα, με αγωνίες, με προσμονές, με ταξίδια έχει, αλλά όχι με ρολόγια.

Ακόμα και με φενιζόλ έχει. Ναι, με φενιζόλ. Αυτά που πουλούσαν 50 δραχμές οι φενιζολάδες στα γήπεδα, πριν μπουν πλαστικά καθίσματα στις κερκίδες: "Φενιζόοοολ, φενιζόοοοολ, είναι κρύο το τσιμέντο παιδιά" και έτσι ένα μικρό τετράγωνο φενιζόλ γλίτωνε τον κάθε ποδοσφαιρόφιλο κώλο από κρυοπαγήματα και μουσκέματα. Την άνοιξη το φενιζόλ χρησίμευε όχι για το κρύο, αλλά για την καλύτερη ανάπαυση και έτσι με 50 δραχμές καθόσουν μαλακά και μπορούσες να βρίσεις τις μανάδες των λάινσμαν, των διαιτητών των παιχτών ακόμα και των αιδοίων τους. Μεγαλείο το φενιζόλ!

Τώρα ορθώς θα μου πείτε, που κολλάει το φενιζόλ με το χρόνο. Λοιπόν, τα φενιζόλ πέντε λεπτά πριν τελειώσει ο αγώνας είχαν την τάση να πετάνε ψηλά, σε διάφορα σχήματα κώλων και ενίοτε να προσγειώνονται σε ανυποψίαστα κεφάλια θεατών. Οι ανυπόμονοι που ήθελαν να παρακολουθήσουν τα υπόλοιπα πέντε λεπτά του αγώνα όρθιοι, πετούσαν ψηλά τα φενιζόλ προκαλώντας και τους υπόλοιπους να το κάνουν και έτσι σε όλο το γήπεδο θα μπορούσε κανείς να δει ιπτάμενα λευκά φενιζόλ και όρθιους άντρες να φτιάχνουν το εσώρουχό τους ανάμεσα στα πόδια τους με ελαφρά τσιμπηματάκια πάνω από το παντελόνι.

Ε λοιπόν όταν η ομάδα ήταν ισοπαλία ή έχανε ή με το ζόρι κρατούσε μια νίκη, τα ιπτάμενα φενιζόλ μου προκαλούσαν άγχος. Ήξερα ότι σε λίγο ο αγώνας θα έχει τελειώσει. Όταν δε τα φενιζόλ είχαν σταματήσει να πετούν, τότε πια μετρούσα δευτερόλεπτα.

Μια φορά τα φενιζόλ έπηξαν τον ουρανό και σε χτύπημα φάουλ η ομάδα έβαλε γκολ κερδίζοντας το παιχνίδι. Στο δρόμο όμως τα φενιζόλ ακόμα πετούσαν. Τα πήγαινε και τα έφερνε ο αέρας και κάποια σέρνονταν κατάχαμα με ένα μακρόσυρτο σύρσιμο. Άλλα σπασμένα, άλλα ολόκληρα με ολόκληρο το αποτύπωμα του κώλου επάνω. Περίεργο, έλεγα, ο αγώνας έχει τελειώσει αλλά η καρδιά μου δεν έλεγε να σταματήσει να χτυπά δυνατά, λες ότι εκείνο το τελευταίο φάουλ ακόμα δεν είχε εκτελεστεί.

 Έφτασα σπίτι. Το δωμάτιο μου είχε γεμίσει φενίζολ, άνοιξα την πόρτα και την έκλεισα γιατί δεν υπήρχε άλλος χώρος για μένα. Κάθομαι στο σαλόνι και ο πατέρας μου ανακοινώνει πως η γιαγιά πέθανε. Ξάφνου όλα τα φενιζόλ εξαφανίστηκαν. Σηκώθηκα από το σαλόνι και μπήκα στο δωμάτιο μου που πλέον ήταν άδειο και προσπαθούσα να κλάψω, αλλά δεν ήξερα. Με ακολούθησε ο πατέρας, με έπιασε από τον ώμο και με ρώτησε εάν κερδίσαμε. Ναι, όταν τελείωσε ο χρόνος του απάντησα.

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Η μπουγάδα των κόσμων


Πιστεύω στο μάτι, στα χαρτιά και αποφεύγω να περνάω κάτω από σκάλες. Συμμετέχω σε παγανιστικά αγροτικά δρώμενα και κάθε χρόνο ψάχνω κάποιον να μου πει τα μερομήνια. 
Έχω αποχαιρετήσει τις νεράιδες του ποταμού όταν μπαζώθηκε. Ήπια, έκλαψα  και ένιωσα τις καλαμιές να λυγίζουν.  Έχω φίλους ξωτικά που μυρίζουν γη. Ανθρώπους δίχως ρολόγια, γεμάτους ήλιους και ατέλειωτες νύχτες.

Λατρεύω τις μάγισσες και ερωτοτροπώ μαζί τους. Περιτριγυρίζομαι από γάτες και σκουπίζω την αυλή με ψάθινη σκούπα.
Περπατώ στο μεταίχμιο, χορεύοντας πάνω στους αρμούς των κόσμων.

Με όσους αγάπησα και με αγάπησαν πολύ, ταξιδεύουμε τις νύχτες σε ψηλά βουνά και μου δείχνουν από εκεί τις φωτισμένες πολιτείες, λέγοντας μου, μέχρι εδώ εσύ.

Πιστεύω στη μαγεία αυτού του κόσμου και σε όλες εκείνες τις πρακτικές που αντιστέκονται στο μπάζωμα και στην ευθυγράμιση αυτού του κόσμου.

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2020

Λεκέδες του Χρόνου

Λυγίζουν οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα

μέσα μας

και φτιάχνουν μωσαϊκά με τις

στάλες τους,

τα πατάμε, τα βρωμίζουν, τα καθαρίζουμε

χρόνια, μέρες, στιγμές,

εμείς, οι άλλοι, κανείς,

δεν σβήνουν, δεν φεύγουν,

μονάχα καμιά φορά κρύβονται

ανάμεσα στα έντονα φώτα και

 βλέμματα,

στους εσωτερικούς ήχους 

του βυθού των ποτηριών,

και τάχα, όλα καλά.

Καλύπτουμε με οργασμούς τον λυγισμένο χρόνο μας και μόλις αυτοί φύγουν,

μας τραβάνε απ'τα μαλλιά και μας σέρνουν στα πατώματα,

για να δούμε καθαρά τι αφήσαμε 

και προσπεράσαμε.

Και τάχα έτσι είν' η ζωή,

τάχα όλα καλά

και προσπερνάμε.



Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Τα για πάντα χαμένα του Φανούρη

 

Πηγαίναμε που λες στον Άγιο Φανούρη. Στροφές, ανέβα κατέβα, παιδί εγώ, κοιτούσα τη ρεματιά από κάτω και μ'έπιανε ένας κόμπος κάτω απ'τον αφαλό. Να, μου λέει ο πατέρας, εδώ χάθηκαν τα παιδιά. Κοιτάω το ρέμα και βλέπω ένα τρακτέρ γκρεμοτσακισμένο. Πήραν τα παιδιά το τρακτέρ και έπεσαν στο ρέμα, πάει χάθηκαν και το τσακισμένο τρακτέρ ακόμα εκεί. Μνημείο αυτού του χαμού. Άλλαξε το ρέμα στα μάτια μου και έγινε μια τεράστια αχανής τρύπα με φωνές και φασαρία πολύ. Πόσος χαμός κάποτε σ' αυτό τον λόγγο; Όσες πίτες και να φτιάξει κανείς στον Φανούρη ζωές που χάθηκαν δεν τις φέρνει πίσω. Πόσο παράξενο όμως, δίπλα στο εκκλησάκι του Φανούρη να υπάρχει κάτι που ο ίδιος δεν μπορεί να φανερώσει. 

Πλήθος ανθρώπων, ανάμεσά τους και εγώ με μια σακούλα στο χέρι, έτοιμος να την γεμίσω με χαμένα και πόθους, περιμένοντας στην σειρά για ένα κομμάτι πίτα από κάθε μια που ήταν απλωμένες στην μάντρα της εκκλησίας. Γεμάτες οι σακούλες και τα στόματα γεμάτα χαμένα πράγματα, πόθους και ανεκπλήρωτα. Γεμάτη και η δική μου σακούλα. Ξέρεις πόσα κομμάτια από χαμένα ανεκπλήρωτα άλλων έχω φάει πιτσιρικάς; Ακόμα τα κουβαλάω λες και είναι δικά μου, αλλά δεν είναι, το ξέρω.

Σαν έφηβος όμως η γιορτή του Φανούρη συνέπεφτε με διάβασμα. Μεταξεταστέος, ως συνήθως, ο άχρηστος και ο δεν κανει για τίποτε έκανε διάλειμμα για τις πίτες του Φανούρη. Το μάσημα της πίτας σηματοδοτούσε το χάσιμο του καλοκαιριού και του καλοκαιρινού μου χρόνου, κάθε μάσημα και ένα βήμα πιο μακριά απ'το καλοκαίρι που όλο και ξεμάκραινε στην κοιλιά μου και ούτε αυτό ο Φανούρης μπορούσε να το φέρει πίσω. Μαζί μ'αυτό γλιστρούσε και χανόταν η παιδικότητά μου και όλο κάτι έπρεπε να γίνω σαν ενήλικας πια.

Μα τι βρίσκει ρε γαμώτο τελικά αυτός ο Φανούρης;


Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

13 χρόνια απ'την καταστροφή, τον θάνατο και τον έρωτα

 

Πάνε 13 χρόνια από τότε που κοίταξες το βουνό και εκείνο είχε μεταμορφωθεί σε φουγάρο. Απίστευτη ποσότητά καπνού ανέβαινε στον ουρανό, μεταμορφώνοντας τον Ήλιο σ'ένα τεράστιο λευκό χάπι και βρέχοντας στάχτη τις καρδιές όλων που χτυπούσαν στον βουνό. Η θάλασσα κυμάτιζε κάρβουνο εκείνες τις ημέρες του Αυγούστου, μαύρο το κύμα στις ακτές γεμάτο θρηνητικό ήχο. 

Φεύγεις, πας να βοηθήσεις το βουνό, έχοντας την ψευδαίσθηση πως εσύ ένας τόσο δα άνθρωπος, θα μπορούσες να βοηθήσεις το πελώριο βουνό που δοκιμάζεται από μια φωτιά αντάξια του όγκου του, μα όταν πλησιάζεις αυτό είναι αδύνατον, σαν ένα τεράστιο αόρατο καυτό σιδερένιο φράγμα να σου χτυπάει το σώμα και να σε πετάει μακριά. Τα δέντρα τρίζουν καθώς πεθαίνουν, νιώθεις τον πόνο των ζώων που εγκλωβίστηκαν σ' αυτή την κόλαση και εσύ δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Πονάς βαθιά και λίγα λεπτά αφού περάσει η φωτιά, "ακούς" την απόλυτη σιωπή και σκέφτεσαι πως αυτός είναι ο μη ήχος του θανάτου.

