Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019

Κάλαντα πρωτοχρονιάς, ένα ιδιότυπο «καυλάντισμα» και ένας Άγιος Βασίλης "μάγος".


Ενώ  τα κάλαντα των Χριστουγέννων είναι κατανοητά και περιβάλλονται από μια θρησκευτικότητα, όπως και η γιορτή των Χριστουγέννων, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, τα οποία είναι εν μέρει ακατανόητα, με φαινομενικά άσχετους στίχους να παρεμβάλλονται στο κείμενο και με έναν άγιο Βασίλη ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον Μέγα Βασίλειο που γιορτάζεται την 1η Ιανουαρίου. Η Πρωτοχρονιά, παρ’ όλο που γιορτάζεται ο Μ. Βασίλειος καθώς και η παντελώς άγνωστη περιτομή του Χριστού, δεν είναι σημαντική για τον χριστιανισμό.

Στα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα λοιπόν, παρεμβάλλονται τα λεγόμενα "τσακίσματα" στο κυρίως κείμενο. Τα τσακίσματα είναι διαδεδομένα στα παραδοσιακά τραγούδια και δημιουργούν δεύτερα κείμενα, με στίχους που απευθύνονται στην κοπέλα του σπιτιού, αλλά και με στίχους που συμπληρώνουν το κυρίως κείμενο που απευθύνεται στον Άγιο Βασίλη. Τα κάλαντα λοιπόν περιγράφουν την κοπέλα ψηλή ως δεντρολιβανιά και εκκλησιά με τον άγιο της θρόνο, και την παινεύουν με αρκετούς χαρακτηρισμούς όπως: ότι είναι φτιαγμένη από ζάχαρη, ροδοκόκκινη βιολέτα με μαύρα γλυκά ματάκια και άσπρο καθαρό κρίνο, ότι μοιάζει με άσπρο σταφύλι ροζακί και άλλα πολλά. Αλλά τελικά η κόρη δεν καταδέχεται τους καλαντιστές και τα κάλαντα κλείνουν με παίνεμα για τους ιδιοκτήτες του σπιτιού.

Όλα τα παραπάνω αφορούν περιληπτικά τα τσακίσματα, που αποτελούν κατά κάποιο τρόπο, το δεύτερο κείμενο απ’ τα κάλαντα. Το πρώτο κείμενο, αφορά τον Άγιο Βασίλη, ο οποίος όπως είπαμε καμία σχέση δεν έχει με την ιστορική προσωπικότητα του  Μέγα Βασιλείου απ’ την Καισαρεία. Η λαϊκή συνείδηση χρησιμοποιεί την ιστορική λογιότητα του Μ. Βασίλειου αλλά την παντρεύει με μαγικά στοιχεία γονιμότητας. Τα κάλαντα και η λαϊκή συνείδηση που τα δημιούργησαν, περιγράφουν τον Άγιο Βασίλη, ως κάποιο «ξωτικό» που κρατάει εικόνα, χαρτί, καλαμάρι (πένα) και ένα ραβδί, το οποίο μόλις ο Άγιος Βασίλης λέει την αλφαβήτα, αυτό βλασταίνει και πάνω του κάθονται πέρδικες και τρυγόνια.
Η λογιότητα, σε μια κοινωνία και κοινότητες ανθρώπων χωρίς εγγράμματη μόρφωση,  εκφράζεται μέσω της αλφαβήτας, που ζητιέται  να πει ο Άγιος Βασίλης  ως απόδειξη ότι γνωρίζει να διαβάζει. Και αυτό φαίνεται να αρκούσε για μια αγράμματη κοινωνία. Η μαγική μορφή του Άγιου Βασίλη λοιπόν, είναι ένα σύμβολο γονιμότητας που παραπέμπει σε παλαιότερες παγανιστικές δοξασίες και σύμβολα γονιμότητας και γνώσης και δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την ορθόδοξο χριστιανισμό.

Ολόκληρο το κείμενο απ' τα κάλαντα, μαζί με τα τσακίσματα που σημειώνονται με πλάγια:

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά

-ψηλή μου δεντρολιβανιά-

κι αρχικαλός μας χρόνος!

-εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος-

Κι αρχή που βγήκε ο Χριστός

-άγιος και πνευματικός-

στη γη να περπατήσει.

-και να μας καλοκαρδίσει-

Άγιος Βασίλης έρχεται

και δε μας καταδέχεται-

από την Καισαρεία.

-σύ ’σ’ αρχόντισσα, κυρία-

Βαστά εικόνα και χαρτί,

-ζαχαροκαντιοζύμωτη- 

χαρτί και καλαμάρι.

-δες κι εμέ, το παλληκάρι-

Το καλαμάρι έγραφε

-τη μοίρα μου την έγραφε-

και το χαρτί ομίλειε.

-άσπρε μου, καθάριε κρίνε-(1)

― Βασίλη, πόθεν έρχεσαι

-και δε μας καταδέχεσαι-

και πόθεν κατεβαίνεις;

-και δε μας ε-συντυχαίνεις-

― Από της μάνας μ’ έρχομαι

-κι εγώ σας καταδέχομαι-

και στο σχολειό μου πάω.

-δε μου λέτε τι να κάνω-

― Κάτσε να φας, κάτσε να πιείς,

-κάτσε τον πόνο σου να πείς-

κάτσε να τραγουδήσεις.

-και να μας καλοκαρδίσεις-

― Εγώ γράμματα μάθαινα,

-μα να σας πω τι πάθαινα-

τραγούδια δεν ηξεύρω.

-αντικρύ μου να σας εύρω-

― Σα δεν ηξεύρεις γράμματα,

-πόσες φορές με κλάματα-

πες μας την αρφαβήτα.

-νά ’χεις το Θεό βοήθεια-

Και στο ραβδί τ’ ακούμπησε

-και δε μας ετραγούδησε-

να πει την αρφαβήτα.

-ωσάν άγιος που ήτα’-

Χλωρό ραβδί, ξερό ραβδί,

-άσπρο σταφύλι ροζακί-

χλωρά βλαστάρια επέτα.

-ροδοκόκκινη βιολέτα-

Και πάνω στα βλαστάρια της

-και στα περικλωνάρια της-

πέρδικες κελαηδούσαν.

-μάτια μου, κι ας σε ξυπνούσα’-

Δεν ήταν μόνο πέρδικες,

-γαρυφαλλιές λεβέντικες-

ήταν και τρυγονάκια,

-μαύρα μου γλυκά ματάκια-

Κατέβηκε η πέρδικα

ως περπατεί λεβέντικα-

να βρέξει το φτερό της

-διατί ’τανε σκληρότης-

κι έβρεξε τον αφέντη μας

-το ρήγα, το λεβέντη μας-

τον πολυχρονεμένο.

-και στον κόσμο ξακουσμένο-

1: Προφανώς ο στίχος "Άσπρε μου Άγιε Βασίλη" είναι των τελευταίων χρόνων και παραπέμπει στον δυτικό Sanda Claus.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

Χειμερινό ηλιοστάσιο μια πανάρχαια γιορτή.

