Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Τα για πάντα χαμένα του Φανούρη

 

Πηγαίναμε που λες στον Άγιο Φανούρη. Στροφές, ανέβα κατέβα, παιδί εγώ, κοιτούσα τη ρεματιά από κάτω και μ'έπιανε ένας κόμπος κάτω απ'τον αφαλό. Να, μου λέει ο πατέρας, εδώ χάθηκαν τα παιδιά. Κοιτάω το ρέμα και βλέπω ένα τρακτέρ γκρεμοτσακισμένο. Πήραν τα παιδιά το τρακτέρ και έπεσαν στο ρέμα, πάει χάθηκαν και το τσακισμένο τρακτέρ ακόμα εκεί. Μνημείο αυτού του χαμού. Άλλαξε το ρέμα στα μάτια μου και έγινε μια τεράστια αχανής τρύπα με φωνές και φασαρία πολύ. Πόσος χαμός κάποτε σ' αυτό τον λόγγο; Όσες πίτες και να φτιάξει κανείς στον Φανούρη ζωές που χάθηκαν δεν τις φέρνει πίσω. Πόσο παράξενο όμως, δίπλα στο εκκλησάκι του Φανούρη να υπάρχει κάτι που ο ίδιος δεν μπορεί να φανερώσει. 

Πλήθος ανθρώπων, ανάμεσά τους και εγώ με μια σακούλα στο χέρι, έτοιμος να την γεμίσω με χαμένα και πόθους, περιμένοντας στην σειρά για ένα κομμάτι πίτα από κάθε μια που ήταν απλωμένες στην μάντρα της εκκλησίας. Γεμάτες οι σακούλες και τα στόματα γεμάτα χαμένα πράγματα, πόθους και ανεκπλήρωτα. Γεμάτη και η δική μου σακούλα. Ξέρεις πόσα κομμάτια από χαμένα ανεκπλήρωτα άλλων έχω φάει πιτσιρικάς; Ακόμα τα κουβαλάω λες και είναι δικά μου, αλλά δεν είναι, το ξέρω.

Σαν έφηβος όμως η γιορτή του Φανούρη συνέπεφτε με διάβασμα. Μεταξεταστέος, ως συνήθως, ο άχρηστος και ο δεν κανει για τίποτε έκανε διάλειμμα για τις πίτες του Φανούρη. Το μάσημα της πίτας σηματοδοτούσε το χάσιμο του καλοκαιριού και του καλοκαιρινού μου χρόνου, κάθε μάσημα και ένα βήμα πιο μακριά απ'το καλοκαίρι που όλο και ξεμάκραινε στην κοιλιά μου και ούτε αυτό ο Φανούρης μπορούσε να το φέρει πίσω. Μαζί μ'αυτό γλιστρούσε και χανόταν η παιδικότητά μου και όλο κάτι έπρεπε να γίνω σαν ενήλικας πια.

Μα τι βρίσκει ρε γαμώτο τελικά αυτός ο Φανούρης;


Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

13 χρόνια απ'την καταστροφή, τον θάνατο και τον έρωτα

 

Πάνε 13 χρόνια από τότε που κοίταξες το βουνό και εκείνο είχε μεταμορφωθεί σε φουγάρο. Απίστευτη ποσότητά καπνού ανέβαινε στον ουρανό, μεταμορφώνοντας τον Ήλιο σ'ένα τεράστιο λευκό χάπι και βρέχοντας στάχτη τις καρδιές όλων που χτυπούσαν στον βουνό. Η θάλασσα κυμάτιζε κάρβουνο εκείνες τις ημέρες του Αυγούστου, μαύρο το κύμα στις ακτές γεμάτο θρηνητικό ήχο. 

