Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Αγαπημένη μου Πρωταγωνίστρια (μέρος 10)

 Αγαπημένη μου Πρωταγωνίστρια.

(κλείνοντας όμορφα και ανεβαστικά αυτή την χρονιά)

Μόλις έχεις βγει απ' το μπάνιο με μια πετσέτα τυλιγμένη στα μαλλιά. Το σώμα σου, σε κάποια σημεία κρατάει ακόμα τον καλοκαιρινό ήλιο και άλλες περιοχές του δέρματός σου, φαντάζουν ακόμα παρθένες και ανέγγιχτες απ' το φωτεινό άγγιγμά του.

Το ίδιο συμβαίνει και με την υγρασία, η οποία έχει τυλίξει όλο σου το κορμί, μα ψηλά ανάμεσα στα πόδια σου, φαίνεται πως υπερτερεί και πως είναι δυνατόν, ακόμα και μια σταγόνα να κάνει την εμφάνισή της. Φαντάζομαι τα υγρά σου χείλη ανάμεσα στα πόδια σου και νιώθω τα χείλη μου να διψούν, θέλοντας ν' αρπάξουν όλη την υγρασία τους.

Περπατάς με τα πέλματα γυμνά στο χαλί και στο μωσαϊκό. Το μαλακό χαλί αγκαλιάζει το πέλμα σου και διεισδύει ανάμεσα στα δάχτυλά σου, απορροφώντας και τα τελευταία σημεία υγρασίας από την φτέρνα μέχρι το ελάχιστο χώρισμα μεταξύ του μικρού σου δαχτύλου. Η αίσθηση του ζεστού και απαλού χαλιού, εναλλάσσεται με αυτή του κρύου και σκληρού μωσαϊκού.

Κινείσαι γυμνή μέσα στο σπίτι και κάθεσαι στο κρεβάτι. Άκουμπάς το ένα πόδι σου στο στρώμα και περιποιείσαι τα δάχτυλα και το δέρμα σου, αποκαλύπτοντας τα χείλια του αιδοίου σου, τα οποία είναι ακόμα υγρά. Τα μακριά σου δάχτυλά χαϊδεύουν το δέρμα σου και μια όμορφη μυρωδιά απλώνεται στο δωμάτιο, με κέντρο το σώμα σου. Η μυρωδιά με οδηγεί ανάμεσα στο στήθος σου, η μύτη μου γλυστρά σ' εκείνο το σημείο όπου τα στήθη σου συναντιώνται. Ακολουθώ την καμπύλη του μαλακού σου στήθους και γλιστρώ στην ρόγα σου όπου εκεί στέκομαι, νιώθοντάς την να σκληραίνει και απολαμβάνοντάς την. Η λαγνεία έχει κυριέψει την σκέψη μου καθώς με τον ίδιο τρόπο θέλω να γευτώ όλο σου το σώμα, ανακαλύπτοντας τις ιδιαίτερες αποχρώσεις της γεύσης σου, σε κάθε διαφορετικό σημείο επάνω σου.

Με κοιτάς, μου χαμογελάς, σου αρέσει που σε κοιτάζω. Ξέρεις ότι η σκέψη μου έχει κατρακυλήσει στο σώμα σου και αυτό σου αρέσει πολύ. Με προκαλείς ν' αφήσω τις σκέψεις και να συνεχίσω στο φυσικό υγρό σου πεδίο. Μου δείχνεις τον δρόμο, ξαπλώνοντας στο κρεβάτι και ανοίγοντας τα πόδια σου. 

Σκέψη αίσθηση ένα.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Ψηφίδων ατέλειωτη διαδρομή

Η κρυφή διαδρομή του λιμανιού

Τις νύχτες στάζουν απ'το ταβάνι, τα λαμπερά κομμάτια των ανθρώπων που πέρασαν απ'την ζωή μου.

Αιχμηρές σκέψεις, σκυφτές αντιλήψεις, ηρωισμοί, μάχες, θάνατοι, αυτοκαταστροφικές εμμονές, αλητεία, πίστη, αρμονία, αντιφάσεις και χάος.
 