Ο Ήλιος όπως φαίνεται από την κορυφή του Ταυγέτου, όπου
σύμφωνα με τον Παυσανία έκαναν τελετές και θυσίες για τον Ήλιο
Ποτέ μια κυρίαρχη τάξη δεν εξαλείφει τα πάντα από τις συνήθειες των πληθυσμών που επιβάλλεται. Αφήνει στίγματα εδώ και εκεί ώστε να μπορέσει να εδραιωθεί πιο αποτελεσματικά στην εξουσία. Μια τέτοια γνωστή ιστορικά αλλαγή κυριαρχίας είναι από την πολυθεΐα και το λεγόμενο δωδεκάθεο στον χριστιανισμό, χωρίς βέβαια αυτό να έχει σημείο εκκίνησης το δωδεκάθεο, αλλά πηγαίνοντας ακόμα πιο πίσω χρονικά σε παλαιότερες θρησκείες και δοξασίες.
Ένα τέτοιο σπάραγμα, σημείο αναφοράς αυτής της συνέχειας είναι και η γιορτή των Χριστουγέννων, όπου γιορτάζεται ένας θεός που γεννιέται την στιγμή που η μέρα προσπαθεί να πάρει χρόνο από την νύχτα, μια στιγμή που έρχεται αμέσως μετά από την μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου. Ο θεός αυτός γεννιέται την εποχή που χρόνια πριν είχε γεννηθεί ο Απόλλωνας (Ήλιος), ο Διόνυσος, ο Μίθρα, ο Όσιρις, ο Βράχμα, ο Βάαλ και άλλοι πολλοί θεοί.

Τίποτα δε είναι καινούργιο σ' αυτή την πανάρχαια γιορτή που ακολουθεί την ανθρώπινη παρουσία στη Γη. Βέβαια όλα αυτά στις μέρες μας έχουν χάσει την ουσία τους και έχουν απομείνει αδειανά πουκάμισα, που εξυπηρετούν καταναλωτικά και παγκοσμιοποιημένα μπερδεμένα πρότυπα με όπως αυτό του Άγιου Βασίλη, που είναι ο Santa Claus δηλαδή ο Άγιος Νικόλας, που δεν ξέρουμε αν μένει στον βόρειο πόλο ή στην Καισαρεία, όπως δεν ξέρουμε πότε φέρνει τα δώρα, τα  Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά; Το παραπάνω μπέρδεμα είναι χαρακτηριστικό αυτής της παγκοσμιοποιημένης πλέον γιορτής που παραμερίζει και σβήνει, οτιδήποτε οι κοινότητες των ανθρώπων για χρόνια δημιούργησαν και νοηματοδότησαν.

Τα κάλαντα, είναι μια πανάρχαια πρακτική από την εποχή του Ομήρου τουλάχιστον. Στην κλασική αρχαιότητα τα κάλαντα γινόντουσαν προς τιμήν του Διονύσου και ονομάζονταν Πυανέψια ή Θαργήλια.  Τα έλεγαν παιδιά που ζούσαν οι γονείς τους, κρατώντας ένα κλαδί ελιάς στολισμένο με μαλλιά και καρπούς την λεγόμενη ειρεσιώνη και μεταφέροντας έτσι ευχές και παινέματα σε κάθε σπίτι. Στην συνέχεια κρεμούσαν την ειρεσιώνη στις πόρτες των σπιτιών τους και την έκαιγαν αργότερα σε τελετουργική φωτιά. Επίσης, τα παιδιά κρατούσαν και διακοσμημένα ραβδιά, τους «θύρσους» καθώς και ομοιώματα πλοίων που συμβόλιζαν τον ερχομό του Διόνυσου. Σε όλα αυτά τα στοιχεία έχουν αναφορές οι σημερινοί καλαντιστές που συχνά κρατάνε μικρά καράβια καθώς και ραβδιά  στη Μακεδονία και τη Θράκη, τις λεγόμενες μαγικές «σούρβες». Στους ρωμαϊκούς χρόνους η γιορτή των Καλενδών, που γινόταν την ίδια εποχή έδωσε το όνομα της στα σημερινά κάλαντα.

Τα Χριστούγεννα λοιπόν, είναι η συνέχεια μιας πανάρχαιας γιορτής που η κάθε κυρίαρχη τάξη την προσάρμοζε σύμφωνα με τα δικά της πρότυπα. Η γιορτή αυτή είναι άμεση συνυφασμένη με το χειμερινό ηλιοστάσιο και την χρονική στιγμή όπου η μέρα αρχίζει σιγά σιγά να ροκανίζει τον χαμένο της χρόνο απ' την νύχτα!

Αυτά τα ολίγα για τον κύκλο του χρόνου και την συνέχεια κάποιων γιορτών, που στις μέρες μας αγνοούνται! 

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

#9 Όσα πιάνει το μάτι


Μια ματιά απ΄την γοητευτική περιοχή της δυτικής παραλίας, με τις μεγάλες καλλιεργούμενες εκτάσεις και ένα μακρύ αμμώδες παραλιακό μέτωπο, ευτυχώς ανεκμετάλλευτο και άγριο ακόμα. Αυτή την εποχή το κύμα ξεβράζει πολλά ξύλα στην παραλία με αποτέλεσμα τελειώνοντας απ'την βόλτα στην παραλία να βρίσκεσαι με αρκετά ξύλα με περίεργο σχήμα στα χέρια σου.






Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

Βουλκάνο Μεταξύ, μύθου και ιστορίας

Έχω μια συνήθεια από μικρό παιδί να προσπαθώ να δω τα σχήματα των βουνών. Να τους δώσω μορφή και να τα φανταστώ σε ένα άλλο επίπεδο. Προσπαθώ να τα φανταστώ να γεννιούνται να εξελίσσονται στο χρόνο, να μάθω τους μύθους, τις ιστορίες που κρύβουν από ανθρώπους που τα περπάτησαν και τα έζησαν και μέσα από αυτό το κουβάρι πληροφοριών τα βουνά να τα γνωρίσω καλύτερα.

Ένα τέτοιο βουνό είναι το Βουλκάνο ή Βουρκάνο με υψόμετρο 800 μέτρων. Από μικρός είχα φανταστεί εκείνο το βουνό ως ηφαίστειο. Στην πορεία έμαθα για το ενεργό ηφαίστειο και ηφαιστιογενές νησί της Ιταλίας με το ίδιο όνομα, το Vulcano ή Vurcano και εκεί σκίρτησε και ξαναζωντάνεψε η φαντασία του μικρού παιδιού μέσα μου. Λες όλα αυτά που είχα φανταστεί να ήταν κάποτε αληθινά; Μήπως κάποιοι Βενετοί κατακτητές είχαν δώσει αυτό το όνομα σ’ αυτό το βουνό που τους θύμιζε τα ηφαίστεια της Ιταλίας; Το έβλεπαν τα παιδικά μου μάτια από μακριά και έμοιαζε με ηφαίστειο. Το φανταζόμουν να καπνίζει και την νύχτα να φαίνεται η λάβα που κυλάει στις πλαγιές του.

Ίσως δεν είναι τυχαίο που σ’ αυτό το βουνό ο Δίας, ο ισχυρός αυτός θεός, είχε το ιερό του εκεί ψηλά. Σ’αυτόν τον Δια τον Ιθωμάτα, όπως τον έλεγαν, ο Αριστομένης θυσίασε 300 Σπαρτιάτες αιχμαλώτους μαζί με τον βασιλιά τους τον Θεοπομπό στον Β’ Μεσσηνιακό πόλεμο. Φανταζόμουν πως εκείνη η τρομερή ανθρωποσφαγή συνέβη στην κορυφή του βουνού, άκουγα τις κραυγές και την απελπισία των αιχμαλώτων μπροστά στην μήνη των επαναστατημένων Μεσσηνίων.

Οι χριστιανοί το 625 μ.Χ έφτιαξαν μοναστήρι πάνω στα ερείπια του ναού του Διός. Μάλιστα βρήκαν και ένα μικρό άγαλμα του Διός παιδιού, του γλύπτη Αγελάδα (τέλος 6ου-αρχές 5ου αιώνα π.Χ.) όπου είχε μεταφερθεί στο Ιερό του Ιθωμάτα
Δία από τους εξόριστους Μεσσήνιους της Ναυπάκτου που επέστρεψαν το 369 π.Χ. Σύμφωνα με παράδοση, το συγκεκριμένο άγαλμα για αιώνες το φύλαγε ο νεώτερος μοναχός μέχρι τα γεράματά του, όπου και το παρέδιδε στον νεότερο.