Φεύγεις, πας να βοηθήσεις το βουνό, έχοντας την ψευδαίσθηση πως εσύ ένας τόσο δα άνθρωπος, θα μπορούσες να βοηθήσεις το πελώριο βουνό που δοκιμάζεται από μια φωτιά αντάξια του όγκου του, μα όταν πλησιάζεις αυτό είναι αδύνατον, σαν ένα τεράστιο αόρατο καυτό σιδερένιο φράγμα να σου χτυπάει το σώμα και να σε πετάει μακριά. Τα δέντρα τρίζουν καθώς πεθαίνουν, νιώθεις τον πόνο των ζώων που εγκλωβίστηκαν σ' αυτή την κόλαση και εσύ δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Πονάς βαθιά και λίγα λεπτά αφού περάσει η φωτιά, "ακούς" την απόλυτη σιωπή και σκέφτεσαι πως αυτός είναι ο μη ήχος του θανάτου.

Κάποιες μικρές φωτιές ακόμα καίνε αλλά εσύ προχωράς γιατί ανάμεσα στην κάπνα, στην μαυρίλα των κορμών που ακόμα σιγοκαίνε και στις διάσπαρτες φωτιές, στο βάθος του δρόμου, βλέπεις μια ανθρώπινη φιγούρα να περπατάει μόνη. Πλησιάζεις και είναι το βλέμμα κενό, μουτζουρωμένο  το πρόσωπο απ'τα δάκρυα, το παντελόνι σκισμένο χαμηλά και το πουκάμισο ανοιχτό. "Η φωτιά είναι θηρίο αγόρι μου" σου λέει, "όλα τα ζωντανά κάηκαν, στάχτη όλα, το βουνό, πάει, πάνε." 

Το βράδυ, ενώ γυρνούσες απ'το βουνό εναλλάσσονταν  η φλόγα του βουνού με αυτή του έρωτα. Το χάδι, το φιλί και ο οργασμός ένα κουβάρι, με εναλλαγές εικόνων, ήχων και μυρωδιών. Σε δύο μέρη ταυτόχρονα, από την μια στο σώμα της και από την άλλη το διψασμένο σώμα του βουνού. Σαν να έπρεπε να ισορροπήσεις την καταστροφή.

Το πρωί ακούς πως η φωτιά χόρτασε το δάσος και κατεβαίνει στο χωριό. Ένα πελώριο αεροπλάνο αδειάζει λίμνες νερού από πάνω αλλά αυτή εκεί, αγέρωχη συνεχίζει να κατακαίει. Αρκετοί είναι αυτοί που έχουν μαζευτεί σ'ένα σπίτι με πισίνα και κοιτούν την εξέλιξη της φωτιάς σπρώχνοντάς ο ένας τον άλλον στην πισίνα και άλλοι πίνοντας μπύρες, ενώ τα ελικόπτερα και τα αεροπλάνα κάλυπταν τα γέλια και τις φωνές τους. 

Φεύγεις από εκείνο το μέρος και στην πορεία σε ρωτάνε εάν το χωριό σώθηκε. "Δυστυχώς το δάσος κάηκε και δυστυχώς το χωριό σώθηκε." 13 χρόνια μετά, σκέφτεσαι πως αυτή την φράση δεν θα την άλλαζες και μετά θυμάσαι τον τραμπαλισμό καταστάσεων που είχες βιώσει εκείνες τις μέρες και το παίρνεις πίσω. Ίσως όλα αυτά είναι ένα παιχνίδι του μυαλού, ώστε να αντέξει το παιχνίδι της καταστροφής και του θανάτου, ίσως όλα να είναι ένα.

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

Υφέρποντες και εκκωφαντικά προσεκτικοί


Κλειστήκαμε σε πόλεις, σε δουλειές.


Πνιγήκαμε στην ασφάλεια και στην προετοιμασία.


Διαβάζουμε, μελετάμε, μετράμε τις αποστάσεις και υπολογίζουμε


το κέρδος και τη ζημιά.


Είμαστε μέσα σε όλα και καταπίνουμε σιγουριές.


Χλευάζουμε και λέμε


ότι γνωρίζουμε,


είμαστε γρήγοροι, αλλά διεκπεραιωτικοί,


παθητικοί και άοσμοι. 


