Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

Η γιαγιά και ο έρωτας, ο αδελφός του θανάτου

 


Παντρεύτηκε μικρή η γιαγιά, όπως συνηθίζονταν τότε. Μανιάτισα στην καταγωγή, μελαχρινή με ίσο μακρύ μαλλί. Τα δυο της μαύρα μάτια, φάνταζαν σαν κάρβουνο λίγο πριν συναντηθεί με την φωτιά και έδεναν με το σκουρόχρωμο δέρμα της. Σε μιαν άλλη ζωή θα είχε δικό της κατάμαυρο κουρσάρικο και με το πλήρωμά της θα διαφέντευε τις θάλασσες, μα σ’ αυτή ήταν απλά μια πολύ όμορφη γυναίκα.  Είχαν να το λένε στην πόλη για την ομορφιά της γιαγιάς· άλλωστε ακόμα κυκλοφορεί στις συζητήσεις των οικογενειακών τραπεζιών πως αυτό το γονίδιο της ομορφιάς, η ξαδέρφη της η Κορίνα το αξιοποίησε σε παγκόσμιο διαγωνισμό καλλιστείων με την ανώτερη διάκριση. Εκείνη τράβηξε για Αμερική και διάβαινε με περπάτημα σαλονάτης γάτας τις πασαρέλες, αλλά η γιαγιά έμεινε στο χώμα και τις φραγκοσυκιές, βαδίζοντας στις νεροφαγιές με χάρη πεινασμένης αλητόγατας.

Η γιαγιά έκανε δύο κορίτσια, έφηβη αυτή με δύο παιδιά να γυροφέρνουν στα φουστάνια της και πίσω της μια φωτογραφία μ’ ένα όμορφο ζευγάρι να περιδιαβαίνει την μικρή πόλη κοιτάζοντας και χαμογελώντας ο ένας στον άλλον. Ήταν τόσο ταιριαστοί και όμορφοι οι δυο τους σ’ αυτή την φωτογραφία, που τα ντουβάρια της πόλης ζωντάνευαν γύρω απ’ το περπάτημά τους. Αλλά έπρεπε να γίνει μάνα.

Πέρασαν λίγα χρόνια με αρκετές δυσκολίες και άρχισε η ζήλια, κακό πράγμα η ζήλια. Πήγαινε ο παππούς για δουλειά στις οικοδομές και όλο του έλεγαν για την όμορφη γυναίκα του καθώς και για τον φίλο τους που όλο μαζί τους βλέπανε. Και όλο πετούσε τις λάσπες πιο δυνατά στα ντουβάρια της οικοδομής. Μέχρι που μια μέρα τηλεφώνησε κάποιος απ’ την γειτονιά στον παππού που έλειπε στην Αθήνα για δουλειές. «Ο φίλος σου είναι στο σπίτι με την γυναίκα σου» του είπε. Πήρε την αστυνομία ο παππούς και έφυγε άρον άρον από την Αθήνα με μια μηχανή. 

Η γιαγιά έμενε στο σπίτι παρέα με τους γονείς της. Μπούκαραν στο σπίτι αστυνομικοί και εισαγγελέας και έσυραν αυτή και τον εραστή της στο αυτόφωρο. Τα παιδιά ήταν στην άλλη γιαγιά τους και δεν είδαν τι έγινε. Μέτραγαν οι αστυνομικοί τις κλίνες που έχει το σπίτι, είδαν τα κλινοσκεπάσματα, μέτρησαν και πόσα άτομα ήταν στο σπίτι και έτσι έβγαλαν το συμπέρασμα πως είχε διατελεσθεί το έγκλημα της μοιχείας!

 Σχεδόν ένα χρόνο έκανε η γιαγιά φυλακή και λίγο παραπάνω ο εραστής της. Όταν μπήκε φυλακή ήταν ήδη έγκυος η γιαγιά. Γέννησε στη φυλακή και το παιδί αργότερα το μεγάλωσε μαζί με τον εραστή της που τελικά όταν ο νόμος το επέτρεψε την παντρεύτηκε και έζησαν μαζί ως το τέλος της ζωής της. Για πολλά χρόνια η γιαγιά παρακαλούσε τον παππού να αναγνωρίσει το παιδί, μιας και ο νόμος δεν άφηνε τους εγκληματίες μοιχείας να παντρευτούν μεταξύ τους.

Η γιαγιά από ντροπή δεν ξαναγύρισε στην μικρή πόλη για πολλά χρόνια. Τα δυο της κορίτσια από τον πρώτο της γάμο τα είδε περίπου 10 χρόνια μετά το περιστατικό, αφού της απαγόρεψαν να τα βλέπει. Στο δημοτικό σχολείο τα κορίτσια θυμόντουσαν μια παράξενη γυναίκα να τα πλησιάζει και να προσπαθεί να τους μιλήσει και άλλοτε απλά να τα παρακολουθεί από μακριά.

Η γιαγιά με τα χρόνια ζουρλάθηκε, όπως έλεγαν στην μικρή πόλη. Την θυμάμαι και εγώ, κάποιες ελάχιστες φορές που την είδα, να τρέμει η γνάθος της και η ματιά της να είναι θολή, λες και το κάρβουνο που είχε κάποτε στα μάτια της να έγινε στάχτη. Λες και ναυάγησε εκείνη η μαύρη πειρατίνα και το μαύρο σκάφος της το κατάπιε ο βαθύς νόμος της θάλασσας. Παρέμενε όμως ακόμα όμορφη, αλλά τι να το κάνεις; Ο θάνατος, ο αδελφός του έρωτα, την απάλλαξε απ’ το έγκλημα που είχε διαπράξει. Η γιαγιά πέθανε νέα από καρκίνο, έχοντας πληρώσει βαρύ τίμημα στο κράτος και στην ανέραστη κοινωνία για τον κρυφό της έρωτα.