Έτσι όταν κάθε φορά κοιτώ αυτό το βουνό, δεν μπορώ να δω ότι είναι φτιαγμένο και γέννημα μόνο μεγάλων γεωλογικών διαδικασιών, αλλά βλέπω ακούω και αισθάνομαι τους μύθους και τους θρύλους του.






Το αρχαίο οικοδομικό υλικό απ' το ιερό του Ιθωμάτα Δία που είναι ενταγμένο στο μοναστήρι.


Αγιογράφηση του Μοναστηριού


Η θέα στον Μεσσηνιακό κάμπο

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Η μοναχικότητα μιας πέτρας

Που μπορεί να στοχαστεί κανείς; Χρειάζεται καρέκλα ή μήπως πολυθρόνα; Θα βάλει μουσική ή θα μείνει στην σιωπή.
Κάποτε οι άνθρωποι ίσως να μην ήθελαν και πολλά για να πουν πως ξεκουράζονται. Έφτανε μια πλατιά πέτρα στο χώμα, ώστε για λίγο να ξεχαστεί ο μόχθος της επιβίωσης, έφτανε για να πάρει κανείς μια ανάσα και να συνεχίσει τις εργασίες της υπόλοιπης μέρας. Σε μια πέτρα επάνω γινόταν ο προγραμματισμός μιας ολόκληρης ζωής, δύσκολης, επίπονης αλλά ουσιαστικής. Χωρίς μάταια κενά, χωρίς διαφημίσεις ζάπινγκ και like.
Η πέτρα γείωνε τις σκέψεις. Μπορεί να ήταν σκληρή και κάποιες φορές παγωμένη, σαν την ζωή του βουνού, αλλά προσέφερε απλόχερα τον χώρο της για ανασυγκρότηση και ξεκούραση, δεν θα έτριζε, ούτε θα ήθελε ποτέ επισκευή, ήταν εκεί σταθερή και δυνατή, γυμνή και χωρίς φτιασίδια, χωρίς να υποκρίνεται ότι είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που δείχνει.
Με τον καιρό οι άνθρωποι μαζεύτηκαν στις πόλεις και έμειναν μόνα τα σπίτια στα χωριά, παρέα και οι πεζούλες όπου οι άνθρωποι επικοινωνούσαν, ξεκουράζονταν και λογίζονταν. Πια οι πεζούλες δεν έχουν νέες ανθρώπινες ιστορίες να διηγηθούν, καινούργιες χαρές και καημούς να μαρτυρήσουν. Απόμειναν μόνες αυτές οι πέτρες, συνεχίζοντας τις πρoαιώνιες υπάρξεις τους, χωρίς τους ανθρώπους.
Άλλωστε, στα εκατομμύρια της ύπαρξης τους, αυτές οι πέτρες είχαν μάθει να είναι μόνες,  οι άνθρωποι ήταν μια παρένθεση στην πορεία τους. Έχουν μάθει να πορεύονται μονάχες, να εξιστορούν τους ήχους του βουνού και του ποταμού, των ζώων και την ησυχία όλων αυτών των τόπων που κάποτε υπήρχαν και οι άνθρωποι.
Καμιά φορά όμως, παρ' όλο που ξέρω ότι οι πρoαιώνιες  πέτρες τελικά, δεν έχουν ανάγκη τους ανθρώπους, δεν μπορώ, πηγαίνω σ'αυτή την πέτρα έξω απ'το σπίτι του παππού και κάθομαι. Οδηγώ προς εκείνο το σπίτι του παππού με μόνο σκοπό να κάτσω σ' αυτή την πέτρα. Να δω τι έβλεπε ο παππούς από εκεί, να ακούσω τι άκουγε και να αισθανθώ τι ένιωθε. Νιώθω ότι της δίνω ελπίδα ότι δεν έχει λησμονηθεί απ' τους ανθρώπους. Νιώθω πως χαίρεται όταν ακούει τις σκέψεις μου, όταν νιώθει την θερμότητα του σώματός μου. Νιώθω ότι προσφέρω νέες πληροφορίες σ' αυτή την πέτρα, μιλάω και τραγουδάω μόνος μου, με τον ήχο του ποταμού και των πουλιών να επενδύει το τραγούδι μου, αλλά τελικά κάνω λάθος, η πέτρα είναι που μου δίνει τις δικές τις πληροφορίες, αυτή μου τραγουδάει, το τραγούδι του δικού της χρόνου, που ο ανθρώπινος χρόνος απλά είναι μια φωτεινή ζεστή κουκκίδα στον τεράστιο χρόνο της, ένα πέρασμα στην πρoαιώνια παρουσία της στο βουνό. Μια κουκκίδα όμως που έδωσε μορφή σ'αυτή την πέτρα και πάνω της εναπόθεσε όλα τα βάρη του καθημερινού ανθρώπινου βίου ώστε να ξαποστάσει για λίγο, να κάνει ένα διάλειμμα.



Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

Υφέρποντες και Εκκωφαντικά Προσεκτικοί

Κλειστήκαμε σε πόλεις, σε δουλειές.

Πνιγήκαμε στην ασφάλεια και στην προετοιμασία.

Διαβάζουμε, μελετάμε, μετράμε τις αποστάσεις και υπολογίζουμε το κέρδος και τη
 ζημιά.

Είμαστε μέσα σε όλα και καταπίνουμε σιγουριές.

Χλευάζουμε και λέμε ότι γνωρίζουμε, είμαστε γρήγοροι, αλλά διεκπεραιωτικοί,
παθητικοί και άοσμοι. 

Αγνοώντας την αλήθεια του βυθού μας,
αποφεύγοντας την συστηματικά.
Γιατί έτσι μας είπαν, για προστασία.

Φωτίζουμε την νύχτα με τα χιλιόμετρά μας, αγνοούμε το φως της μέρας και
λουζόμαστε σε οθόνες.

Είμαστε προστατευμένοι και προετοιμασμένοι απ΄τον καιρό, χωρίς να έχουμε επαφή
μαζί του.

Κάναμε φίλους τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα και αυτά μας κρατάνε σφιχτά απ' το
χέρι,

μέχρι να πάψει το αίμα να κινείται.

Μας οδηγούν στον ύπνο, από κελί σε κελί, από προαύλιο σε προαύλιο, μέρα την μέρα, χρόνο το χρόνο, ζωή τη ζωή.

Μας κλείνουν ραντεβού με το θάνατο, καθημερινά.

Τραυλή η κάβλα,

μουγκός ο οργασμός.

Και όλο αναρωτιέμαι, τι να είναι όλες αυτές οι φωτιές στα όνειρα μου;

Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Ένας επικήδειος που δεν γράφτηκε ποτέ

Τρεμπεσίνα Ύψωμα 731 (ο θάνατος)