Χαϊδεύουν το πρόσωπο, ζεσταίνουν την καρδιά και αυλακώνουν το μυαλό.

Περπατώ σε πεζοδρόμια, σε ασφάλτους,
με συντροφεύει ο ήχος των πελμάτων στα βότσαλα,
γλιστρώ στων βουνών τις σάρες 
και βγάζω φωτιά, 
μυρίζω χώμα, άμμο και αλμύρα.

Χάδι, σε οχλοβουητό
μοναξιά, στον ήχο του μοτέρ του ψυγείου την νύχτα
και μια βρύση που στάζει.

Αποσπάσματα ολοκληρωμένα
εντός μου.

Διαδρομές,
ταξίδι ατέλειωτο,
χωρίς τελεία

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Λέξεις, ασθήσεις, κύκλος

Κάποτε οι λέξεις οφείλουν να μη φτάνουν.

Να τρυπώνουν σε γωνιές σιωπηλές, αφήνοντας την πρόταση λειψη

    και την αίσθηση ολόκληρη.

Να χύνονται στα μωσαϊκά της αίσθησης, δημιουργώντας ψηφίδες πόθου, αγωνίας και έλλειψης.

Ίσως να επιβιωνει κάποιος άναρθρος ψίθυρος, που κυοφορεί την σιωπή, μπρος σε μια μισάνοιχτη κουρτίνα στο παράθυρο. 

Δειλά χαϊδεύει το φως την δημιουργία στο σκοτάδι. Ψηλαφίζοντας κενά χνάρια, λέξεων και φράσεων,

απομεινάρια των τελευταίων μάγων της φυλής του σώματός σου, ξόρκια που δείχνουν το δρόμο της αίσθησης.

Βάρη, πόθοι και ηδονές σε διαδρομή από μέσα προς τα έξω και πάλι πίσω.

Και έτσι παύεις να είσαι ένα, περνώντας όρους και όρια.

Χυμένες οι λέξεις στο πάτωμα και εσύ γυμνός σε όλη σου την διάσταση. Κοιτάς προς τα έξω και αμέσως είσαι εσύ, σε πολλά σώματα με κάθε αίσθηση και εκεί ψαχνεις ξανά την λέξη να κουμπώσει. 

Δεν είναι σισύφεια διαδρομή, απλά αέναος ο κύκλος. 


 

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Οι νύχτες και τα φώτα του Λευτέρη

Ο Λευτέρης στην αρχή ήταν μπογιατζής. Την ημέρα γύριζε μ' ένα τρίκυκλο τις οικοδομές και τα απογεύματα πήγαινε τσάρκα με την πιο όμορφη κοπέλα της πόλης, την γυναίκα του. Κάποια χρόνια μετά ο Λευτέρης είχε δύο τροχαία ατυχήματα με αποτέλεσμα να μείνει ανάπηρος. Το ένα του χέρι κρεμόταν αναίσθητο και το μετακινούσε το άλλο του χέρι. Συνήθως ήταν μόνιμα μέσα στην τσέπη του παντελονιού του. Το ένα από τα δύο πόδια του Λευτέρη ήταν τεντωμένο και άκαμπτο.

Αργότερα ο Λευτέρης πήρε άδεια για προπατζίδικο. Στόλισε τους τοίχους του με κάδρα από τον Τζωρτζ Μπεστ, τον Μαραντόνα, τον Ντέταρι και άλλους πολλούς και πάνω από αυτούς είχε τον εγγονό του που έπαιζε μπουζούκι.

Είχε πάθη ό Λευτέρης, κάθε τόσο χωνόταν στο πατάρι σ' ένα καφενείο εκεί δίπλα από το προπατζίδικο και όλο έπαιζε ζάρια και όλο έβγαινε μεθυσμένος, τυλιγμένος με ένα σύννεφο καπνού από τσιγάρα. Έπινε και του έβγαινε το παράπονο και όλο σκεφτόταν προδοσίες, για την πιο όμορφη γυναίκα στην πόλη που τον πρόδωσε για τον φίλο του, για το σώμα του που τον πρόδωσε πολύ νωρίς, για τα ζάρια τα πειραγμένα.