Κάποιες μικρές φωτιές ακόμα καίνε αλλά εσύ προχωράς γιατί ανάμεσα στην κάπνα, στην μαυρίλα των κορμών που ακόμα σιγοκαίνε και στις διάσπαρτες φωτιές, στο βάθος του δρόμου, βλέπεις μια ανθρώπινη φιγούρα να περπατάει μόνη. Πλησιάζεις και είναι το βλέμμα κενό, μουτζουρωμένο  το πρόσωπο απ'τα δάκρυα, το παντελόνι σκισμένο χαμηλά και το πουκάμισο ανοιχτό. "Η φωτιά είναι θηρίο αγόρι μου" σου λέει, "όλα τα ζωντανά κάηκαν, στάχτη όλα, το βουνό, πάει, πάνε." 

Το βράδυ, ενώ γυρνούσες απ'το βουνό εναλλάσσονταν  η φλόγα του βουνού με αυτή του έρωτα. Το χάδι, το φιλί και ο οργασμός ένα κουβάρι, με εναλλαγές εικόνων, ήχων και μυρωδιών. Σε δύο μέρη ταυτόχρονα, από την μια στο σώμα της και από την άλλη το διψασμένο σώμα του βουνού. Σαν να έπρεπε να ισορροπήσεις την καταστροφή.

Το πρωί ακούς πως η φωτιά χόρτασε το δάσος και κατεβαίνει στο χωριό. Ένα πελώριο αεροπλάνο αδειάζει λίμνες νερού από πάνω αλλά αυτή εκεί, αγέρωχη συνεχίζει να κατακαίει. Αρκετοί είναι αυτοί που έχουν μαζευτεί σ'ένα σπίτι με πισίνα και κοιτούν την εξέλιξη της φωτιάς σπρώχνοντάς ο ένας τον άλλον στην πισίνα και άλλοι πίνοντας μπύρες, ενώ τα ελικόπτερα και τα αεροπλάνα κάλυπταν τα γέλια και τις φωνές τους. 

Φεύγεις από εκείνο το μέρος και στην πορεία σε ρωτάνε εάν το χωριό σώθηκε. "Δυστυχώς το δάσος κάηκε και δυστυχώς το χωριό σώθηκε." 13 χρόνια μετά, σκέφτεσαι πως αυτή την φράση δεν θα την άλλαζες και μετά θυμάσαι τον τραμπαλισμό καταστάσεων που είχες βιώσει εκείνες τις μέρες και το παίρνεις πίσω. Ίσως όλα αυτά είναι ένα παιχνίδι του μυαλού, ώστε να αντέξει το παιχνίδι της καταστροφής και του θανάτου, ίσως όλα να είναι ένα.

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

Υφέρποντες και εκκωφαντικά προσεκτικοί


Κλειστήκαμε σε πόλεις, σε δουλειές.


Πνιγήκαμε στην ασφάλεια και στην προετοιμασία.


Διαβάζουμε, μελετάμε, μετράμε τις αποστάσεις και υπολογίζουμε


το κέρδος και τη ζημιά.


Είμαστε μέσα σε όλα και καταπίνουμε σιγουριές.


Χλευάζουμε και λέμε


ότι γνωρίζουμε,


είμαστε γρήγοροι, αλλά διεκπεραιωτικοί,


παθητικοί και άοσμοι. 


Αγνοώντας την αλήθεια του βυθού μας,

αποφεύγοντάς την συστηματικά.

Γιατί έτσι μας είπαν, για προστασία.


Φωτίζουμε την νύχτα με τα χιλιόμετρά μας,


αγνοούμε το φως της μέρας και λουζόμαστε σε οθόνες.


Είμαστε προστατευμένοι και


προετοιμασμένοι απ’ τον καιρό,


χωρίς να έχουμε επαφή μαζί του.


Κάναμε φίλους τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα


και αυτά μας κρατάνε σφιχτά απ’ το χέρι, μέχρι να πάψει


το αίμα να κινείται.


Μας οδηγούν στον ύπνο, από κελί σε κελί,


από προαύλιο σε προαύλιο, μέρα την μέρα,


χρόνο το χρόνο, ζωή τη ζωή.


Μας κλείνουν ραντεβού με το θάνατο, καθημερινά.


Τραυλή η κάβλα,


μουγκός ο οργασμός.


Και όλο αναρωτιέμαι, τι να είναι


όλες αυτές οι φωτιές στα όνειρα μου;


   Εύξυ

Πρώτη δημοσίευση: Anarchypress

Τρίτη 18 Αυγούστου 2020

Το "Πράσινο Αστέρι" και ένα μουλάρι

Είναι νύχτα και εσύ γυρίζεις μ'ένα μπόμπο που καίει λάδια. Βροντάει το λευκό καλάθι, μόλις ο μπόμπος πέφτει σε λακκούβα
 και το τράνταγμα για λίγο καλύπτει τον θόρυβο της μπουκωμένης εξάτμισης. Παρκάρεις στο "Πράσινο Αστέρι", πίσω από ένα αγροτικό που στην καρότσα του έχει ένα μουλάρι και το πορτοκαλί φως της λάμπας του δρόμου, γυαλίζει το τρίχωμά του. Στέκεσαι λίγο δίπλα απ' το μουλάρι, ακούγοντας τα λαϊκοπόπ σκυλάδικα του μαγαζιού και αναρωτιέσαι,  τι σκατά κάνει εκεί στις 2:00 την νύχτα. Εκείνο κουνάει το ένα του αυτί και ξεφυσάει. 

Μυρίζεις καμένη βενζίνη και λάδια μαζί, μα δεν σε νοιάζει, γιατί ξέρεις ότι τα κορίτσια σ' εκείνο το μαγαζί δεν κρίνουν. Πώς την έλεγαν εκείνη την κοπέλα απ' τον Πειραιά; Αυτήν που σου ζήτησε λίγα παραπάνω χρήματα ώστε να σου πάρει μια πίπα εκεί στο τραπέζι; Δεν θυμάμαι ρε γαμώτο, αλλά δεν θυμάμαι και τα πρόσωπα των πελατών που μας έβλεπαν.  Είπαμε, εκεί τα κορίτσια δεν κρίνουν, αλλά συνήθως ούτε και οι πελάτες. Δύσκολα κρίνεις τον εαυτό σου άλλωστε.

 Περνάς λοιπόν την πόρτα και ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού κάθεται μόνος πίσω από την μπάρα, ζωσμένος με σκυλάδικα και θολός στην όψη. Το μαγαζί άδειο. Προχωράς στην αθέατη πλευρά του και βλέπεις έναν τύπο με μια μεγάλη μουστάκα να έχει ανέβει στην καρέκλα και γύρω του όλες οι κοπέλες του μαγαζιού, να τον ακουμπούν στο στήθος που φαίνεται από το ανοιχτό του πουκάμισο και να του πιάνουν τα πόδια με το λερωμένο του παντελόνι. Ο τύπος κρατάει και στα δύο χέρια του λεφτά και κάνει ότι χορεύει." Ώπα, ώπα" του λένε τα κορίτσια, "ελαααα παμέεε" και εκείνος μουγκός, ανεβασμένος στο ψηλότερο σημείο, με τα χέρια ψηλά στους καπνούς και με ελάχιστες άγαρμπες κινήσεις, καταθέτει το παρελθόν του σ' εκείνη την στιγμή. Ο μπάρμαν- ιδιοκτήτης χαμένος πίσω απ' τα φώτα και την θολούρα του καπνού, κοιτάζει το ρολόι στο χέρι του και βάζει ένα ακόμα ποτό. Εσύ κοιτάς το μουλάρι στην έξοδο και για λίγο νιώθεις πως σου γνέφει να φύγετε.

Εκείνη την νύχτα, ο μόνος που αντιλήφθηκε την παρουσία σου εκεί ήταν το μουλάρι. Μια μανιβελιά, δεύτερη, φασαρία που δεν μπορεί να καλύψει το κενό και ένα μαξιλάρι έτοιμο να απορροφήσει το καυσαέριο του μυαλού σου.

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

Η Μαρία λίγο πάνω απ' το έδαφος

 

Τελευταία φορά που είδα την Μαρία, ήταν πρίν από πάρα πολλά χρόνια, έξω  από τα κάγκελα της αυλής. Δεν φορούσε μαύρα όπως παλιά, αλλά ένα μπλέ μακρύ φουστάνι με άσπρες μικρές βούλες και τα μαλλιά της δεν ήταν δεμένα, ούτε φορούσε μαύρο μαντήλι, παρά τα είχε λυτά και κάτασπρα. 
Η Μαρία δεν περπατούσε όταν την είδα για τελευταία φορά. Ήταν λίγα εκατοστά πάνω απ' το έδαφος και σαν να την αγκάλιαζε ένα ελαφρό άσπρο φως γύρω της. Ήταν σοβαρή, το δέρμα της κουρασμένο, όπως και τα όμορφα γαλάζια μάτια της. Κινήθηκε λίγο προς το μέρος μου και χάθηκε, αυτό ήταν, καμία ανάμνηση από εκεί και ύστερα.

Σκέφτηκα ότι μπορεί να πήγε προς τα κτήματα, να βρει ξύλα, να τα ζαλωθεί ώστε να ανάψει τον φούρνο. Μετά σκέφτηκα ότι μπορεί να πήγε στο βουνό. Άλλωστε απ' όλα τα μέρη που μεγάλωσε, το βουνό γι' αυτήν δεν ήταν παρά το μεγάλο της σπίτι. Μικρό κορίτσι η Μαρία, 10-13 χρόνων, ξυπνούσε στις τρεις, για να ετοιμάσει τα πρόβατα και τα κατσίκια και πριν φέξει τα έβγαζε στο βουνό. Μια φορά την Μαρία την είχε πάρει ο κατήφορος ή η περιέργεια και κατέβηκε στη θάλασσα, που πάντα την έβλεπε από ψηλά αλλά ποτέ δεν είχε πάει. Με το πρώτο φως της ανατολής λοιπόν, έφτασε στη θάλασσα παρέα με το κοπάδι της με τα αιγοπρόβατα. Ανέβηκε σε ένα ψηλό βράχο και κοίταξε την θάλασσα, ενώ το κοπάδι έψαχνε να βοσκήσει στην παραλία. -Είδα τα ψάρια, έλεγε γεμάτη χαρά, πολλά χρόνια μετά.