Γεννήθηκες και μεγάλωσες στα βουνά. Αντιλαμβανόσουν τις αλλαγές του χρόνου, απ' τα λουλούδια, τα ζώα και τα πουλιά. Απ' τα δέντρα και την μυρωδιά της γης. Θέλησες να τα μάθεις καλύτερα όλα αυτά και γι' αυτό τα σπούδασες σε γεωπονική σχολή.
Διάβαζες, όταν στην εποχή σου αυτό δεν ήταν σημαντικό. Άνοιξες βιβλία, όταν οι άνθρωποι ένιωθαν ότι η μόνη βιβλιοθήκη είναι το βουνό και η φύση. Ανεξάντλητη και απέραντη. Και είχαν δίκιο όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όπως είχες δίκιο και εσύ που θέλησες να συνδυάσεις τις γνώσεις. Το ένιωθες ότι ήσουν διαφορετικός και αυτό σου άρεσε, ένιωθες καλά και όμορφα που είχες κάνει ένα βήμα διαφορετικό.
Αλλά ύστερα ήρθε ο πόλεμος. Τα νέα έφτασαν και στο βουνό και εσύ
σκέφτηκες να καταταχθείς εθελοντής. Διακατεχόμενος από ένα ρομαντισμό, συνεπαρμένος από την φλόγα των γύρω σου, ακολούθησες τα γεμάτα τρένα και κατευθύνθηκες σε ένα άλλο βουνό διαφορετικό από αυτό που ως τώρα ήξερες.
Με λίγο πολύ ίδια δέντρα, λουλούδια και πουλιά, αλλά με διαφορετικό ήχο. Ήχους από σφαίρες, πολυβόλα και σφυρίγματα όλμων. Φωνές, κραυγές πόνου και ψίθυροι. Σιωπή θανάτου.
Σχεδόν τέσσερις μήνες κράτησες σε εκείνα τα βουνά. Είδες πολλούς να σακατεύονται και άλλους να πεθαίνουν και όλο σκεφτόσουν το δικό σου βουνό. Όλο δεν μπορούσες να το βγάλεις απ'το μυαλό σου, εκείνο το δικό σου βουνό, που άφησες στον μακρινό νότο.
Εκεί που έκανες να κοιμηθείς τις νύχτες, κάθε τόσο σε ξύπναγε μια ριπή από όπλο, η οποία αναμειγνύονταν με την οσμή του θυμαριού και για πολύ λίγο, μέσα στην θολούρα και μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ήσουν πάλι εκεί, στο δικό σου βουνό, στο δικό σου τόπο που μυρίζει θυμάρι.
Μια νύχτα έπρεπε να μείνεις ξύπνιος. Είχες μάθει ότι οι Ιταλοί ετοιμάζουν την μεγάλη επίθεση. Ίσως είχες ακούσει τις φήμες ότι απέναντι στο βουνό είχε έρθει και ο ίδιος ο Μουσολίνι για να οργανώσει αυτή την επίθεση.
Ήσουν ένας εθελοντής ανεβασμένος στο ύψωμα του θανάτου με την κωδική ονομασία 731.
 Σκοτάδι και παγωνιά. Ησυχία πριν την καταιγίδα. Ο μισός σε ένα λάκκο ο άλλος μισός έξω.
Άναψες τσιγάρο, ευχαριστήθηκες την πρώτη ρουφηξιά, σκέφτηκες ότι όλα θα πάνε καλά, ότι όλα προς το παρόν είναι ήσυχα, στην δεύτερη ρουφηξιά όμως δεν σκέφτηκες τίποτα, παρά μόνο άκουσες· μια ριπή πυροβόλου που στόχευσε την φωτιά σου. Αμέσως ένιωσες ένα στιγμιαίο κάψιμο στο σώμα, σωριάστηκες στο χώμα και ήσουν πάλι εκεί. Στο μέρος που ήξερες καλά. Στο δικό σου βουνό, εκεί που γεννήθηκες και μεγάλωσες. Μακριά από την βοή του πολέμου. Ελεύθερος και παραδομένος στην ησυχία της νύχτας.
Το ημερολόγιο έγραφε: 09/03/ 1941. Σημείο θανάτου: Όρος Τρεμπεσίνα. Ύψωμα 731. Έτος γέννησης: 1907. Τόπος γέννησης: Γιάννιτσα Μεσσηνίας, Όρος Ταΰγετος.

Γιάννιτσα Ταΰγετος (η γέννηση) 



Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Τι μυρωδιά έχει το πανηγύρι; Τι χρώματα και τι ήχους; Τι ανθρώπους;

Υπάρχει μια φυλή ανθρώπων που πασχίζει για τα προς το ζην. Δεν μπορεί να απεργήσει και δεν έχει ποτέ μόνιμη έδρα.
Οι λεγόμενοι πανηγυριώτες ή παζαριώτες. Αυτοί λοιπόν όλο τον χρόνο, κυρίως από άνοιξη έως τέλη του Φθινοπώρου, φορτώνουν τα εμπορεύματά τους, όπως και όπου μπορεί ο καθένας, και γυρίζουν όλο τον ελλαδικό χώρο. 



Στήνουν παράγκες με τσιγκόφυλλα, μουσαμάδες και λιόπανα, ζούνε για λίγο χρόνο σ' αυτό τον χώρο, ανάμεσα σε σακούλες, εσώρουχα, σεντόνια, ασημικά, μυρωδιές από λουκουμάδες και σουβλάκια, στρώνουν να κοιμηθούν σε ράντζα πλάι στο εμπόρευμά τους και μετά ξεστήνουν,τα φορτώνουν και τραβάνε γι' αλλού. 

Πολλοί γνωρίζονται μεταξύ τους, μισιούνται, αγαπιούνται ή απλά ανέχονται ο ένας τον άλλον.


Τα πολλά χρόνια σ' αυτή την δουλειά δημιουργούν ιστορίες και προηγούμενα. Έχουν τα μάτια τους δεκατέσσερα, διαβάζουν κινήσεις και βλέμματα, ξέρουν ποιος ήρθε για να κλέψει, ποιος να ψωνίσει και ποιος να ρίξει μια ματιά. Οι ώρες του ύπνου τους είναι ελάχιστες, όπως και η τροφή τους. Τα μάτια τους είναι μόνιμα κουρασμένα.


Οι πανηγυριώτες είναι ένα κουβάρι ανθρώπων. Λαϊκοί, χίπηδες,"περίεργοι", καλόγριες, μοναχοί, ρωσοπόντιοι,τσιγγάνοι, αφρικανοί, πακιστανοί, έμποροι και φτωχοδιάβολοι, πτυχιούχοι και μη, καλλιεργημένοι και άξεστοι. Όλοι ένα πολύχρωμο ανθρώπινο μπλέξιμο, που συνυπάρχει και προσπαθεί να επιβιώσει. 

Και γύρω απ'αυτούς,ακόμα πιο διαφορετικοί άνθρωποι. Οικογένειες,αγύρτες,ψώνια και κλεφτρόνια. Γυναίκες με φθηνά φορέματα, με έντονα αρώματα και ντεκαπάζ και άλλες απλές και όμορφες. Άντρες που σέρνουν τα πόδια τους, που γκρινιάζουν και κουβαλάνε σακούλες. Άξεστοι,ευγενείς και λαϊκοί.
Οι άνθρωποι των αναμνήσεών μας. Των μυρωδιών, των χρωμάτων και των ήχων που γεμίζει ο νους με την λέξη πανηγύρι ή παζάρι.


Ακόμα να συμφωνήσουν αυτοί οι άνθρωποι τι είναι παζάρι και τι πανηγύρι. Άλλοι θεωρούν το παζάρι αυτό που έχει μεγάλη διάρκεια,ενώ άλλοι αυτό το θεωρούν πανηγύρι.
Όπως και να λέγεται λοιπόν, θέλει κόπο, προσπάθεια και πρέπει να έχεις ψυχή για να είσαι πανηγυριώτης ή παζαριώτης. 

Γι αυτό σεβασμό. 

Στη Βασούλα.



 Το πανηγύρι της Μεσσήνης σε ήχο εδώ



Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

Μια παλιά ξεχασμένη ντουλάπα γεμάτη μνήμη πάθη και επιθυμίες


                                       


Στο υπόγειο του κτηρίου των αλευρόμυλων στο λιμάνι της Καλαμάτας, υπήρχε πριν από περίπου 10 χρόνια μια παλιά ντουλάπα. Την ντουλάπα αυτή την χρησιμοποιούσαν οι εργάτες των αλευρόμυλων, πιθανόν για να αλλάζουν ρούχα. Εκ πρώτης όψεως δεν είχε κανένα ενδιαφέρον, ήταν χαλασμένη και σιγά σιγά την έτρωγε η μούχλα του υπογείου. Η ντουλάπα, δεν είχε πράγματα να φυλάξει και ήταν άδεια, άλλα με μια δεύτερη ματιά φύλαγε παγωμένα κάποια στιγμιότυπα απ'το παρελθόν των ανθρώπων που δούλεψαν σ' αυτό το ιστορικό κτήριο. Στιγμιότυπα από τους πόθους τους, τα πάθη τους και ότι θεωρούσαν εκείνοι όμορφο εκείνη την εποχή.