Αγνοώντας την αλήθεια του βυθού μας,

αποφεύγοντάς την συστηματικά.

Γιατί έτσι μας είπαν, για προστασία.


Φωτίζουμε την νύχτα με τα χιλιόμετρά μας,


αγνοούμε το φως της μέρας και λουζόμαστε σε οθόνες.


Είμαστε προστατευμένοι και


προετοιμασμένοι απ’ τον καιρό,


χωρίς να έχουμε επαφή μαζί του.


Κάναμε φίλους τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα


και αυτά μας κρατάνε σφιχτά απ’ το χέρι, μέχρι να πάψει


το αίμα να κινείται.


Μας οδηγούν στον ύπνο, από κελί σε κελί,


από προαύλιο σε προαύλιο, μέρα την μέρα,


χρόνο το χρόνο, ζωή τη ζωή.


Μας κλείνουν ραντεβού με το θάνατο, καθημερινά.


Τραυλή η κάβλα,


μουγκός ο οργασμός.


Και όλο αναρωτιέμαι, τι να είναι


όλες αυτές οι φωτιές στα όνειρα μου;


   Εύξυ

Πρώτη δημοσίευση: Anarchypress

Τρίτη 18 Αυγούστου 2020

Το "Πράσινο Αστέρι" και ένα μουλάρι

Είναι νύχτα και εσύ γυρίζεις μ'ένα μπόμπο που καίει λάδια. Βροντάει το λευκό καλάθι, μόλις ο μπόμπος πέφτει σε λακκούβα
 και το τράνταγμα για λίγο καλύπτει τον θόρυβο της μπουκωμένης εξάτμισης. Παρκάρεις στο "Πράσινο Αστέρι", πίσω από ένα αγροτικό που στην καρότσα του έχει ένα μουλάρι και το πορτοκαλί φως της λάμπας του δρόμου, γυαλίζει το τρίχωμά του. Στέκεσαι λίγο δίπλα απ' το μουλάρι, ακούγοντας τα λαϊκοπόπ σκυλάδικα του μαγαζιού και αναρωτιέσαι,  τι σκατά κάνει εκεί στις 2:00 την νύχτα. Εκείνο κουνάει το ένα του αυτί και ξεφυσάει. 

Μυρίζεις καμένη βενζίνη και λάδια μαζί, μα δεν σε νοιάζει, γιατί ξέρεις ότι τα κορίτσια σ' εκείνο το μαγαζί δεν κρίνουν. Πώς την έλεγαν εκείνη την κοπέλα απ' τον Πειραιά; Αυτήν που σου ζήτησε λίγα παραπάνω χρήματα ώστε να σου πάρει μια πίπα εκεί στο τραπέζι; Δεν θυμάμαι ρε γαμώτο, αλλά δεν θυμάμαι και τα πρόσωπα των πελατών που μας έβλεπαν.  Είπαμε, εκεί τα κορίτσια δεν κρίνουν, αλλά συνήθως ούτε και οι πελάτες. Δύσκολα κρίνεις τον εαυτό σου άλλωστε.

 Περνάς λοιπόν την πόρτα και ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού κάθεται μόνος πίσω από την μπάρα, ζωσμένος με σκυλάδικα και θολός στην όψη. Το μαγαζί άδειο. Προχωράς στην αθέατη πλευρά του και βλέπεις έναν τύπο με μια μεγάλη μουστάκα να έχει ανέβει στην καρέκλα και γύρω του όλες οι κοπέλες του μαγαζιού, να τον ακουμπούν στο στήθος που φαίνεται από το ανοιχτό του πουκάμισο και να του πιάνουν τα πόδια με το λερωμένο του παντελόνι. Ο τύπος κρατάει και στα δύο χέρια του λεφτά και κάνει ότι χορεύει." Ώπα, ώπα" του λένε τα κορίτσια, "ελαααα παμέεε" και εκείνος μουγκός, ανεβασμένος στο ψηλότερο σημείο, με τα χέρια ψηλά στους καπνούς και με ελάχιστες άγαρμπες κινήσεις, καταθέτει το παρελθόν του σ' εκείνη την στιγμή. Ο μπάρμαν- ιδιοκτήτης χαμένος πίσω απ' τα φώτα και την θολούρα του καπνού, κοιτάζει το ρολόι στο χέρι του και βάζει ένα ακόμα ποτό. Εσύ κοιτάς το μουλάρι στην έξοδο και για λίγο νιώθεις πως σου γνέφει να φύγετε.