 Δεκαετίες μετά από αυτό το κατηφόρισμα, η χαρά της ακόμα κρατούσε. Άλλωστε δεν είχε και πολλές χαρές η Μαρία από την ζωή της. Στον καιρό της κατοχής έπιασαν κάτι αντάρτες την Μαρία και της είπαν να τους πάει τυρί, ψωμί, λαχανικά και κρέας στα λημέρια τους. Φορτώνει  μετά από λίγες μέρες η Μαρία τον γάιδαρο και πάει. Στο δρόμο αντιλαμβάνεται Γερμανούς στρατιώτες και χώνεται πίσω από μια γκρεμισμένη καλύβα. Ο γάιδαρος σαν να κατάλαβε ότι έπρεπε να σταματήσει ακόμα και να αναπνέει και έτσι οι Γερμανοί στρατιώτες πέρασαν από εκείνη την καλύβα δίχως να αντιληφθούν την Μαρία με το φορτωμένο ζωντανό. Λέγοντας την ιστορία της στους αντάρτες η Μαρία, εκείνοι γελούσαν, ενώ ήταν μπουκωμένοι με ψωμί.

Κάποτε την ρώτησα, αν ποτέ είχε δει κάτι παράξενο στο βουνό τα βράδια, θέλοντας να ακούσω κάτι παράξενο ώστε να μου εξάψει την φαντασία μου. -Τίποτα παιδί μου, έλεγε. -Μόνο μια φορά έναν απίστευτο μεγάλο θόρυβο που δεν ξέρω τι ήταν. Τι να ήταν άραγε αυτός ο θόρυβος;  

Την Μαρία κατά το τέλος της ζωής της, την άκουγα τις νύχτες να ψιθυρίζει μόνη της. Έσερνε το χέρι της στον τοίχο και εγώ άκουγα το σύρσιμο και ένα ψίθυρο, έναν ψίθυρο γεμάτο παράπονα και ανεκπλήρωτα. 

Καμιά φορά, όταν πάει να ξημερώσει, σκέφτομαι εκείνη την λάμπα στο αποθηκάκι που ζύμωνε, δίπλα στον φούρνο με τα ξύλα και αμέσως η Μαρία είναι όντως εκεί, κάτω από την Πούλια και τον Αυγερινό, να δίνει μορφή στις δυσκολίες και να τις αλλάζει σε κάτι όμορφο, να τις μαλακώνει, μέχρι αυτές να είναι έτοιμες να ψηθούν και να είναι νόστιμες και ζεστές. Την σκέφτομαι ελάχιστα πάνω από το έδαφος. Απαλλαγμένη από το βάρος και τα ανεκπλήρωτα.

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2020

Ημιαυτόματος Αύγουστος στην πλατεία

Η πλατεία, τα τραπεζάκια, ο τρελός και ο Χριστός στο μεγάφωνο της εκκλησίας.
Αύγουστος με φόντο το Αιγαίο, σε ποτήρι για φρέντο καπουτσίνο.

Οι μουνάρες και οι καύλαροι δεν προτιμούν την πλατεία του χωριού, αλλά κατηφορίζουν στα μπιτσόμπαρα παρέα και φεύγουν μόνες και μόνοι, οι μουνάρες και οι καύλαροι, όπως και ο σκυλάκος, που ψάχνει χαμηλά στα τραπέζια κάτι να γεμίσει το κενό.

Όταν ο κόσμος μαζεύεται στα σπίτια, μια δροσιά κατηφορίζει την πλατεία, χτυπάει την προτομή του επιστήμονα και του δροσίζει την πυρωμένη καράφλα από μπρούντζο. Να ευχαριστηθεί και λίγο ο νεκρός επιστήμονας που τόσα έδωσε στην ανθρωπότητα και αυτή του πρόσφερε μπρούτζο και ήλιο για την αιωνιότητα.

Έχει ένα αεράκι λοιπόν και λέω να το αρπάξω, μήπως και ανασάνω λίγο.

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Εν Ωκεανό

Εν Ωκεανό, έγραφε το ανάγλυφο πάνω στον σταυρό που είχε αρχίσει να βυθίζεται στο χώμα. Η ημερομηνία θανάτου κάπου στο μακρινό 1934. Κανείς δεν έμεινε να θυμάται εκείνη την τελετή του Θοδωρή, τα μοιρολόγια και τα δάκρυα. Μόνο κάποιες ελιές ίσως να κρατάνε αυτά που είδανε και άκουσαν, φρουροί της μνήμης τωνετων ανθρώπων. Τι άλλο να έμεινε, που να θυμίζει τον Θοδωρή, εκτός απ' αυτόν εδώ τον γερμένο σταυρό και αυτές τις δύο αινιγματικές λέξεις, Εν Ωκεανό;
Αυτό του έγραψαν, γιατί ο ωκεανός ήταν ο τελευταίος που αγκάλιασε το σώμα του. Ίσως οι φίλοι και οι συγγενείς να πληροφορήθηκαν αρκετό καιρό μετά,τον θάνατό του. Να έκλαψαν την εικόνα που είχαν στο νου τους, να θρήνησαν τον ναυτικό Θοδωρή, που έφυγε από τις πέτρες και τις ελιές,για να συναντήσει τον απέραντο ωκεανό με τις χίλιες πολιτείες στην άκρη του. Να τον μοιρολογησαν, δίχως αυτός να είναι εκεί, όχι γιατί χάθηκε σε μια απ' αυτές τις πολιτείες, αλλά γιατί ο ωκεανός τον αγκάλιασε τόσο σφιχτά που τον έκανε μέρος του. Λες και ήταν μέρος μιας συμφωνίας, ανάμεσα στην γη και στο νερό. Λες και ο Θοδωρής ήταν το μέσο ώστε τα δύο αυτά στοιχεία να φιλιώσουν κάνοντας την αντιστροφή, το νερό να πάρει το σώμα και το χώμα να μείνει πεινασμένο. 
Έτσι η θύμηση του Θοδωρή σκαλίστηκε στην πέτρα και βρήκε μια γωνιά στο νεκροταφείο, μαζί με τους άλλους χωριανούς, μα με το χώμα αδειανό κάτω από αυτή την πέτρα. Να θυμίζει στον επισκέπτη, ότι ο Θοδωρής δεν βρίσκεται εκεί, αλλά Εν Ωκεανό.

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Διαδρομές

Καλοκαιρινή οδήγηση στα ενδότερα της Μεσσηνίας. Δρόμοι με στροφές, σαν πορεία με ελιγμούς φιδιού, με ελιές, φραγκοσυκιές, ξεραμένα χορτάρια στα κτήματα, συκιές και ο μόνιμος ήχος των τζιτζικιών να αγκαλιάζει όλα τα παραπάνω και καλύπτοντας τον ήχο του ραδιοφώνου και των διαφημίσεων. Αισθάνεσαι ότι η συγκεκριμένη στιγμή, θα μπορούσε να συμπεριληφθεί σε όνειρο κάποιας μεσσηνιακής εκδοχής του Κλιντ Ίστγουντ. 
Πιάνεις την πλάτη σου και την νιώθεις να έχει ιδρώσει, όπως και τα σημεία του δέρματος του προσώπου σου που ακουμπά το γυαλί ηλίου σου. Κοιτάς τον καθρέφτη και αναρωτιέσαι που πας και αν ο δρόμος είναι σωστός. Πετάς το μεγάλο σου ψάθινο καπέλο, στο δίπλα κάθισμα και είναι σαν να απελευθερώνονται σκέψεις, συμβουλές και ερωτήματα για το πως πρέπει να είναι η ζωή. 
 Αφθονία και ξεραήλα, λίγα και πολλά, ο μετεωρισμός των αντιθέτων κινείται όπως το ψαθί, λίγο πριν κοπεί για να γίνει καπέλο και όλα αυτά τα αντίθετα, με κάποιο παράξενο τρόπο, να έχουν ισορροπήσει εκείνη την στιγμή μέσα σου, χωρίς να υπάρχει σαφής απάντηση.
Τα χρώματα του καμβά της διαδρομής εναλλάσονται σε κίτρινο, γκριζοπράσινο και ψηλά το μπλε του ουρανού. Χωρίς τα χρώματα όλα θα ήταν μια ευθεία διαδρομή.
 Μια οχιά κόβει στην μέση την άσφαλτο και συνεχίζει στο ξερό σκληρό χώμα. Άνθρωποι κοιτούν τον ξένο που πέρασε και προσπέρασε, κοιτούν τον καιρό και την ελιά που σταφιδιάζει απ' την ζέστη και την ξηρασία.
Έχει δρόμο ακόμα για τα σύκα, περισσότερο για τα φραγκόσυκα και άγνωστο πόσο για τις ελιές. Ποιός μπορεί να ξέρει πως θα εξελιχθεί η συγκομιδή; Το ζήτημα είναι ότι είμαστε καθ' οδόν. 
Κάποιος κορνάρει, έφυγα.

Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

Ο Κώστας και ένα όνειρο

Σήμερα θα γιόρταζε ο Κώστας.
Ο Κώστας είχε γεννηθεί στις λάσπες, σε μια παράγκα. Παιδί ακόμα είχε μπλεξίματα με την αστυνομία. Είχε κάνει αναμορφωτήριο για διάφορες μικροκλοπές. Μπούκαρε στο στρατόπεδο και έπαιρνε εκρηκτικά, και εξαρτήματα από όπλα και έφτιαχνε τα δικά του. Τα χρησιμοποιούσε στα χωράφια και στην Ανάσταση. Μια χρονιά την ώρα της Ανάστασης ένας στρατιωτικό TNT ρίχτηκε στην όχθη του Νέδοντα ταρακουνώντας την γειτονιά και τα τζάμια της Υπαπαντής. Για καιρό ο κρατήρας από αυτή την έκρηξη ήταν εκεί. Ότι κλοπή γινόταν στην γειτονιά, οι γείτονες τα έριχναν στον Κώστα και αυτός κρυβόταν από την αστυνομία μέσα σ'ένα μπαούλο που το είχε θάψει στο χώμα. Μάταια έψαχναν οι μπάτσοι πάνω απ΄το έδαφος, αφού ο Κώστας βρισκόταν εντός.
Ο Κώστας μετά έφυγε από τις λάσπες και το υπέδαφος. Πήρε ένα καράβι και έφυγε, μετά άλλο και μετά ένα άλλο. Επέστρεφε στις λάσπες με ωραία ρούχα. λεφτά και δώρα που τα έδινε στα υπόλοιπα έξι αδέρφια του, στην μάνα του και τον πατέρα του. Σ'ένα ταξίδι του στην Αργεντινή γνώρισε μια πόρνη στο λιμάνι του Μπουένος Άιρες και έμεινε εκεί ενώ το καράβι έφυγε. Η πόρνη σύντροφος του Κώστα ήθελε ένα παιδί μαζί του ενώ ήξερε ότι ο Κώστας δεν θα μείνει εκεί για πάντα μαζί της. Εκεί λοιπόν γεννήθηκε ο Μάριος, παιδί μιας πόρνης και ενός ναυτικού από την Ελλάδα. Ο Κώστας έφυγε και αντάλλασσε γράμματα συνέχεια. Μιλούσε στο τηλέφωνο με το παιδί και την μητέρα του. Η μητέρα του Κώστα ήθελε να μιλήσει και προσπαθούσε να συνεννοηθεί με λίγες ιταλικές λέξεις που ήξερε από την Κατοχή. Τέτοια ήταν η λαχτάρα της να μιλήσει με το άγνωστο μακρινό της εγγόνι.
Ο Κώστας μετά άνοιξε μαγαζί, έχοντας εκατοντάδες αγορασμένους δίσκους από την Νέα Υόρκη, έπαιζε πολύ ιδιαίτερη μουσική για την εποχή. Οι δίσκοι καταστράφηκαν όταν το μαγαζί πήρε φωτιά.
Μετά ο Κώστας έκανε πολλές δουλειές ως διακοσμητής, μπογιατζής, ακόμα και ως βοηθός μέντιουμ. Μέχρι που ξανάνοιξε μαγαζί και σύχναζαν όλοι οι μουσικοί μετά από τις νυχτερινές δουλειές τους στα πάλκα.
Τα χρόνια πέρασαν, ήρθαν μέρες δύσκολες, ο Κώστας δυσκολευόταν ακόμα και για το νοίκι. Το μαγαζί έκλεισε και ο Κώστας έκανε χειρουργείο στην καρδιά. Όμως όλος αυτός ο κόσμος που ήταν γύρω του σιγά σιγά έφευγε, μέχρι που απέμεινε με ελάχιστους ανθρώπους. Ώσπου ένα παγωμένο βράδυ ο Κώστας έφυγε από την αδύναμη καρδιά του. Έμεινε εκεί στο πάτωμα μόνος. Ένα, δύο, τρία,τέσσερα, πέντε, έξι,εφτά, οχτώ, εννιά βράδια μέσα σε μια λίμνη αίματος απ όταν σωριάστηκε σε εκείνο το πάτωμα. Εννιά βράδια μόνος και δίπλα του να καίει ένα σίδερο για τα ρούχα, για να σπάει λίγο αυτό το απαίσιο κρύο.

Τρεις μήνες μετά βρέθηκα στο σπίτι του μαζί του. Μου έκανε δώρο ένα μουσικό όργανο αλλά όταν κοίταξα το πάτωμα δεν βρήκα αίμα και τότε συνειδητοποίησα ότι ο Κώστας έχει πεθάνει. Τρομοκρατήθηκα και με δυσκολία προσπάθησα να φτάσω στην πόρτα του σπιτιού για να βγω έξω. Ανοίγω την πόρτα και μπροστά μου κάθεται ένας φωτεινός άνδρας με ολόλευκο φως. Τρόμαξα έκλεισα την πόρτα και ξύπνησα στην γωνία του κρεβατιού μου. 
Ο Κώστας ήταν εδώ, περπάτησε, ανέπνευσε και όταν γέμισε από εμπειρία έφυγε. Δραπέτευσε από εκείνο το μπαούλο και πλέον δεν τον κυνηγάει κανείς. 

Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Ο Αγιώργης και τα Στοιχειά

Κάποτε υπήρχαν τα Στοιχειά, τα Θεριά, οι Νεράιδες, οι Στρίγκλες και τα Φαντάσματα. Οι άνθρωποι ζούσαν μαζί τους, τα περίμεναν σε συγκεκριμένα μέρη, στα μεγάλα και δύσκολα ταξίδια τους και υπήρχαν στις συζητήσεις των τραπεζιών τους. Στην πορεία αυτά τα πλάσματα καταδιώχτηκαν από την λογική του ανθρώπου. 
Σε κάποιο χωριό στην Κοζάνη υπάρχει και η μέρα όπου τα στοιχειά έφυγαν. Όλοι οι κάτοικοι τότε έφτιαξαν φαγητό και γλυκά και αποχαιρέτησαν τα Στοιχειά που θα εγκατέλειπαν για πάντα εκείνο τον τόπο, όπως θα έκαναν με ένα φίλο ή συγγενή που έζησαν μια ζωή μαζί έχοντας καλές και κακές στιγμές. Εκείνη η ημέρα όπου τα Στοιχειά έπαψαν να συγκατοικούν με τους ανθρώπους, συμβολίζει και την αλλαγή του τρόπου σκέψης του ανθρώπου, όπου την θέση του υπερβατικού την παίρνει αποκλειστικά ο χριστιανικός Θεός και οι Άγιοι.

Ένας στοιχειοδιώχτης Άγιος που σε πολλές περιοχές πολέμησε εναντίων τους είναι ο Αγιώργης. Ο Αγιώργης είχε ξαμοληθεί σε βουνά, λαγκάδια και ραχούλες και κατατρόπωνε το ''στοιχειωμένο'' παρελθόν του τόπου. Επιβάλλοντας έτσι την ''νέα τάξη πραγμάτων'' όπου τα Στοιχειά δεν είχαν θέση.
Τέτοιο συμβολισμό έχει και το παρακάτω κατόρθωμα του Αγιώργη:
Θυμάμαι πόσο με εξίταρε μια ιστορία με το Στοιχειό και τον Αγιώργη που μου την διηγιόταν  η γιαγιά μου. Στον Ταΰγετο μεταξύ του χωριού Γιάνιτσα και του μοναστηριού της Δήμιοβας, υπάρχει μια περιοχή μέσα σ'ένα ρέμα όπου ονομάζεται ''του Στοιχειού η τρούπα''. Λίγο πιο μακριά από εκεί υπάρχει μια εκκλησία του Αγιώργη όπου ανήμερα της γιορτής του αγίου γίνονταν πανηγύρι.Το πανηγύρι όμως ρήμαξε και κανείς δεν πήγαινε σε αυτό ανήμερα της γιορτής του. Η αιτία ήταν το στοιχειό που έμενε στο παρακάτω λαγκάδι στου Στοιχειού την τρούπα. Το Στοιχειό έτρωγε τον πρώτο που θα πήγαινε και τον τελευταίο που γύριζε. Έτσι το πανηγύρι σταμάτησε. Μόλις ο Αγιώργης αντιλήφθηκε το γεγονός, έτρεξε με το άλογο του και αναμετρήθηκε με το Στοιχειό. Η μάχη ήταν μεγάλη, αλλά στο τέλος ο Αγιώργης καταδίωξε το Στοιχειό βάζοντας το στην τρύπα του. Εκεί το άλογο του Αγιώργη σφράγισε την τρύπα με ένα βράχο δίνοντάς του μια δυνατή κλωτσιά. Τέτοια ήταν η δύναμη του αλόγου που στον βράχο έμειναν τα χνάρια από τα πέταλα που φορούσε. Έτσι το Στοιχειό έμεινε κλεισμένο στην σκοτεινή του τρύπα και ο Αγιώργης συνέχισε να απολαμβάνει την γιορτή του.
Θυμάμαι τον καιρό που ήμουν παιδί και κοιτούσα με περιέργεια το σημείο όπου το Στοιχειό σφραγίστηκε από το άλογο του Αγιώργη, να ψάχνω γύρω γύρω να δω κάποια παράξενη κίνηση ή κάποιον μυστήριο ήχο πίσω από εκείνο τον βράχο με τα χαραγμένα πέταλα....
Τόση ήταν ή τρομαγμένη θλίψη μου για το δύστυχο Στοιχειό που φυλακίστηκε στην τρούπα της λογικής, που ακόμα δεν έχει κοπάσει. 



Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Η ανηφόρα της Μορφίας

Ο Αγιοσίδερης είναι μια λαϊκή γειτονιά της Καλαμάτας. Μηχανάκια, γήπεδο, καφενεία, αλητεία και καγκουριλίκια. Έρωτες, όμορφα έφηβα κορίτσια και αγόρια που αγαπάνε την υπερβολή και γυρίζουν γύρω γύρω την γειτονιά με μηχανάκια, με τα πόδια και με ποδήλατα, κάνοντας συνέχεια κάτι, αναζητώντας συνέχεια κάτι.

Λαϊκοί άνθρωποι με καθημερινές μικρές ρουτίνες. Ασπρισμένοι δρόμοι και αυλές, σπίτια χωρίς σχέδιο, με γλάστρες και σοκάκια που φτιάχτηκαν μόνο για περπάτημα και σήμερα έχουν μετατραπεί με το ζόρι σε δρόμους διπλής κατεύθυνσης.

Μέσα σ'αυτό το κολάζ που απαρτίζει την συγκεκριμένη γειτονιά λείπει εδώ και αρκετά χρόνια ένα πολύ σημαντικό κομμάτι: αυτό των μπουρδέλων. Τα "κορίτσια" και τα "σπίτια" ήταν σήμα κατατεθέν της γειτονιάς σχεδόν από την δημιουργία της. Τα κορίτσια λοιπόν της γειτονιάς ήταν κάποτε αρκετά, ψώνιζαν από τα μπακάλικα, έλεγαν καλημέρα και καλησπέρα αλλά δεν δίσταζαν να βρίσουν όσους τις πείραζαν με κακεντρέχεια.

Αυτό το αρθράκι δεν θα σας μιλήσει για όλα τα "κορίτσια" και όλα τα "σπίτια" του Αγιοσίδερη, παρά για ένα μόνο, την Μορφία και το σπίτι της.
Η πλειονότητα των ανδρών ηλικίας 50-65 είχαν για πρώτη φορά οδηγηθεί στον έρωτα μέσα από τα ανοιγμένα πόδια της Μορφίας. Έτσι ένα μεγάλο ποσοστό των ανδρών της γειτονιάς έχουν ένα κοινό, είναι κατά κάποιο τρόπο παιδιά της Μορφίας. Μυημένα στον έρωτα από την Μορφία.
Την δεκαετία του '60 η Μορφία έμενε σ' ένα σπιτάκι στο τέλος ενός ανηφορικού χωματόδρομου γεμάτου νεροφαγιές. Στο σπιτάκι αυτό στέγαζε και την επιχείρησή της, εκεί υποδεχόταν του πελάτες. Φαντάροι, καλαματιανοί και περαστικοί είχαν περάσει το κατώφλι του σπιτιού της που οδηγούσε στο σώμα της Μορφίας και στην ηδονή.