Αποκόμματα περιοδικών με γυμνές γυναίκες σε ερωτικές πόζες, εξώφυλλα του περιοδικού ΡΟΜΑΝΤΣΟ, ηθοποιοί και τραγουδιστές καθώς και μια αφίσα του Ολυμπιακού ήταν κολλημένα στα τοιχώματα και στα εσωτερικά φύλλα της ντουλάπας. Όλα τα παραπάνω είναι αποκόμματα ενός προσωπικού χώρου και αντανακλούν ταυτόχρονα την αισθητική και τα πιστεύω ενός ευρύτερου κοινωνικού χώρου της εποχής. Το άνοιγμα της ντουλάπας λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι ήταν μια δόση "ντοπαρίσματος"και μια στιγμή ανάπαυλας, ώστε ο εργαζόμενος να μπορεί να πάρει δύναμη για τις ώρες εργασίας του στο εργοστάσιο.  Μια ντουλάπα που συγχρόνως είναι κλειδαρότρυπα, στους πόθους και στην αισθητική κάποιων ανθρώπων που δούλεψαν σ' αυτό το κτήριο. Μια ντουλάπα που έχει φυλαγμένη την μνήμη και την αισθητική μιας εποχής και ενός κοινωνικού συνόλου μιας επαρχιακής πόλης.


Η ντουλάπα λοιπόν, μπορεί να μην είχε ρούχα και αντικείμενα, αλλά αποτελεί στιγμιότυπο της αισθητικής του ανθρώπου που την χρησιμοποιούσε, μια χρονοκάψουλα της εποχής και της 
αισθητικής του 1971-1974. 

                                        


Το παραπάνω χρονολογικό πλαίσιο προκύπτει από μια σκισμένη αφίσα της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ολυμπιακού που υπάρχει στη ντουλάπα. Η αφίσα αποτελεί το μέσο ώστε να προσδιορίσουμε χρονικά την χρήση της ντουλάπας.
Η συγκεκριμένη ομάδα παιχτών του Ολυμπιακού έπαιξε στα ελληνικά γήπεδα μεταξύ 1971-1974. Διακρίνονται οι ποδοσφαιριστές: Όρθιοι: Κουρέας, Αγγελής, Γκαιτατζής, Κόης, Γιούτσος.
Καθισμένοι: Παμπουλής, Δεληκάρης, Παππάς, Συνετόπουλος, Κουμαριάς, Υβ Τριαντάφυλλος.


Άρα μπορεί οι αλευρόμυλοι να έκλεισαν σχεδόν μια δεκαετία μετά, αλλά ο τελευταίος ή οι τελευταίοι άνθρωποι που  χρησιμοποίησαν για τελευταία φορά την ντουλάπα ως προσωπικό τους χώρο, αποτυπώνοντας την δικιά τους αισθητική στο εσωτερικό της ήταν την εποχή 1971- 74.        Έκτοτε κανείς δεν ασχολήθηκε μ'αυτή την ντουλάπα, κανείς δεν θέλησε να βάλει εκεί τα πράγματά του ή να ανανεώσει τα αποκόμματα με μια νέα ομάδα, με νέους τραγουδιστές και ηθοποιούς και φρέσκα ερωτικά κορίτσια.                  Οι αλευρόμυλοι μαράζωσαν και έκλεισαν λίγα χρόνια μετά. Η πόλη άρχιζε να αλλάζει και αυτοί που χρησιμοποίησαν αυτή την ντουλάπα θα είναι γερασμένοι ή ίσως να μην βρίσκονται στη ζωή, όπως και τα όμορφα κορίτσια που κοσμούσαν την ντουλάπα. Ο Νίκος Ξανθόπουλος που κοσμούσε μέρος από το ένα φύλλο της ντουλάπας δεν βρίσκεται πια στο καλλιτεχνικό προσκήνιο και δεν είναι πια καλλιτεχνικός αστέρας. Οι εποχές άλλαξαν. Η ξεχασμένη ντουλάπα και τα κολλημένα αποκόμματα, μπορεί να μην λένε τίποτα πια και να μην αφορά κανέναν, αλλά κάποτε ήταν ο χώρος μέσα στον οποίο οι άνθρωποι φύλαξαν αυτό που πίστεψαν, αυτό που τους άρεσε και τους προσδιόριζε μέσα στο κοινωνικό σύνολο. 
Μια ξεχασμένη ντουλάπα που στέκει αμήχανη μπροστά στη νέα αισθητική, τα νέα ινδάλματα και τους νέους σχεδιασμούς. Μια ντουλάπα που κρατάει φυλαγμένα εκείνα τα κορίτσια, εκείνη την ομάδα του Ολυμπιακού φρέσκα και πάντα νέα. Μια ντουλάπα που ακόμα περιμένει τον Άγιο Βασίλη εκείνα τα Χριστούγεννα.




Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

Η Σιβηρία καίγεται, ο πλανήτης μετρά αντίστροφα

Οι μεγάλες πυρκαγιές που έχουν ξεσπάσει στη Σιβηρία, εδώ και 9 ημέρες έχουν ήδη καταπιεί το 1/3 της έκτασης, δηλαδή 7,4 εκατομμύρια στρέμματα. Οι πυρκαγιές πιθανόν να πυροδοτήθηκαν από πτώσεις κεραυνών. Οι καλοκαιρινές πυρκαγιές στη Σιβηρία είναι σχετικά συχνές, ωστόσο η φετινές δεν έχουν προηγούμενο  δεδομένου ότι έχουν τροφοδοτηθεί από ένα μίγμα υψηλών θερμοκρασιών με δυνατούς ανέμους.

Αίσθηση προκαλεί η πληροφορία από την Moscow Times ότι λόγω των δυσπρόσιτων περιοχών που βρίσκονται οι φωτιές καθώς και το γεγονός ότι αυτές είναι μακριά από αστικούς ιστούς και ανθρώπινους πληθυσμούς η κυβέρνηση είχε μια βραδύτητα στο να οργανώσει την κατάσβεση. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται από δήλωση του κυβερνήτη της περιοχής Krasnoyarsk ο οποίος δήλωσε ότι: «Αυτό (η πυρκαγιά) είναι ένα κοινό φυσικό φαινόμενο, δεν έχει κανένα νόημα να το πολεμήσουμε, και μάλιστα μερικές φορές, ίσως να είναι και επιβλαβές».

Ο καπνός από τις πυρκαγιές ξεπέρασε το Νοβοσιμπίρσκ, την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Ρωσίας –­εκτός από άλλα μεγάλα αστικά κέντρα– και τον Αρκτικό Κύκλο έχει καλύψει 4,5 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα πάνω από την κεντρική βόρεια Ασία και πλέον έχει μεταφερθεί στην Βόρεια Αμερική. Ο καπνός από πυρκαγιές όπως αυτές αποτελείται από μικροσκοπικά σωματίδια και αέρια, όπως μονοξείδιο του άνθρακα και διοξείδιο του άνθρακα. Η έκθεση στον καπνό μπορεί να προκαλέσει την ανάπτυξη ορισμένων ασθενειών όπως καρδιαγγειακά και πνευμονικά προβλήματα. Ενώ η μακροπρόθεσμη έκθεση σε λίγες μέρες ή εβδομάδες αυξάνει τον κίνδυνο και την πιθανότητα επιπτώσεων στην υγεία, καθώς η σωρευτική δόση αυξάνεται. Οι τεράστιες απώλειες δασών που απορροφούν άνθρακα από την ατμόσφαιρα καθώς και η δημιουργία καπνού θα συμβάλουν σε αύξηση της θερμοκρασίας στη Σιβηρία.

