Πιάνεις την πλάτη σου και την νιώθεις να έχει ιδρώσει, όπως και τα σημεία του δέρματος του προσώπου σου που ακουμπά το γυαλί ηλίου σου. Κοιτάς τον καθρέφτη και αναρωτιέσαι που πας και αν ο δρόμος είναι σωστός. Πετάς το μεγάλο σου ψάθινο καπέλο, στο δίπλα κάθισμα και είναι σαν να απελευθερώνονται σκέψεις, συμβουλές και ερωτήματα για το πως πρέπει να είναι η ζωή.
Αφθονία και ξεραήλα, λίγα και πολλά, ο μετεωρισμός των αντιθέτων κινείται όπως το ψαθί, λίγο πριν κοπεί για να γίνει καπέλο και όλα αυτά τα αντίθετα, με κάποιο παράξενο τρόπο, να έχουν ισορροπήσει εκείνη την στιγμή μέσα σου, χωρίς να υπάρχει σαφής απάντηση.
Τα χρώματα του καμβά της διαδρομής εναλλάσονται σε κίτρινο, γκριζοπράσινο και ψηλά το μπλε του ουρανού. Χωρίς τα χρώματα όλα θα ήταν μια ευθεία διαδρομή.
Μια οχιά κόβει στην μέση την άσφαλτο και συνεχίζει στο ξερό σκληρό χώμα. Άνθρωποι κοιτούν τον ξένο που πέρασε και προσπέρασε, κοιτούν τον καιρό και την ελιά που σταφιδιάζει απ' την ζέστη και την ξηρασία.
Έχει δρόμο ακόμα για τα σύκα, περισσότερο για τα φραγκόσυκα και άγνωστο πόσο για τις ελιές. Ποιός μπορεί να ξέρει πως θα εξελιχθεί η συγκομιδή; Το ζήτημα είναι ότι είμαστε καθ' οδόν.
Κάποιος κορνάρει, έφυγα.