Το σπίτι της βρισκόταν στο μέσο της διαδρομής του πεδίου βολής και του στρατοπέδου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι φαντάροι περνούσαν συντεταγμένα έξω από το σπίτι της για να πάνε στο πεδίο βολής και φώναζαν ρυθμικά "Μορφία- Μορφία τα μπου-τια σου" (παραλλάσσοντας το γνωστό στιχάκι που φώναζαν οι φαντάροι όταν έκαναν βήμα,  που το έχει αποτυπώσει και ο Τζίμης Πανούσης, "Μαρία Μαρία τα μπού-τια σου"), με την Μορφία πολλές φορές να βγαίνει και να τους χαιρετάει χαμογελώντας.

Η Μορφία απέκτησε φήμη στην Καλαμάτα αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που πρόσφερε ηδονή ακόμα και χωρίς χρήματα ή με πολύ μικρό αντίτιμο όταν κάποιος δεν είχε αρκετά χρήματα.
Η Μορφία αγαπούσε τα φανταχτερά ρούχα, το έντονο βάψιμο, τα χρυσά βραχιόλια, τα μακριά χρυσά σκουλαρίκια, τα δαχτυλίδια και τις αλυσίδες τις χρυσές.

Αυτή ήταν η Μορφία, μια φανταχτερή πουτάνα της γειτονιάς που της άρεσε πολλές φορές να επιδεικνύεται που της άρεσε να περνάει όμορφα. Πολλοί νέοι της εποχής την είχαν φαντασιωθεί, είχαν αποτυπώσει στο μυαλό τους μια παγωμένη εικόνα απ' το σώμα της και με αυτή πορεύονταν στα υγρά μονοπάτια τους..

Όμως αυτή πρόσεχε τις ισορροπίες, δεν μπορούσαν όλοι να δουν και να νιώσουν το γυμνό σώμα της, δεν μπορούσαν όλοι να ηδονιστούν με τις ερωτικές κραυγές της. Τα νεαρά αγόρια και οι παντρεμένοι της γειτονιάς ήταν οι αποκλεισμένοι του έρωτα της. Με αυτό τον τρόπο κρατούσε τις ισορροπίες της γειτονιάς και γλίτωνε τις παρεξηγήσεις.
Κάποτε ένας πιτσιρικάς την είχε ρωτήσει πόσο πάει και εκείνη τον έδιωξε λέγοντάς του ότι δεν θέλει ντράβαλα με τον πατέρα του.

Τα χρόνια πέρασαν και η Μορφία μεγάλωσε αλλά συνέχιζε να δουλεύει. Ένα μούτρο της γειτονιάς άνοιξε νέα μπουρδέλα στην γειτονιά με φρέσκα κορίτσια· η δουλειά της Μορφίας όλο και έπεφτε αναγκάζοντας την να κατεβάσει τις τιμές στο μισό από εκείνες των νέων μπουρδέλων, παρ' αυτά η Μορφία σε πολλούς συνέχιζε τις ειδικές τιμές, συνέχιζε ακόμα και το τζάμπα.

Το τέλος

Μέχρι που μια βραδιά το '81 η Μορφία πήγε στα μπουζούκια με δύο άντρες της γειτονιάς. Αφού διασκέδασαν και τα ήπιαν, γύρισαν νωρίς το πρωί. Η Μορφία μπήκε με τους δύο άντρες σπίτι της και δεν ξαναβγήκε ποτέ.

 Οι δύο άντρες την δολοφόνησαν αρπάζοντάς της τα χρυσαφικά και όλα της τα χρήματα. Το συγκεκριμένο έγκλημα συγκλόνισε την πόλη και όλη η γειτονιά θρήνησε την Μορφία.
Στην κηδεία της, στο νεκροταφείο που βρίσκεται κοντά στην γειτονιά, παρευρέθηκε πλήθος κόσμου. Το νεκροταφείο γέμισε κόσμο, ντόπιους, γείτονες και φίλους της Μορφίας από όλη την Ελλάδα.
Ένα γεγονός που έκανε εντύπωση στους καλαματιανούς ήταν ότι το νεκροταφείο το είχαν κατακλύσει πουτάνες, πούστηδες και τραβέλια που είχαν έρθει απ' την Αθήνα ώστε να παραβρεθούν στην κηδεία της Μορφίας. " Όλες οι πουτάνες τα τραβέλια και το πουσταριό της Αθήνας ήταν στην κηδεία της" έλεγαν.
Ο καφετζής του παραπάνω καφενείου δεν σταματούσε να φτιάχνει καφέδες σ' όλους αυτούς τους νέους πελάτες του. Οι δίσκοι πήγαιναν και έρχονταν μέχρι που ένας πούστης γλιστράει και ρίχνει τους καφέδες του δίσκου και από την ντροπή ή και από έλλειψη χρημάτων δεν ζήτησε άλλους παρά άρχισε να γεμίζει ένα ένα τα φλιτζάνια με όσο χυμένο καφέ είχε μείνει στον δίσκο.  Πολλές οι ιστορίες εκείνης της μέρας, όσοι είχαν βρεθεί έχουν από μια. Τόσο αγαπητή ήταν η Μορφία. Σ' όλους.
Τόσο αγαπητή όπου η Καλαμάτα έχει δώσει άτυπα το όνομα της στο δρόμο που έμενε, στο δρόμο που είχε το μπουρδέλο της. Όλοι ξέρουν αυτό τον δρόμο με το όνομά της και όχι από αυτόν που γράφει η επίσημη ταμπέλα. Από που να σε πάω, ρωτάει ο ταξιτζής. Από την ανηφόρα της Μορφίας, από που αλλού;

Με αγάπη

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Μια διαφορετική δική μου Πολυδούρη

1η Απριλίου 1902 γεννήθηκε και πέθανε 29 Απριλίου 1930.

Όχι δεν θα διαβάσετε για την ζωή της, ούτε για το έργο της Πολυδούρη στην συγκεκριμένη ανάρτηση. Μάλλον πράγματα που σχετίζονται με εμένα και για το πως βλέπω εγώ κάποια πράγματα θα διαβάσετε. Αυτή η κάπως βιωματική προσέγγιση με ότι καταπιάνομαι, είναι το καύσιμο. Έτσι λοιπόν θα σας γνωρίσω την Πολυδούρη των εφηβικών μου χρόνων, τον τρόπο που εντυπώθηκε σε εμένα αυτή η ποιήτρια και την σύνδεσή της με μέρη και χρόνους μια πόλης που συνεχώς αλλάζει, αφήνοντάς με στην αμηχανία.

Το όνομα, Μαρία Πολυδούρη, το άκουγα από πολύ μικρός στην Καλαμάτα, ο λόγος ήταν ότι η ποιήτρια γεννήθηκε και πέρασε κάποια χρόνια της σ'αυτή την πόλη και γενικότερα στη Μεσσηνία. Σε μια σχετικά απόμερη γωνιά του πάρκου των Σιδηροδρόμων, που ήταν ιδανικό καταφύγιο για κάθε ερωτευμένο ζευγάρι, υπήρχε η προτομή της Μαρίας Πολυδούρη. Σήμερα η προτομή έχει μεταφερθεί στη κεντρική πλατεία της πόλης, αλλά αν θέλετε την γνώμη μου, δεν ταιριάζει καθόλου να στέκεται η προτομή της ποιήτριας σ' αυτό το πολύβουο και αποστειρωμένο περιβάλλον της πλατείας. Η παλιά θέση της προτομής, στο απόμερο σημείο όπου πολύ αναζητούσαν την ερωτική ηδονή ή ήθελαν να μην δίνουν στόχο καθώς ο έρωτας μπορεί να ήταν απαγορευμένος, ήταν ιδανική για μια ποιήτρια όπως η Μαρία Πολυδούρη. Το ραντεβού πολλές φορές που κλείνονταν απ'το σταθερό τηλέφωνο ήταν στην "Πολυδούρη" την τάδε ώρα. Το σημείο μπορεί να ήταν "η Πολυδούρη" που ήταν ένα και σταθερό, αλλά η εξέλιξη του ραντεβού ποτέ δεν ήταν σίγουρη. Η "χυλόπιτα" με το "φάσωμα" ήταν τόσο κοντά που μόνο το πνεύμα της Πολυδούρη ήξερε που θα καταλήξει το ραντεβού.




Πολλές φορές φανταζόμουν ότι ακόμα και η ίδια η ποιήτρια, θα επέλεγε να χωθεί σ'αυτό το άνοιγμα του πάρκου, ώστε να ερωτοτροπήσει με κάποιον εραστή της, να ανάψει τσιγάρο και να νιώσει ηδονή και μετά να ξεχυθεί στην βουή της πόλης, παρατηρώντας την κίνηση του κόσμου. Θυμάμαι επίσης ότι η προτομή, κατά καιρούς "βανδαλιζόταν" από περαστικούς στο πάρκο και αποκτούσε βαμμένα χείλια, μάγουλα και μαλλιά. Θα μου πείτε αυτό είναι ασέβεια. Θα συμφωνήσω. Αλλά θα αφήσω ένα ελάχιστο χώρο μέσα μου, όπου εκεί θα έβρισκα ακόμα και σ'αυτή την βάνδαλη πράξη, ένα ελάχιστο νόημα και σύνδεση με την ίδια αντισυμβατική φύση της ποιήτριας για την εποχή της, όπου ερωτοτροπούσε με το "διαφορετικό", τους "κανόνες" και τους "τρελούς" της εποχής της:





Ο ΤΡΕΛΛΟΣ

Ἕνας τρελλὸς καθότανε στὴν εἴσοδο

τὴ νύχτα ἀπόψε καὶ μιλοῦσε,

μιλοῦσε βιαστικὰ κι᾿ ὅταν ἀπόσταινε

κάποτε, σκεφτικὰ χαμογελοῦσε.


Μιλοῦσε γιὰ τὴ γνώση, τὴν ὀνόμαζε

τὴν πρώτη ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων.

«Μὰ θὰ μιλήσω ἀπόψε κι᾿ ἂς μὲ δέσουνε,

ξέρω τὰ μυστικὰ τῶν ἅγιων τόπων!


»Ξέρω ὅλο μυστικὰ καὶ γύρω μου ἄφοβα

θὰ τὰ βροντοφωνήσω πάλι.

Α, ἤμουν τρελλὸς τόσον καιρὸ ποὺ σώπαινα

κι᾿ αὐτὰ μοὔχουν βαρύνει τὸ κεφάλι.


»Φίλε μου νἆσαι ἁπλῶς πολυλογάς

χωρὶς οὐσία, θἆσαι βάρος.

Φρόντιζε νἆσαι ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος

καὶ μόνος σου νὰ παίρνῃς θάρρος.


»Νἄχῃς καρδιὰ κι᾿ ὅλο νὰ εὐφραίνεται

μ᾿ αἴσθημα καὶ φιλοτιμία,

εἶνε... νὰ καρτερᾶς τὸ θάνατο

καὶ νἄρθη μία λιποθυμία!!!


