Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2023

Εν είδη εξήγησης

Πίστεψαν οι απρόσωποι

πως φυλαγόμαστε απ'του ήλιου το πρόσωπο,

γιατί στα σκοτάδια 

με χάρη γλιστρούμε.


Μωροί σαλτιμπάγκοι, 

γερασμένοι χορτάτοι,

με σάλπιγγες ξεφωνημένες.


Κωφεύουμε και είμαστε νέοι 

μπρος στα φώτα σας,

κοιλοπονούμε 

στα σκοτάδια της μήτρας

ένα μωρό με φως οπλισμένο

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023

Σμπαράλια δύο

 

Η ζωή της ξεκίνησε κουβαλώντας νερό απ’ το ποτάμι. 

Όλη της η μέρα ήταν ένα ατελείωτο πήγαινε έλα μεταξύ παράγκας και πηγαδιού να κουβαλάει νερό. Να προσέχει να μην σπάσει η στάμνα, να μην χυθεί ο ντενεκές και να μη δίνει σημασία στα σμπαραλιασμένα της κόκκαλα που όλο και στράβωναν. Μέχρι που τελικά στράβωσε η πλάτη της και το βιός της. Ο απλωμένος πόνος σκέπασε το κελάρισμα του ποταμού, σκέπασε και τα πουλιά που την περιγελούσαν στο δρόμο της και που ανάλαφρα και ελεύθερα, διέγραφαν στον ουρανό τις ματαιότητες της ανθρώπινης καθημερινότητας. 

Στράβωσε ο λόγος της, δέθηκε η γλώσσα της· τραύλιζε η ζωή της. 

Ο χρόνος περνούσε και τα δάχτυλά της σκλήραιναν στα χωράφια για την πατάτα και τις ελιές· μαύριζαν τα νύχια της απ’ το χώμα· σκούραινε το δέρμα της απ’ τον ήλιο. Ενήλικη πιά, βρέθηκε κρυμμένη στην βουή του εργοστασίου για τα σύκα, καμουφλαρισμένη στη μυρωδιά του· ξερή, ζαρωμένη και άνυδρη. 

Για άντρα της έδωσαν έναν σκουπιδιάρη, περίγελο ενός καφενείου δίχως καθρέπτες, από άντρες που όλα τα ξέρουν. 

Που κάθε μέρα παίρνει τηλέφωνο για ξεμάτιασμα γιατί έχει πονοκέφαλο και κάθε μέρα του δίνεται για απάντηση ένα «ήσουν» ή «δεν ήσουν», χωρίς να έχει γίνει η απαραίτητη τελετή με το νερό, το λάδι και τα λόγια· χωρίς τελικά να τον νοιάζει αν ήταν ή δεν ήταν.

Που μέχρι πριν λίγα χρόνια δούλευε στο νεκροταφείο και που πήρε σύνταξη από εκεί, αφού γλίστρησε και έπεσε σ’ ένα τάφο και έσπασε το χέρι του. Και φώναζε μέσα από το λάκκο του θανάτου και κανείς δεν τον άκουγε και ο ήλιος έπεφτε και ο λάκκος ένιωθε άβολα με έναν ζωντανό φιλοξενούμενο. Έπειτα βγήκε από κει και γύριζε όρθιος με ένα πλατύ χαμόγελο με χαλασμένα δόντια και με το χέρι στο γύψο, λες και επέστρεψε απ’ τους νεκρούς· λαβωμένος από δάγκωμα του Κέρβερου.

Που ύστερα βρήκε γκόμενα και όλοι απορούσαν στο καφενείο, γιατί αυτός και όχι αυτοί που όλα τα ξέρουν. 

Πήγαιναν βόλτες με το τρένο σε κοντινές επαρχίες, χόρτασαν τσάρκες με το παπί το Yamaha και φιλιά στα παγκάκια και σε καφετέριες με νάιλον περίγυρο. Για λίγο ένιωθε νικητής στον έρωτα, αλλά χώρισε ένα απόγευμα, όταν αυτή μιλούσε σ’ ένα καρτοτηλέφωνο και αυτός πίσω της κρυφάκουγε. 

Τον έτρωγε η ανασφάλεια ότι δεν της έφταναν οι βόλτες και τα φιλιά, πως δεν της έφτανε το τρενάκι ούτε το Yamaha που έκαιγε λάδια και μύριζαν τα μαλλιά και τα ρούχα της και έτσι μία, δύο, τρείς, τέσσερις φορές έκανε τον κύκλο του καρτοτηλεφώνου καθώς η τσάντα της έπεφτε στο κεφάλι του, παρέα με βρισιές και κλωτσιές. «Τι κρυφακούς ρε πούστη; Τι θες ρε μαλάκα; Χάσου από δω ρε γαμημένε!»

Και κάπως έτσι χώρισε και επιτέλους ξαναχαμογέλασαν οι άντρες στο καφενείο δίχως καθρέπτες. Και πήγε και κλείστηκε στο σπίτι του νικημένος, βλέποντας τηλεόραση και καπνίζοντας, σκεπτόμενος εκείνα τα ηρωικά του χρόνια· αιώνια ματιασμένος.

Έτσι απέμειναν οι δυο τους, σ’ ένα σπίτι με σπαριαλιασμένο καναπέ και κιτρινισμένους τοίχους, να συντηρούν τα σπασμένα κομμάτια τους και να τα φωτίζουν με το φως της τηλεόρασης. Εκείνη να μην τον εμπιστεύεται και να του παίρνει την σύνταξη και εκείνος να μένει ρέστος. Να τσακώνονται και για τιμωρία να μην του φτιάχνει φαγητό για μεσημέρι· 

να μην έχει τσιγάρα, παρά μόνο έναν μόνιμο πονοκέφαλο, που φεύγει μόνο με ξεμάτιασμα.