Το βράδυ της Τρίτης οι ΗΠΑ δήλωσαν ότι θέλουν να βοηθήσουν στην κατάσβεση κάτι που το
κράτος της Ρωσίας το εξετάζει δίχως να το αποκλείει.

Ενώ το 1/3 της Σιβηρίας έχει καεί, με την φωτιά να προχωράει, κάποιες περιοχές της πλήττονται από πλημμύρες. Μάλιστα στην πόλη  Baikalsk η οποία βρίσκεται στις όχθες της βαθύτερης λίμνης του κόσμου, υπάρχουν 13 δεξαμενές αποθήκευσης ανεπεξέργαστων τοξικών αποβλήτων, οι οποίες κινδυνεύουν να πλημμυρίσουν και έτσι τα απόβλητα να χυθούν στην λίμνη.

Ο άνθρωπος έχει επιταχύνει τον προαιώνιο κύκλο της κλιματικής αλλαγής της Γης με ανυπολόγιστες συνέπειες. Η εκμετάλλευση και το κέρδος με την ταυτόχρονη απομύζηση του πλανήτη έχουν φέρει την Γη στο όριο της. Οι ίδιοι οι κυρίαρχοι που λυμαίνονται αυτόν τον πλανήτη ήδη ετοιμάζουν τα επόμενα βήματα συνέχισης της κυριαρχίας τους εντός αλλά και ακόμα εκτός Γης. Το δυστοπικό μέλλον με τον πλανήτη να καταστρέφεται και τους ανθρώπους να μην μπορούν να τραφούν απ’ αυτόν και να είναι υποχείρια της κυριαρχίας δεν είναι σενάριο αλλά σκηνή από το παρών αυτού του πλανήτη. Η μόνη διέξοδος είναι η εξέγερση ενάντια σε αυτό το παρών της κυριαρχίας ώστε να υπάρξει μέλλον χωρίς αυτήν!

Ελευθερόκοκκος

Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

Αλευρόμυλοι Καλαμάτας. Η γειτονιά του Λιμανιού με την συσσωρευμένη μνήμη.

Αν κάποιος περιπλανηθεί στη γειτονιά του λιμανιού της Καλαμάτας μπορεί να πάρει μια γεύση από το ζωντανό παρελθόν της πόλης. Το κτήριο των αλευρόμυλων στέκει εκεί σχεδόν έναν αιώνα, κρατώντας ένα κομμάτι από την μνήμη της πόλης. Για πολλά χρόνια άνθρωποι μόχθησαν γύρω και μέσα σ'αυτό το κτήριο. Πάλεψαν και εναπόθεσαν τις ελπίδες τους για επιβίωση, στην λειτουργία αυτού του σημαντικού κτηρίου. Έχασαν την ζωή τους τον Μάη του 1932 διεκδικώντας απλώς τα αυτονόητα, να μην χάσουν την δουλειά τους.

Οι μύλοι είδαν αμέτρητα καράβια να φορτώνουν και να ξεφορτώνουν, άκουσαν ανθρώπους με παράξενες γλώσσες να μιλούν, είδαν την Μασσαλία του νότου (όπως έλεγαν τότε την Καλαμάτα λόγω της έντονης δραστηριότητας του λιμανιού) να σφύζει από ζωή. Είδαν το κόσμο να περιμένει στο λιμάνι για να μεταναστεύσει σε άλλες χώρες και ηπείρους. Είδαν κλάματα, γέλια και αποχαιρετισμούς. Είδαν μάχες να εξελίσσονται στην περιοχή του λιμανιού καθώς οι Ναζί εισέρχονταν στην πόλη. Ένα κτήριο που κρατάει με νύχια και με δόντια όλα αυτά που η τουριστικοποίηση της πόλης τα θάβει με γοργούς ρυθμούς. Πέρα απ' το φολκλόρ και το στυλιζαρισμένο, οι μύλοι στέκουν γυμνοί και ξεδοντιασμένοι δείχνοντας ένα παρελθόν που διαλύεται και μοιάζει τόσο ξένο μπροστά στην σημερινή εξέλιξη της πόλης. Το ίδιο και τα γύρω κτίσματα του λιμανιού, παλιά καταστήματα, μικρές βιοτεχνίες και παλιά σπίτια με εσωτερικές αυλές, όλα αυτά που οι πάντες τα προσπερνούν ψάχνοντας ξαπλώστρα στην τιγκαρισμένη παραλία της πόλης και αναπνευστήρα από το μεγάλο κατάστημα παιχνιδιών που βρίσκεται δίπλα απ' τους μύλους.
Αν κάποιος λοιπόν, περιπλανηθεί σ' αυτή την γειτονιά και μπορέσει να την διαβάσει, αποφεύγοντας τα μεγάλα καταστήματα και τα ξενοδοχεία, θα ακούσει τα πλοία να πηγαινοέρχονται, τις φωνές των ανθρώπων που δουλεύουν στο λιμάνι, τις μηχανές να δουλεύουν στο εσωτερικό των μύλων, θα μυρίσει τα εμπορεύματα των γύρω μαγαζιών αναμεμιγμένα με το ιώδιο της θάλασσας και θα δει εικόνες γεμάτες χρώμα και ζωντάνια.

Σήμερα οι μύλοι στέκουν αμήχανοι μπροστά στην τουριστική εξέλιξη της πόλης. Γερασμένοι και ξεχαρβαλωμένοι, σαν τους γέρους που κάθονται σε μια πλαστική καρέκλα και κοιτάζουν τον κόσμο να τρέχει χωρίς κανείς να τους δίνει σημασία.
Θα γκρεμιστούν; Θα γίνουν καζίνο; Θα γίνουν ξενοδοχείο; Όλες οι παραπάνω σκέψεις που ακούγονται κατά καιρούς στην πόλη για το τι θα γίνει κτήριο, έχουν και συμβολικό χαρακτήρα καθώς δείχνουν την αλλαγή μιας παραγωγικής και ζωντανής πόλης σε τουριστική. Δείχνουν το μέλλον που έχει προδιαγραφεί από καιρό για τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Και όπως πολύ ωραία το είχε περιγράψει ο Ηλίας Πετρόπουλος: «Δεν μένει ας πούμε επαγγελματικά κανένα άλλο μέλλον για τον έλληνα, από το να αποβεί γκαρσόνι σε τουριστικά ρεστοράν ή συλλέκτες καποτών στο δρόμο, απ’τις καπότες που θα πετάν οι ξένοι τουρίστες• τίποτα άλλο.Όσο για την γλώσσα μας, δεν νομίζω ότι έχει άλλο μέλλον, από το να αποβεί μια αργκό προς χρήση των ιθαγενών πλέον της Ελλάδος». 

Αφιερωμένο σε όσους αηδιάζουν με τον τουρισμό και αγαπούν τον τόπο τους, γιατί αυτά τα δύο δεν πάνε μαζί.








Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Ένα καθημερινό μεσημέρι σε μια πολυκατοικία

Μεσημεριανό καλοκαίρι σε πενταόροφη πολυκατοικία. Ανοικτές οι μπαλκονόπορτες και κουφωμένα τα στόρια στα δωμάτια που τα δέρνει ο καλοκαιρινός ήλιος.

Τα πάντα ακούγονται, συζητήσεις, τσακωμοί, κατσαρόλες,παιδιά να κλαίνε και πάει λέγοντας.Έχεις συνηθίσει το καλοκαιρινό ηχοτοπίο της πολυκατοικίας σου και πλέον το αυτί δεν επικεντρώνεται σε κανέναν ήχο, παρά τους βάζει σαν χαλί για να πατήσει επάνω ο πολυπόθητος μεσημεριανός σου ύπνος.