»Εἶδες ὁ φουκαρὰς ὁ τζίτζικας

ψόφησε ἐχτὲς ἀπὸ εἰλικρίνεια.

Τὰ λέγε ἀληθινὰ κ᾿ ἐπίμονα

καὶ μεῖς τὰ παίρναμε γιὰ γκρίνια.


»Στὸ τέλος ἔσκασε ἀπὸ εὐγένεια

κ᾿ ἐπίσημα κυλίστηκε στὸ χῶμα...

Α φαῦλοι, δὲ θὰ μοῦ τὸ κλείσετε

ποτὲ τ᾿ ἀχρεῖο μου τὸ στόμα!»


Καὶ τἄλεγε τόσο ἤρεμα

τόσο γλυκὰ ἡ ματιά του ἐφωτοβόλει,

γελοῦσε ξαφνικὰ κ᾿ ἔτσι χαρούμενα

σὰ νἄταν ἡ καρδιά του περιβόλι!

Επίσης ήξερα από μικρός ότι η Μαρία Πολυδούρη, όταν δούλευε στην νομαρχία της Καλαμάτας, ζούσε σ'ενα σπίτι που ήταν δίπλα στον ποταμό Νέδοντα. Αυτό δεν μπόρεσα ακόμα και σήμερα να το επιβεβαιώσω κάπου και παρέμεινε μέσα μου, ως δεδομένο και θέσφατο χωρίς "βιβλιογραφική αναφορά". Αν κάποιος από τους αναγνώστες γνωρίζει κάτι ας δώσει παραπάνω πληροφορίες.

Το μεσαίο κτήριο ήταν το ξενοδοχείο "Διεθνές"
Το κτήριο αυτό βρισκόταν στην συμβολή των οδών Αρτέμιδος,Μεσσήνης και Είρας. Ήταν ένα τριώροφο νεοκλασικό με υπόγειο και χρησιμοποιήθηκε σαν ξενοδοχείο με το όνομα "Διεθνές"και ενοικίαζε δωμάτια με τον μήνα. Ακριβώς μπροστά του ξεκινούσε η γέφυρα της 23ης Μαρτίου, μια από τις γέφυρες που περνούσαν πάνω απ΄το Νέδοντα και ένωναν την δυτική με την ανατολική πόλη. Αυτή η γέφυρα ξεκίνησε ως τροχήλατη αλλά κάπου στα μέσα του 20ου αιώνα φτιάχτηκαν σκαλιά απ'την μεριά του κτηρίου Πάνθεον και έτσι η γέφυρα ήταν μόνο για πεζούς. Το κτήριο αυτό λοιπόν, κατεδαφίστηκε απ'τον δήμο πριν λίγα χρόνια και στην θέση του έχει μείνει ένας κενός χώρος, όπου συχνά είναι παρκαρισμένα αυτοκίνητα και μηχανάκια.

Διακρίνονται αριστερά και δεξιά τα δύο σωζόμενα κτήρια, αλλά
το κτήριο ''Διεθνές" δεν υπάρχει, παρά μόνο τα ίχνη του στην νεόδμητη
πολυκατοικία.




Στην πόλη λοιπόν που γεννήθηκε και έζησε για κάποια χρόνια η ποιήτρια, ο χώρος που διέμενε είναι ισοπεδωμένος. Ο Δήμος τα τελευταία χρόνια κάθε χρόνο διοργανώνει τα λεγόμενα "Πολυδούρεια" αλλά ο χώρος που διέμενε η ποιήτρια είναι κενός, μαζί με ένα μεγάλο κομμάτι ιστορίας της πόλης που όλο αλλάζει και όλο πετάει πράγματα που τα θεωρεί παλιά και ξεθωριασμένα. Σβήνοντας λίγο λίγο τις μνήμες, αλλάζοντας τα σημαντικά και χάνοντας έτσι κομμάτια που την διαμόρφωσαν. Μα ο πόθος της ζωής δεν χάνεται, είναι ανήμερος, όπως και όλοι οι πλούσιοι τόποι μέσα μας, όχι παλαιοί ή καινούργιοι μα πλούσιοι:




Ο ΠΟΘΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Εἶνε ὁ πόθος μου τέτιος, ἀγέρα
σὰν τὸν ἄγριο θυμό σου
ποὺ στὶς πλούσιες κοιλάδες σφυρίζει.

Εἶνε ἀνήμερος, ἄγρια φοβέρα,
πλούσιοι οἱ τόποι βαθιά μου
καὶ σὰ χάρος σκληρὸς τοὺς θερίζει.

Κάθε ἐλπίδα, κάθε ὄνειρο νέο
τὸ χαϊδεύει σὰν αὔρα
ζωοδότρα στὰ ἐαρινὰ φύτρα.

Κι᾿ ἂν αὐξάνη καὶ γίνεται ὡραῖο,
εἶνε ἡ γόνιμη ὁρμή του
ποὺ θὰ γίνῃ ἡ σκληρὴ καταλύτρα.





Κυριακή 22 Μαρτίου 2020

ΜΕΤΑΞΙ, ΡΑΣΟ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ταυτόχρονα με τις «μεγάλες» ιστορίες και τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, υπάρχουν και οι «μικρές» ιστορίες οι οποίες διαδραματίζονται υπό την ομπρέλα των «μεγάλων» ιστορικών γεγονότων. Άλλοτε προσυπογράφουν και άλλοτε διαψεύδουν τις «μεγάλες» ιστορίες. Συνήθως οι «μεγάλες» ιστορίες είναι ευάλωτες στην παραποίηση και την μεθόδευση και επιλέγονται ως «μεγάλες» ανάλογα με τον πολιτικό σκοπό που πρόκειται να υπηρετήσουν. Οι «μικρές», από την άλλη, συνήθως παραμένουν αλώβητες από κάθε είδους πολιτική εκμετάλλευση και πάντα μέσα τους εμπεριέχουν συμπυκνωμένη, ολόκληρη και αναλλοίωτη την αλήθεια ενός οποιουδήποτε «μεγάλου» ιστορικού γεγονότος.

Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο θα παρουσιαστεί η «μικρή» ιστορία ενός ιερομόναχου του Γεράσιμου Παπαδίπουλου, που έζησε στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης του 1821 και υπήρξε ένθερμος ενάντιός της. Υπήρξε αντιπρόσωπος της πόλης της Καλαμάτας στη Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος, γεγονός που φανερώνει την επιρροή που είχε στην πόλη. Η συμμετοχή ενός τέτοιου ανθρώπου στην Β΄ Εθνοσυνέλευση φανερώνει και το κλίμα που επικρατούσε σε αυτήν, που κατέληξε στον εμφύλιο. Η στάση του και ο λόγος του, όπου ο ίδιος έχει αποτυπώσει σε βιβλίο του, φανερώνουν την αρνητικότητά του απέναντι στην επανάσταση. Η στάση του αντικατοπτρίζει την αρνητικότητα της εκκλησίας, του κλήρου σε μεγάλο βαθμό, καθώς και όσων είχαν βολευτεί οικονομικά και συναλλάσσονταν μια χαρά με τις οθωμανικές αρχές. Ο συγκεκριμένος ιερομόναχος εκφράζει και τα δύο παραπάνω χαρακτηριστικά, καθώς εκτός από ιερομόναχος ήταν και επιχειρηματίας, αφού κατείχε κτήματα, ένα γυναικείο μοναστήρι, ακίνητα και 27 εργαστήρια επεξεργασίας μεταξιού. Μάλιστα η φήμη που απέκτησε η Καλαμάτα για τα μεταξωτά υφαντά της, εξ ού και το δημοτικό τραγούδι «Μαντήλι Καλαματιανό», ήταν λόγω της έντονης επιχειρηματικής δραστηριότητας του συγκεκριμένου ιερομόναχου, που εκτίναξε την παραγωγή μεταξιού, κάνοντας την Καλαμάτα γνωστή για τα μεταξωτά μαντήλια της.

Η ανάπτυξη της μεταξουργίας. Από την οικοτεχνία στην βιοτεχνία.

Έτσι, λοιπόν, ο ιερομόναχος Γεράσιμος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1763 στην Ζατούνα Αρκαδίας. Ήταν παιδί πλούσιας οικογένειας εμπόρων που είχαν τις δραστηριότητες τους στην Καλαμάτα, αλλά και υποκατάστημα στην Κριμαία, όπου το διεύθυνε ο ετεροθαλής αδελφός του. Φοίτησε στην φημισμένη ιερατική σχολή της Δημητσάνας· από την ίδια σχολή είχαν αποφοιτήσει ο Γρηγόριος ο Ε’, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Παπαφλέσσας[1]. Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι το 1821 η βιβλιοθήκη της σχολής διέθετε περίπου 5.000 τόμους και ήταν η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του ελλαδικού χώρου της εποχής. Η βιβλιοθήκη όμως, ήταν ιδρυμένη στο χωριό όπου παρασκευαζόταν όλη η μπαρούτη της επανάστασης. Αποτέλεσμα ήταν χιλιάδες βιβλία να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή φυσιγγίων. Έτσι, λοιπόν, το κάθε φυσίγγι στον Μωριά και την Ρούμελη που κρατούσε στα χέρια του κάποιος αγωνιστής, ήταν απόκομμα από κάποιο βιβλίο της βιβλιοθήκης της Δημητσάνας. Μετά την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς η βιβλιοθήκη συρρικνώθηκε στους 600 τόμους βιβλίων.

Με την οικονομική άνεση που διέθετε ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος έχτισε στην Καλαμάτα μια εκκλησία και ένα γυναικείο μοναστήρι το 1796 σε ηλικία 33 χρονών. Πίσω, όμως, από την φαινομενική ιδέα του μοναστηριού ο ιερομόναχος είχε άλλες βλέψεις, επιχειρηματικές. Ο ιερομόναχος, γνωρίζοντας από την Δημητσάνα την τεχνική της σηροτροφίας (καλλιέργεια μεταξοσκώληκα)[2] μέσω του μοναστηριού, ξεκίνησε να δημιουργεί την πρώτη βιοτεχνία μεταξιού. Οι πρώτες δύο μοναχές που ξεκινούν την λειτουργία του μοναστηριού είναι Μεσσήνιες από κάποιο μοναστήρι της Νάξου. Οι «εισαγόμενες» μοναχές που προσκάλεσε ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος δεν ήταν τυχαία επιλογή, γιατί κατείχαν γνώση και εμπειρία στην κατεργασία του μεταξιού. Εν συνεχεία καταφθάνουν και άλλες τέσσερις μοναχές από το μοναστήρι της Νάξου, καθώς και πολλά ορφανά κορίτσια, όπου μαθαίνουν την τεχνική της επεξεργασίας του κουκουλιού του μεταξοσκώληκα, όπως και τρόπους ύφανσης των πολύτιμων μεταξωτών υφασμάτων.