Τελευταία φορά που τον είδα, είχε θεραπευτεί από την αναπηρία. Με πήγε βόλτα σε βουνά και ρεματιές που η ώρα ήταν πάντα δειλινό, ούτε φως, ούτε σκοτάδι. Με οδήγησε ψηλά σ' ένα ύψωμα, μου έδειξε τα φώτα μιας μακρινής πολιτείας χαμηλά και λέγοντάς μου, μέχρι εδώ εσύ, και ξεγλίστρησε για πάντα ελεύθερος ο Λευτέρης.

Πηγή εικόνας: https://www.anexitilo.net/2014/09/time-lapse.html

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Εναρμόνιση αντιθέτων στο Ταίναρο


 "Ήταν σάμπως ο τροχός του, να για να το πούμε έτσι, να είχε κολλήσει σ'ένα χαντάκι φωτός κι ένιωθε μια ακατανίκητη παρόρμηση να τον στρίψει προς την κατεύθυνση του σκότους. Αν η γη έχει ανάγκη από την νύχτα όσο κι από την μέρα, δεν είναι επόμενο να χρειάζεται κι η ψυχή τη σκοτεινιά για να εξισορροπήσει την διαφώτιση;"

Απόσπασμα απ'το Άρωμα του Ονείρου, του Τομ Ρόμπινς

Μου έχει λείψει μια βόλτα στο Ταίναρο.

Να ακουμπήσω την πλάτη μου στην σμιλεμένη του βράχου την κοιλότητα,

να βάλω το αυτί μου στην πέτρα που μυρίζει καμένο φασκόμηλο του μύθου

και να ακούσω τη λύρα του Ορφέα,

να χαράζει τα σκοτάδια με φως.

Να ερωτοτροπεί με τα αντίθετα, να παίζει στα δάχτυλα του τις ηδονές. 

Να νιώσω τον αέρα να αλλάζει

Και να μην μπορεί να αποφασίσει αν θέλει να είναι πηχτός γεμάτος υγρασία

ή με εκείνο το νυχτολούλουδο το καλοκαίρι δίπλα στην εξώπορτα, που το λένε Αστάρτη.

Σοφός και αθώος ο Ορφέας,

κυριευμένος από το πάθος του για την Ευρυδίκη,

σαγηνευτικός και ένοχος, καθώς λένε, για τον δεύτερο χαμό της. 

Γιατί τι και αν όλα τα έχεις σχεδιάσει,

τι και αν έχεις καταφέρει να εναρμονίσεις το φως και το σκότος,

τι και αν όλα είναι μελετημένα και συμφωνημένα;

Η ηδονή δεν μετριέται.

Είσαι έτοιμος να ποντάρεις στη στιγμή, στα μάτια, στην καρδιά

και φαινομενικά μόνο, να χάσεις μια ολάκερη ζωή με την Ευρυδίκη,

αλλά να κερδίσεις μια αιώνια ηδονή ανατριχίλας στο βλέμμα της.

Και εκεί μόνος, στο φως,

ακουμπισμένος στην κοιλότητα του αρχαίου σμιλεμένου βράχου,

να έχεις αρπάξει έναν αιώνα ηδονής στα μάτια και στην καρδιά

και ας λένε όλοι οι σοφοί και οι γραφιάδες, ότι απέτυχες.

Μέσα σου κράτησες εκείνη την απαγορευμένη στιγμή,

εκείνη που την κοίταξες στα μάτια,

φως, λουσμένη με σκοτάδι, μια εναρμονισμένη αντίθεση.

Πιο όμορφη από ποτέ.

Καύσιμη ύλη για γενεές, όσο η ηλικία του βράχου η κοιλότητα.