Ξαπλώνεις στο κρεββάτι και την στιγμή που μια σταγόνα σάλιο πάει να τρέξει στο μαξιλάρι το αυτί σου πιάνει έναν ήχο διαφορετικό, ένα βζζζζζζζζ- βζζζζζζζζ. Βγαίνεις από τα βάθη των μπερδεμένων σου ονείρων και προσπαθείς να καταλάβεις τι είναι αυτό το βζζζζζζζ, από που έρχεται το βζζζζζζζ. Σκέφτεσαι ότι είναι drone, μέσα στο λιοπύρι ποιος μαλάκας πετάει drone και τι θέλει να δει; Μας έχουν πρήξει μ' αυτά τα drone οι μαλάκες οι ματάκηδες!

Ανοίγεις την μπαλκονόπορτα και αντιλαμβάνεσαι ότι ο ήχος είναι απ' την απέναντι πολυκατοικία, ψάχνεις να βρεις από ποιο όροφο και τότε τι βλέπεις; Έναν φουσκωτό τυπά μόνο με το ελαστικό του μποξεράκι να έχει βγει στο μπαλκόνι και να ξυρίζει με την κουρευτική μηχανή τα πόδια του. Ρε δεν πάει καλά ο κόσμος σκέφτεσαι! Ο τυπάς είναι όρθιος, έχει ακουμπήσει την πατούσα του σε μια καρέκλα και ξυρίζει γάμπες και μπούτια. Ανοίγει τα πόδια του ώστε να ξυρίσει καλά και το ανάμεσα σημείο και αλλάζει πόδι για να είναι ομοιόμορφα ξυρισμένος. Στο τέλος πάει στα κάγκελα του μπαλκονιού δίπλα απ'την Ελληνική σημαία που κυματίζει στον ζεστό ουρανό και ξυρίζει τα χέρια του έξω από το μπαλκόνι ώστε κάποιες τρίχες να πάνε στον από κάτω όροφο, λερώνοντας το μπαλκόνι του γείτονα και άλλες στο πεζοδρόμιο. Μετά από αυτό ο καθαρός από τρίχες φουσκωτός, μπαίνει στο σπίτι του και χάνεται πίσω απ' τις κουρτίνες.

Και εκεί που πίστευες ότι η παράσταση της αποτρίχωσης έλαβε τέλος, μια άλλη παράσταση αρχίζει στο δίπλα μπαλκόνι.Τυπάς ανοίγει την μπαλκονόπορτα γυμνός. Σκύβει παίρνει το ποτιστήρι, ανοίγει την βρύση, γεμίζει νερό και ποτίζει τις δυο του μαραμένες γλάστρες. Δύο ποτιστήρια σε ένα στο ίδιο μπαλκόνι!

Βλέπεις και αυτό και σκέφτεσαι ότι παίζει αυτοί οι δύο να σου κάνουν πλάκα ή η ζέστη σε έχει βαρέσει κατακούτελα! 

Σάββατο 8 Ιουνίου 2019

Ο Χοντροκεφάλας είναι ένα πρόβλημα.

Χθες το βράδυ είχαμε γατοκαβγά στην αυλή. Όλα εξελίσσονταν ομαλά, ο γάτος Μάου (ο γείτονας που θέλει να μας υιοθετήσει)  καθόταν στο περβάζι του παραθύρου και παρατηρούσε τον Χάχα που έκανε κωλοτουμπίδια ενώ η Τούφα αραχτή στο σαλόνι του σπιτιού σκεφτόταν την μεσημεριανή της τσιπούρα.
Το σκηνικό άλλαξε δραματικά όταν ξαφνικά εμφανίστηκε ο πολλά βαρύς γάτος ονόματι Χοντροκεφάλας. Ο Χοντροκεφάλας είναι γνωστός στο γατήσιο βασίλειο της γειτονιάς για τις ηγεμονικές και εξουσιαστικές του τάσεις. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες απ’ την πάνω γειτονιά που επιβεβαιώνουν τον βίαιο και λαίμαργο χαρακτήρα του. Ο Χοντροκεφάλας λοιπόν ανέβηκε τις σκάλες της αυλής και αφού τραμπούκισε τον Χάχα, έδωσε ένα σάλτο και ανέβηκε στο περβάζι του παραθύρου για να τραμπουκίσει τον Μάου. Ο Χοντροκεφάλας γρύλισε και φούντωσε την ουρά του, ο Μάου μάζεψε τα αυτιά πίσω και χωρίς να χάσει στιγμή σφαλιάρισε τον Χοντροκεφάλα που ανταπέδωσε.
Επακολούθησαν γατήσιες κραυγές, η Τούφα ξύπνησε από το όνειρο της τσιπούρας και φουντωμένη κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Ήθελε να βγει έξω να καθαρίσει μα η πόρτα ήταν κλειστή. Κοιτάζει τους δούλους της επίμονα και απαιτεί να της ανοίξουν την πόρτα ΤΩΡΑ! Όπως και έγινε. Εν μέσω κραυγών και ποδοβολητών η Τούφα πετάγεται έξω και αντικρίζει τον Χοντροκεφάλα να καταδιώκει τον Μάου στα σκαλιά, αναγκάζοντάς τον να πηδήξει την εξώπορτα.
Η Τούφα φουντώνει την ουρά μετατρέποντάς την σε βουρτσάκι μπουκαλοκαθαριστή και κατεβαίνει ΑΟΥΑ τα σκαλιά με τις πάντες. Ο Χοντροκεφάλας τα χάνει καθώς βρίσκεται εγκλωβισμένος μεταξύ σκαλιών και εξώπορτας και βλέπει το λευκό χοντρό βέλος να είναι έτοιμο να τον κατατροπώσει εκδιώκοντας τον απ’το βασίλειό της. Πριν καλά καλα πέσει πρώτη σφαλιάρα ο Χοντροκεφάλας δίνει ένα σάλτο και πηδάει και αυτός με την σειρά του απ’ την εξώπορτα.
Η Τούφα επέστρεψε μετά από λίγη ώρα στο σαλόνι της, αφού είχε βεβαιωθεί ότι ο Χοντροκεφάλας ήταν μακριά, συνεχίζοντας το όνειρο της μεσημεριανής τσιπούρας.

Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

ΜΑΗΣ 1934 Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ



-Τι θα μπορούσε να μας πει μια προβλήτα λιμανιού και ένας παλιός αλευρόμυλος;
 Αν περιπλανηθούμε κάποια στιγμή στο λιμάνι της Καλαμάτας, ίσως μπορέσουμε να νιώσουμε τους πόθους, τα όνειρα και τον μόχθο των ανθρώπων που έζησαν σ’ αυτό το μέρος. Το ίδιο μπορεί να συμβεί αν οδηγήσουμε τα βήματά μας και στο κουφάρι των παλιών αλευρόμυλων, που δεσπόζει δίπλα στην προβλήτα του λιμανιού. Το κτήριο παραμένει παρέα με πολλά μηχανήματα, διοικητικά χαρτιά και σακιά με την επωνυμία των αλευρόμυλων. Ακόμα και τα αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά της εποχής  που βρίσκονται κολλημένα στις ντουλάπες των εργατών μαρτυρούν με τον τρόπο τους κάποια ιδιαίτερα μυστικά των τελευταίων ανθρώπων που δούλευαν εκεί λίγο πριν κλείσουν οι μύλοι. Το λιμάνι και οι αλευρόμυλοι έχουν πολλές ιστορίες να μας διηγηθούν. Ιστορίες για ανθρώπους που ήρθαν από μακριά και για άλλους που ήταν γεννημένοι σ’ αυτό τον τόπο και συνυπήρχαν στο λιμάνι δουλεύοντας για κάποιο αφεντικό πλουτίζοντάς το ενώ οι ίδιοι έμεναν σε προσφυγικά παραπήγματα στην παραλία και σε διάφορες λαϊκές γειτονιές της Καλαμάτας. Η ιστορία όμως που έμελλε να σημαδέψει αυτό το μέρος δεν είναι χαρούμενη αλλά βαμμένη με το αίμα δεκάδων απεργών και αλληλέγγυων. Η αιματοβαμμένη εξέγερση των λιμενεργατών και των μυλεργατών τον Μάη του 1934 ενάντια στα αφεντικά και το κράτος άφησε πίσω της οχτώ νεκρούς, δεκάδες τραυματίες και πολλές υλικές καταστροφές σε  διάφορα κτήρια εκ των οποίων αυτό της τράπεζας Αθηνών, το σπίτι ενός εκ των ιδιοκτητών των μύλων ‘’Ευγγελίστρια’’ Πάστρα καθώς και το τραμ της πόλης. Η εξέγερση της Καλαμάτας στις 9 Μαΐου του 1934 δεν είχε ‘’μέντορες’’ και ‘’επαναστατικές κομματικές φυσιογνωμίες’’ αφού οι εργάτες είχαν αποκηρύξει τέτοιου είδους αποστήματα μέρες πριν το αιματοκύλισμα.  Γι’ αυτό το λόγο τα γεγονότα της Καλαμάτας παρά την δραματική εξέλιξη που πήραν και τον θόρυβο που προκάλεσαν σε όλο τον ελλαδικό χώρο δεν έγιναν ποτέ σήμα κατατεθέν ως ''μοντέλο αγώνα'' για την καθεστωτική αριστερά. Μάλιστα προς αποφυγή οποιοδήποτε πολιτικού προσεταιρισμού από το κώμα του λαού καθώς και για τωρινά συμπεράσματα σε πρακτικές του κώματος σχετικά με τον χαρακτήρα που θα πρέπει να έχει μια εξέγερση, είναι καλό να αναφερθεί ότι η 2η ολομέλειά του ΚΚΕ τον Νοέμβριο του 1934 ανακοινώνει ότι

Καλαμάτα 9 Μάη 1934 (Μια άλλη ιστορία)

Μια άλλη ματιά στην αιματηρή απεργία της Καλαμάτας στις 9 Μάη το 1934.
Αναδημοσίευση από Χρόνος για Ξόδεμα 




















Για την εξέγερση των μυλεργατών στην Καλαμάτα τα τελευταία χρόνια έχουν γραφτεί πολλά, από διάφορο κόσμο που έχει αναδείξει το ζήτημα. Έγω παραθέτω το κείμενο του Μπούρμπουνα για τα γεγονότα του Μαίου του 1934.
Ωστόσο μέσα στις γενικές πληροφορίες που μας έχουν εξιστορήσει η παλιοί έιναι και μια που σχετικά πρόσφατα έφτασε στο αυτί μου, απ τον μπαρμπά Μήτσο τον Βάγια, αντάρτη στα χρόνια του εμφυλίου στην περιοχή του Μωριά. 
Κατά την προσπάθεια της κατάπνιξης της απεργίας των εργατών στην Καλαμάτα το 34 ο αξιωματικός που έλαβε την εντολή εκ των ανωθεν για πύρ και διέταξε τους στρατιώτες να καταπνίξουν την απεργία ονομαζόταν Διακουμογιαννόπουλος. Μετέπειτα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου ο ΕΛΑΣ έχοντας έλλειψη αξιωματικών ζήτησε την ένταξη του Διακουμογιαννόπουλου στο αντάρτικο. Ο ίδιος τους είπε: "έγω είχα δολοφονήσει εργάτες το 34 στην Καλαμάτα, πως θα μπορέσω τώρα να έρθω μαζί σας;". Τελικώς ο Διακουμογιαννόπουλος (Στέλιος νομίζω στο μικρό) αναδείχθηκε σε μια απ τις ηγετικές μορφές του ΕΛΑΣ στη Μεσσηνία αλλά και σε ολόκληρη την Πελοπόννησο.
Για την ιστορία, ο μπαρμπά Μήτσος που μου έχει εξιστορήσει πολλά από εκείνα τα χρόνια, ζει και βασιλεύει, 90κάτι χρονών. Η δική του προσωπική ιστορία θα μπορούσε να γίνει κάλλιστα ταινία.



Ραντεβού στους μύλους...χέσε τα Jumbo!!!



Στους μύλους.

Που είδαν πλοία να φεύγουν για την Αμερική,

γεμάτα ελπίδα και καημό.

 

 Άσπρα μαντήλια, μαύρα τα δάκρια

και μια καρδιά που σπαρταράει

ξεχασμένη στον λιμενοβραχίονα,

περιμένοντας στους κάβους

την ημέρα

που το πλοίο θα ξαναδέσει.

 

Στους μύλους

του μόχθου για κάτι καλύτερο.

Της σκλαβιάς των χρημάτων και της καταπίεσης.

Των όπλων,

του αίματος

και των πληγωμένων ονείρων.

Στους μύλους της έκρηξης,

 της εξέγερσης

και του γκρεμίσματος της μηχανής.

 

Μέχρι να βγει και η τελευταία πνοή,

μέχρι να γκρεμιστεί η μηχανή,

το ραντεβού οφείλει να είναι

στους μύλους.

ΚΑΛΑΜΑΤΑ1934: Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ

Το παρακάτω κείμενο είχε δημοσιευτεί τον Δεκέμβριο του 2002 από την αναρχική εφημερίδα Διαδρομή Ελευθερίας.

Η πόλη της Καλαμάτας αριθμεί σήμερα πάνω από 50 χιλιάδες κατοίκους. Η ανεργία είναι ένα από τα βασικά προβλήματα της πόλης, όπως άλλωστε και όλης της περιοχής της Πελοποννήσου. Σήμερα λίγα εργοστάσια έχουν μείνει στην περιοχή, κυρίως μικρές βιοτεχνίες. Το μόνο μεγάλο εργοστάσιο είναι αυτό της καπνοβιομηχανίας Καρέλια το οποίο συνεχώς απολύει εργάτες καθώς αποκτά νέα μηχανήματα που αντικαθιστούν τα εργατικά χέρια. Η τεχνολογική «ανάπτυξη» είναι για άλλη μια φορά η αιτία για την δυστυχία πολλών ανθρώπων.

Κάτι ανάλογο έγινε στην πόλη και το 1934. Όμως, την εποχή εκείνη, σε αντίθεση με την σημερινή αδράνεια, οι αντιδράσεις οδήγησαν σε μια αιματοβαμμένη εξέγερση που ανέδειξε τη δύναμη που κρύβουν μέσα τους οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι.

Το 1934 οι εργάτες στο λιμάνι της Καλαμάτας (που τότε ήταν ένα από τα πιο δραστήρια λιμάνια στον ελλαδικό χώρο) ήρθαν αντιμέτωποι με τα τεχνολογικά «επιτεύγματα» της εποχής. Στο λιμάνι λειτουργούσαν τότε οι μεγάλοι αλευρόμυλοι «Ευαγγελίστρια». Πολλά καράβια που μετέφεραν σιτάρι έφθαναν εκεί για την παραγωγή αλευριού. Οι ιδιοκτήτες των μύλων (Πάστρας και Τραβασάρας) είχαν αποφασίσει να αγοράσουν ένα νέο μηχάνημα το οποίο θα ρουφούσε το σιτάρι από τα αμπάρια των πλοίων και θα το οδηγούσε κατευθείαν στον μύλο. Αυτό βέβαια θα είχε σαν συνέπεια την απόλυση πολλών από τους φορτοεκφορτωτές που έκαναν μέχρι τότε την δουλειά αυτή. Για να αποφευχθούν οι σίγουρες αντιδράσεις, το κράτος αποφάσισε να δίνονται στους εργάτες 6 δραχμές για κάθε τόνο σιταριού που θα εκφορτωνόταν από την «ρουφήχτρα». Όμως οι