Ο ιερομόναχος επέκτεινε τις δραστηριότητες του δημιουργώντας 27 εργαστήρια επεξεργασίας μεταξιού στην Καλαμάτα. Στα εργαστήρια δούλευαν κυρίως μοναχές και ορφανά κορίτσια. Όλο αυτό το δωρεάν εργατικό δυναμικό ήταν το αναγκαίο συστατικό ώστε οι δουλειές του μοναχού να πηγαίνουν πολύ καλά. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της Καλαμάτας μεγάλωναν μεταξοσκώληκες και τους πωλούσαν στον μοναχό για επεξεργασία. Με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του μοναχού η παραδοσιακή σηροτροφία και η επεξεργασία του μεταξιού που υπήρχε για αιώνες στην περιοχή αλλά ήταν στα πλαίσια της οικοτεχνείας, μεταβαίνει σε μια πιο βιομηχανική φάση για τα δεδομένα της εποχής. Έτσι, τον Γεράσιμο Παπαδόπουλο μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ως έναν θρησκευτικό καπιταλιστή.

Η ανάπτυξη στον τομέα της σηροτροφίας και επεξεργασίας του μεταξιού στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν μεγάλη. Ο άγγλος περιηγητής William Gell, που επισκέφτηκε την Καλαμάτα το 1805, αναφέρει ότι σε κάθε σπίτι που συνάντησε υπήρχε και ένα επί πλέον δωμάτιο για τους μεταξοσκώληκες. Μας αναφέρει ότι το μετάξι ήταν το κύριο εξαγωγικό προϊόν της εποχής. Πολλοί ακόμα ξένοι περιηγητές περιγράφουν την αλματώδη ανάπτυξη της σηροτροφίας και της επεξεργασίας του μεταξιού. Ο Βρετανός αξιωματικός και ιστοριοδίφης William Martin Leake αναφέρει ότι 1.500 οκάδες ακατέργαστου μεταξιού καταναλώνονται τον χρόνο για μαντήλια και κουνουπιέρες που μετά την επεξεργασία η τιμή αυξάνεται 60 φορές. Ο Εσθονός Otto Magnus Von Stackeiberg, που επισκέφτηκε την πόλη το 1811, περιγράφει: «Τα νήματα του μεταξιού, τα ξερά σύκα και τα λεπτά υφάσματα με χρυσοκλωστές, με τα οποία οι κάτοικοι διεξάγουν ένα μεγάλο εμπόριο, τους παρέχουν ασφαλώς ευπορία». Ευπορία για ποιους άραγε;

Τέλος, πληροφορίες για την σηροτροφία, αλλά και ειδικότερα για την μονή του Γεράσιμου Παπαδόπουλου, μας δίνει ο πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας στην Ελλάδα από το 1849 έως 1862 Sir Thomas Wyse. Ο Wyse ήταν επιφορτισμένος από την Βρετανία να καταγράψει τις φυσικές πηγές πλούτου του ελλαδικού χώρου, ώστε να τις εκμεταλλευτούν στην συνέχεια. Το 1858, λοιπόν, περνάει από την Καλαμάτα και αναφέρει σχετικά με το μοναστήρι: «Πολύ λίγες από τις μοναστικές κοινότητες αυξάνονται στην Ελλάδα όπως αυτή η Μονή. […] Η κατασκευή και η σχολή για το μετάξι που ίδρυσε η μονή είναι προς την σωστή κατεύθυνση […] αυτό που γίνεται από την μονή Καλογραιών μπορεί να εξελιχθεί σε μια πρακτική βοηθητική κατάσταση για την γενική εκπαίδευση των θηλέων, θα αποδεικνυόταν, έπειτα από μια τέτοια εκπαίδευση, επικερδής τόσο για την Καλαμάτα όσο και για παρόμοιες κοινωνίες».[3]

Ο ρόλος του μοναχού στην επανάσταση του 1821

Όσο πλησίαζε ο καιρός για το ξέσπασμα της επανάστασης τόσο ο ιερομόναχος δεν κοιμόταν ήσυχα τα βράδια. Ο φόβος του ιερομόναχου ήταν πως μια επανάσταση θα μπορούσε να ανατρέψει ή να βάλει σε άλλη βάση όλες του τις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Μέσα από το βιβλίο του, που έγραψε το 1836, δεκαπέντε χρόνια μετά την έναρξη της επανάστασης, μας περιγράφει τις αγωνιώδεις του προσπάθειες ματαίωσης της. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1897 υπό τον τίτλο «Πνευματική Τράπεζα».

Το βιβλίο μπορεί να χωριστεί σε τρία μέρη: Στο πρώτο μέρος ο ιερομόναχος αναπτύσσει την αρνητική ρητορική του για την επανάσταση. Ο ιερομόναχος προσπαθεί να αποδείξει (;) ότι η επανάσταση είναι έργο του διαβόλου και ότι ο Θεός θέλει τον άνθρωπο υποταγμένο στους εξουσιαστές. Εκεί χαρακτηρίζει την επανάσταση και τους επαναστάτες όργανα του διαβόλου: «[…] ότι γίνονται εκ συνέργειας του Διαβόλου και ουχί του Θεού αυτή η ελληνική επανάστασις·». Και συνεχίζει: « […] εκ του Διαβόλου εκινήθησαν και εκινούντο είς τοιαύτην φρικτήν και αφρονεστάτην μεγάλην επανάστασιν[…]». Διακηρύσσει την πίστη στην εξουσία, ντόπια ή ξένη. Οι εξουσίες για τον ιερομόναχο προστατεύουν τους αγαθούς και αποτρέπουν τους κακούς. «[…] ο Θεός θέλει και μας προστάζει να έχωμεν πάσαν υποταγήν εις τας εξουσίας, ως υπ’ αυτού τεταγμένας […]». Μάλιστα, ο Θεός δεν προστάζει υποταγή μόνο στους ντόπιους εξουσιαστές αλλά και σε ξένους· διεθνιστική υποταγή: «[…] ο Θεός θέλει να υποτασσώμεθα και είς τους αλλοπίστους βασιλείς και εξουσιαστάς και να τους αγαπώμεν, ώστε και να προσευχώμεθα υπέρ αυτών».

Στο δεύτερο μέρος, ο ιερομόναχος αφηγείται τις κινήσεις του ώστε να ματαιωθεί η επανάσταση. Αναφέρεται στις επαφές που είχε με τον Πέτρο Μαυρομιχάλη, με τους πρόκριτους της Καλαμάτας λίγες μέρες πριν την κατάληψη της πόλης καθώς και με τους αποκλεισμένους τούρκους, παραμονές της άλωσης της Τρίπολης. Η ιδιαίτερη περίπτωση του Γεράσιμου Παπαδόπουλου φανερώνει την γενική συστολή έως και την αρνητική στάση που είχαν αρκετοί προύχοντες στην επανάσταση. Πολλοί ήταν αυτοί, που όπως ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος, τα είχαν βρει με την οθωμανική κυριαρ­χία και έκαναν τις δουλειές τους δίχως κανένα πρόβλημα. Είναι όλοι αυτοί που οι ξένοι περιηγητές αναφέρουν ότι είναι εύποροι λόγω του εμπορίου, αλλά η πόλη αποτελείται κυρίως από καλύβες! Ο,τιδήποτε μπορούσε να αλλάξει τους συσχετισμούς και τα δεδομένα, όπως μια επανάσταση, σίγουρα τρόμαζε. «[…] όπερ μαθόντες οι πρόκριτοι της Καλαμάτας, ήλθαν είς την κατοικίαν μου, γιγνώσκοντες πάντες την μεγαλωτάτην αγανάκτησιν, όπου είχα διά αυτήν την επανάστασιν, και με παρακάλεσαν, να υπάγω είς την Μάνην προς τον Μαυρομιχάλην, να τον εμποδίσω από την επανάστασιν·[…]». Οι συναντήσεις που είχε με τον Μαυρομιχάλη δεν απέδωσαν τα αποτελέσματα που θα ήθελε ο ιερομόναχος. Μάλιστα ισχυρίζεται, ότι ο Μαυρομιχάλης εξαπατήθηκε από κάποιους που του ανέφεραν ότι ο πασάς ετοιμάζει άλλον αρχηγό για την Μάνη, αφού πρώτα εξοντώσει τον ίδιο. Με αυτό τον τρόπο ο Μαυρομιχάλης, σύμφωνα με τον ιερομόναχο, πείστηκε να συμμετέχει στην επανάσταση. Μετά από αυτό, μια μέρα μετά την κατάληψη της Καλαμάτας, ο ιερομόναχος εγκαταλείπει την πόλη μαζί με τις καλόγριες του μοναστηριού, τις αδελφές του με τους άνδρες και τα παιδιά τους και κατευθύνεται προς την Μάνη με σκοπό αργότερα να περάσει στα Επτάνησα. «[…] μη υποφέρων δε εγώ να βλέπω την επανάστασιν ενεργουμένην έφυγον την άλλην ημέραν[…]».

Λίγες μέρες πριν την άλωση της Τρίπολης, ο ιερομόναχος ισχυρίζεται ότι έλαβε γράμμα από τον Μαυρομιχάλη και κάποιους καλαματιανούς που δεν ήθελαν την επανάσταση, να πάει να συνδιαλλαγεί με τους πολιορκημένους τούρκους ώστε να πετύχει ειρήνη[4]. «Ο δε Μαυρομιχάλης βλέπων την τοσαύτην ανορεξίαν εις τους πολέμους, και τοσαύτην αρπαγήν τον μανιατών μετονόησεν, ότι με παρήκουσε, και εσυμφώνησε με τους καλαματιανούς, ως μη θέλοντας την επανάστασιν, και μοι έγραψαν με ταχυδρόμον […] να με στείλουν εις την Τροπολιτζάν, ίνα ποιήσω ειρήνην με τους τούρκους […]».

Ο Παπαδόπουλος ισχυρίζεται ότι ο λόγος που δέχθηκε αυτό το γράμμα ήταν γιατί ο Μαυρομιχάλης πληροφορήθηκε ότι οι μανιάτες δεν πολεμούσαν τους τούρκους αλλά ουσιαστικά πλιατσικολογούσαν τα χωριά. Περνούσαν από τα χωριά φωνάζοντας ότι τους κυνηγούν τούρκοι· οι χωριάτες εγκατέλειπαν τρομαγμένοι τις εστίες τους και οι μανιάτες τις λεηλατούσαν. «[…] βλέποντες οι χωριάται τους μανιάτας φεύγοντας, και φωνάζοντας ούτω· νομίζοντες, ότι τους κυνηγούν οι τούρκοι, άρπασαν ο καθείς τα γυναικόπαιδα του, αφήσαντες τα οσπήτια των ανοικτά, και τα κτήνη των εις τους κάμπους […] οι μανιάται δεν εστέκοντο να πολεμήσουν, αλλ’ ευθύς έφευγον· επειδή δεν εξήλθον ινα πολεμώσι με τους τούρκους, διότι οι τούρκοι δεν τους έβλαπταν ποτέ· αλλ’ εξήλθον, ινα αρπάζωσι των χριστιανών τα πράγματα». Στα παραπάνω λεγόμενα του Παπαδόπουλου υπάρχει μια ιστορική αλήθεια που δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε. Ιστορικά σε περιόδους εξεγέρσεων υπάρχουν περιστατικά παρόμοια με αυτά που εξιστορούνται παραπάνω.

