Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Οι καρδιές μας οι επίμονες



Έζησα τις φωτιές των γειτονιών, 

τ' ατέλειωτα βήματα σ' ασβεστωμένους δρόμους,

έκαψα τα χέρια μου πυρώνοντας αερόστατα, τα μάτωσα σχίζοντας καλάμια,

σε γειτονιά που μεγάλωσε, πέθανε και θάφτηκε στο τσιμέντο.


Χαμένη αποκριά στο εγκαταλειμμένο φυλάκιο των παιδικών χρόνων.


Τα βήματά μου τα έσυρα στα χώματα, σε μονοπάτια ανοιγμένα από γιαγιάδες ζαλωμένες με ξύλα, μαύρες και ζαριασμένες.

Θραύσματα του χρόνου, στωικά περιμένουν το ποδοπάτημα, τον ήλιο, την βροχή και την αδιαφορία.

Χρόνε φώτισε, ρίξε μια ματιά στο χνούδι που αιωρείται στον αέρα, 

δείξε τον σωστό τρόπο να ζήσω και να φύγω από δω

 

Και τώρα πια, που χιλιάδες ενήλικα βήματα μακριά, με οδήγησαν πίσω,

βλέπω πως νύχτα και μέρα, πιστεύω μόνο σ' όσους παλεύουν ν' αντέξουν τον χειμώνα.

Σ' όσους δίνουν κουράγιο στο μπουμπούκι στη ρωγμή της ασφάλτου.

Σ' όσους τιμούνε, σιωπές και εξεγέρσεις.

Σ' όσους καίνε το είδωλο τους στον καθρέπτη.


Αναγεννάτε το βυθισμένο μου πνεύμα μέσα στο όφελος της μισθωτής σκλαβιάς, 

στο λαμπερό νεκροταφείο της καθωσπρέπει επιβίωσης, 

την στιγμή που ο ήλιος ξερνάει στο πρόσωπό μου τις στιγμές που μου απομένουν στο φως.

Για μια στιγμή όλα μπορούν να είναι αλλιώς.


Είμαστε μαζί.


Με νιώθεις που τα δάχτυλα σου με πνοές τα μετρώ,

σε διαδρομές σε χώρους και σε τόπους ατελείς.

Όλα τα ενδεχόμενα μας περιτριγυρίζουν.

Ρουφήχτρες βλεμμάτων και σκέψεων,

επίμονα και λαίμαργα περιμένουν να μας αλώσουν.

Μα οι καρδιές μας επιμένουν, στο δικό μας ενδεχόμενο, 

θολές λάμψεις πεισματάρη σηματωρού στην ομίχλη,

διασχίζουν και σχίζουν το κύμα ανάποδα

σε διαδρομή για το πέλαγο.

 

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

Της πτώσης αντάρα

 


Δεν σκόρπισα μωρή γαμιόλα ζωή, δεν μου δόθηκε η ευκαιρία.

Συρρικνώθηκα χρόνο το χρόνο και τώρα ξαπλώνω σε σπασμένα γυαλιά

και μόνο ανάποδα ξέρω τ' αστέρια να μετρώ.

 

Έλα έξω, μου λες, έχει ωραία νύχτα.

Τραβάω και εγώ, αλλά μάταια.

Τα προγραμματισμένα σκοτάδια, δεν είναι όπως αυτά που έχω πρόχειρα,

ανάλογα την περίσταση.

Τι να τις κάνω τις νύχτες, τι κι αν γυμνές μου προσφέρονται;

Όταν το φως πια μ’ έχει αποκάμει, έπονται δεύτερες.

Το φως,

που σώνει και ντε θέλει νόημα, αυταρέσκεια και επιβίωση.

Γι’ αυτό όταν θέλω να δώσω ένα τέλος, πέφτω και κοιμάμαι νωρίς.

 

Ξυπνάω πρωί, πολύ πρωί, για να προλάβω τον εαυτό μου που φεύγει.

Να τον δω λίγο πριν σβήσουν τα φώτα, λίγο πριν την αυγή,

να αποχαιρετιστούμε στα βαθιά, πριν πνιγούμε στα ρηχά της μέρας.

Με την αφή στέλνω μηνύματα αναπάντητα στην θνητότητα,

τραβάω τα χείλη μου, νυχιάζω τα δάχτυλά μου,

την ρωγμή χαϊδεύω

και αισθάνομαι την αρχή και το τέλος.

Στο 'να χέρι μια λίθινη αιχμή, κτέρισμα τάφου ήρωα.

Στο άλλο σημάδι από καυτό κερί, του Ικάρου το φιλί.

Πτώσεις.

 

Μόνο τα παιδιά ίσως γνωρίζουν να ζουν, τραβώντας τα κρεμάμενα ξέφτια του χρόνου.

Λασπωμένα όστρεα στα όρη. Ξεμάκρυναν οι θάλασσες, σκλήρυναν τα σώματα.

Μεγάλωσες.

Κάπου κάπου οσμίζονται οι περαστικοί τον βυθό, και τρομαγμένοι επιστρέφουν στα φώτα,

μα τα παιδιά προσπαθούν ν' ακούσουν την αρχαία θάλασσα 

και ύστερα τα γυρνούν στο χώμα, να μετρούν τον χρόνο με βροχές.

 

Σου μιλώ για σχέδια μελλοντικά και ένα βιολί στο ραδιόφωνο αγκαλιάζει τις λέξεις·

κάπνα στην ατμόσφαιρα·

και απ' την μπαλκονόπορτα ένα φορτηγό θωρώ να ξεφορτώνει μπάζα.

 

Μια μακρά περίοδος

συνεχόμενων και αλληλοτροφοδοτούμενων κρίσεων είναι το κάδρο μου,

γι’ αυτό και φαίνομαι σκυθρωπός.

Κάθε τόσο του βάζω φωτιά, στρώνω ένα χαμόγελό,

αλλά πάλι τα ίδια,

μέχρι η φωτιά να κάψει και μένα.

 

Και οι στάχτες να σκορπιστούν στο Ταίναρο, 

σεισμού κουρνιαχτός του Γαιηχόου Ποσειδώνα.

Στις βαθιές των εγκάτων αντάρες είμαι στο Ταίναρο,

στην άκρη,

στο σπάραγμα του κύματος στον βράχο.