«Εγώ δε φοβούμενος τους ένοπλους ρωμαίους περισσότερον, δι’ ων έμελλον να περάσω, ή τους τούρκους, ρίψας όμως πάσαν την ελπίδα μου εις τον μακαρίζοντα τους ειρηνοποιούς Θεόν, υπήγα εις το περισσότερον στράτευμα των ένοπλων ρωμαίων κακείθεν εις την Τριπολιτζάν, εις ην με εδέχθησαν οι τούρκοι άπαντες μετά μεγάλης προπομπής[…]». «Έγώ γαρ επρόβαλα αυτοίς, ινά ειρηνεύσωμεν οι μωραΐται τούρκοι και ρωμαίοι ως γείτονες, παραβλέψαντες τα παρελθόντα […] να έχωμεν υποταγήν εις τον βασιλέα μας, και εις τους πεμπομένους παρ’ αυτού εξουσιαστάς πασάν[…] να πληρώνωμεν τον χαζαριέ του πασά κατά την βασιλική προσταγήν[…]». Ο ιερομόναχος ισχυρίζεται ότι διαπραγματεύτηκε την μη πληρωμή του χαρα­τσιού για τρία έτη, ώστε με αυτό τον τρόπο να ηρεμήσουν οι έλληνες. Μάλιστα, παρακίνησε αρκετούς αποκλεισμένους αγάδες να στείλουν το παραπάνω αίτημα σε γράμμα στον σουλτάνο και να προσθέσουν ότι οι έλληνες παρακινήθηκαν «από κάποιους Διαβόλους ξένους, και από την μεγάλην δυστηχίαν, ήρθαν εις αυτήν την παραφροσύνην μερικοί παράφρονες· οι δε λοιποί έστειλαν και ζητούν έλεος». Αντ’ αυτού, όμως, οι αγάδες της Τρίπολης έδωσαν ένα γράμμα στον ιερομόναχο όπου ανέφεραν, ότι μόνο όσοι πάνε να τους προσκυνήσουν θα λάβουν συγχώρεση, οι υπόλοιποι θα εξολοθρευθούν.

Η πρόσκαιρη διάλυση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του ιερομόναχου

Παρ’ όλο που ο ιερομόναχος δήλωνε πίστη σε όλους του βασιλιάδες και εξουσιαστές, στο τρίτο μέρος, περιγράφει την επανάστασή του απέναντι στον βασιλιά Όθωνα. Αιτία είναι η απόφαση της διάλυσης πολλών μοναστηριών το 1833 και οι προγραμματισμένες δημοπρασίες για τα κτήματα και τις περιουσίες των μονών. Επίσης, τα οικονομικά έσοδα των μονών θα περνούσαν από κρατικό έλεγχο.

Το βασιλικό διάταγμα προέβλεπε ότι από την 25η Φεβρουαρίου το 1834 θα καταργούνταν όλες οι γυναικείες μονές εκτός από τρεις. Οι μοναχές κάτω των 49 ετών, θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την μοναχική ζωή, και οι μονές θα έπρεπε να αριθμούν τουλάχιστον 30 μοναχές για να μπορούν να μην διαλυθούν. Το διάταγμα περαιτέρω κάνει λόγο για διοίκηση των γυναικείων μονών από διπλή εξουσία, πνευματική από τον οικείο επίσκοπο και κοσμική από τον εκάστοτε νομάρχη.

Όλα τα παραπάνω ήταν φυσικό να εξοργίσουν τον επιχειρηματία ιερομόναχο που έβλεπε την μονή-επιχείρηση να κινδυνεύει να κλείσει, τα δωρεάν εργατικά χέρια να παύουν να υφίστανται και τα κέρδη να εξανεμίζονται. Ο ιερομόναχος τότε επαναστάτησε! «Εγώ όμως μαθών ταύτα, δεν έπαυσα από του να φωνάζω προς πάντας, ότι τον βασιλέα αρχηγόν της εκκλησίας δεν τον γνωρίζω, και βασιλικήν διαταγήν εις τα εκκλησιαστικά δεν δέχομαι […]». Μάλιστα για την απόφαση του Όθωνα να κλείσει τα μοναστήρια και να περιέλθει όλη η περιουσία στα χέρια του κράτους ο ιερομόναχος οικτήρει την επανάσταση και την συνδέει με το κλείσιμο των μοναστηριών. «Και ταύτα μεν κατά της επαναστάσεως βούλομαι δεν ειπείν τινα και κατά των Λουθηροκαλβίνων των καλούντων εαυτούς Διαμαρτυρομένους».

Οι φόβοι και η διαίσθηση του ιερομόναχου, τελικά ήταν αληθείς. Το κράτος έδωσε στον ιερομόναχο 25 μέρες διορία για να φύγει από την πόλη και να επιλέξει να πάει σε όποιο μοναστήρι επιθυμεί.: «μοί έστειλαν διαταγήν ότι δεν μοι είναι συγχωρημένον να διατριβώ εις την πόλιν περισσότερων από ημερών 25[…] εγώ απεκρίθην, ότι μήτε είς ταύτην την πόλιν θέλω να μείνω, μήτε εις άλλην της Ελλάδος, μήτε εις μοναστήριον υπάγω αλλά διαβατήριον να μοί δοθή να φύγω από το κράτος της Ελλάδος· τοσαύτην αγανάκτησιν είχεν η ψυχή μου[…]».

Έτσι ο ιερομόναχος, αφού αυτές τις 25 μέρες συνέχισε να προσπαθεί να αλλάξει την νομοθεσία, ταξιδεύοντας στην Αθήνα για να μιλήσει με άλλους ιερείς, αποφάσισε να φύγει. Η μονή έκλεισε καθώς και όλα τα εργαστήρια:«[…] και μη υποφέρων να υπόκημαι εις τοιαύτας αντιθέους νομοθεσίας ανεχώρησα, καταλιπών και συγγενείς, και πατρίδα, και κτήματα πατρικά, και κτήρια ενός γυναικείου μοναστηρίου, προοικοδομηθέντος παρ’ εμού, και 27 εργαστηρίων δι’ αυτό άπερ εξουσίασεν η κυβέρνησις διώξασα τας εν αυτώ μοναζούσας, και ενοικίασεν αυτά τα παρ’ εμού οικοδομηθέντα οικείοις αναλώμασιν εικοσι επτά εργαστήρια δύο και ήμισυ χιλιάδες τάλαρα δίστυλα και κατετόλμησα τοσούτου πελάγους εν τοιούτω εσχάτω γήρατι· […]».

Ο ιερομόναχος εκτοπίσθηκε σε μοναστήρι της Μεσση­νίας αλλά συνέχισε να είναι δραστήριος και να προσπαθεί να βρει τρόπους να επαναλειτουργήσει την μονή. Μετά από τρία χρόνια, οι καλόγριες του ιερομόναχου, παρέα με αρκετούς κατοίκους, καταλαμβάνουν εκ νέου την μονή και ένα χρόνο μετά, το 1838, η αντιβασιλεία επιτρέπει την επαναλειτουργία της. Μέχρι τον θάνατό του, στις 7 Ιουλίου 1844, σε ηλικία 81 χρονών, διοικούσε την μονή. Ο τάφος του παραμένει μέχρι και σήμερα στην μονή Καλογραιών.

Η μονή συνεχίζει την δραστηριότητα της στην επεξεργασία του μεταξιού και ανταγωνίζεται μεγάλες επιχειρήσεις.[5] Ακόμα και σήμερα παράγει μεταξωτά υφάσματα σε περιορισμένο βαθμό και έχει βραβευθεί σε πολλές διεθνείς και ελληνικές εκθέσεις μεταξωτών. Με αυτό τον τρόπο η μονή πρέπει να είναι η μακροβιότερη εμπορική επιχείρηση του ελλαδικού χώρου.

Ελευθερόκοκκος

Πηγές:
Παπαδόπουλος Γεράσιμος, Πνευματική Τράπεζα, επιμέλεια Δουκάκης Κωνσταντίνος, 1897.
Χρυσομάλλης Αλέξανδρος, Ο δρόμος της αυταπάρνησης. Η ιστορία και η δράση της ιεράς μονής Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Καλογραιών, Καλαμάτα 1992.

[1]. Η εκτίμηση που έτρεφε ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος για τον Παπαφλέσσα ήταν μηδαμινή. Στα γραπτά του τον αναφέρει ως «ψευδόπαπα» και «κατοικητήριον του Διαβόλου».

[2]. Από την λέξη «ο σήρ του σηρός» που αποκαλούσαν το μετάξι στον αρχαίο ελλαδικό χώρο. Σήρες ονόμαζαν τους κινέζους οι αρχαίοι έλληνες και Σηρία την χώρα τους.

[3]. Όπως και έγινε! Οι βιοτεχνικές μονάδες μετά τον Γεράσιμο Παπαδόπουλο πολλαπλασιάστηκαν. Πολλές ξένες εταιρίες καταφθάνουν στην πόλη και επενδύουν στην υπόθεση του μετα­ξιο, μεταξύ των οποίων και ο εμπορικός οίκος Fells. Την περίοδο 1853-1859 ιδρύθηκαν πέντε μεγάλα ατμοκίνητα μεταξουργεία. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1853 η πόλη είχε παράγει 30.000 οκάδες μετάξι, όταν η συνολική παραγωγή σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο ήταν 150.000 οκάδες.

[4]. Εξ αιτίας της αντίθεσης του με την επανάσταση, αλλά και για τις συνομιλίες που είχε με τους τούρκους στην Τρίπολη, ο Δεληγιάννης στα απομνημονεύματά του τον αναφέρει ως «τουρκογεράσιμο».

[5]. Το 1940, λίγο πριν την γερμανική κατοχή αναφέρεται, μεταξύ άλλων πέντε επιχειρήσεων, στον κατάλογο των βιομηχανιών μεταξουργίας.

Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 180, Μάρτιος 2018

Αρχική Ηλεκτρονική Πηγή: anarchypress.wordpress.com