Εκείνη την νύχτα, ο μόνος που αντιλήφθηκε την παρουσία σου εκεί ήταν το μουλάρι. Μια μανιβελιά, δεύτερη, φασαρία που δεν μπορεί να καλύψει το κενό και ένα μαξιλάρι έτοιμο να απορροφήσει το καυσαέριο του μυαλού σου.

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

Η Μαρία λίγο πάνω απ' το έδαφος

 

Τελευταία φορά που είδα την Μαρία, ήταν πρίν από πάρα πολλά χρόνια, έξω  από τα κάγκελα της αυλής. Δεν φορούσε μαύρα όπως παλιά, αλλά ένα μπλέ μακρύ φουστάνι με άσπρες μικρές βούλες και τα μαλλιά της δεν ήταν δεμένα, ούτε φορούσε μαύρο μαντήλι, παρά τα είχε λυτά και κάτασπρα. 
Η Μαρία δεν περπατούσε όταν την είδα για τελευταία φορά. Ήταν λίγα εκατοστά πάνω απ' το έδαφος και σαν να την αγκάλιαζε ένα ελαφρό άσπρο φως γύρω της. Ήταν σοβαρή, το δέρμα της κουρασμένο, όπως και τα όμορφα γαλάζια μάτια της. Κινήθηκε λίγο προς το μέρος μου και χάθηκε, αυτό ήταν, καμία ανάμνηση από εκεί και ύστερα.

Σκέφτηκα ότι μπορεί να πήγε προς τα κτήματα, να βρει ξύλα, να τα ζαλωθεί ώστε να ανάψει τον φούρνο. Μετά σκέφτηκα ότι μπορεί να πήγε στο βουνό. Άλλωστε απ' όλα τα μέρη που μεγάλωσε, το βουνό γι' αυτήν δεν ήταν παρά το μεγάλο της σπίτι. Μικρό κορίτσι η Μαρία, 10-13 χρόνων, ξυπνούσε στις τρεις, για να ετοιμάσει τα πρόβατα και τα κατσίκια και πριν φέξει τα έβγαζε στο βουνό. Μια φορά την Μαρία την είχε πάρει ο κατήφορος ή η περιέργεια και κατέβηκε στη θάλασσα, που πάντα την έβλεπε από ψηλά αλλά ποτέ δεν είχε πάει. Με το πρώτο φως της ανατολής λοιπόν, έφτασε στη θάλασσα παρέα με το κοπάδι της με τα αιγοπρόβατα. Ανέβηκε σε ένα ψηλό βράχο και κοίταξε την θάλασσα, ενώ το κοπάδι έψαχνε να βοσκήσει στην παραλία. -Είδα τα ψάρια, έλεγε γεμάτη χαρά, πολλά χρόνια μετά.

 Δεκαετίες μετά από αυτό το κατηφόρισμα, η χαρά της ακόμα κρατούσε. Άλλωστε δεν είχε και πολλές χαρές η Μαρία από την ζωή της. Στον καιρό της κατοχής έπιασαν κάτι αντάρτες την Μαρία και της είπαν να τους πάει τυρί, ψωμί, λαχανικά και κρέας στα λημέρια τους. Φορτώνει  μετά από λίγες μέρες η Μαρία τον γάιδαρο και πάει. Στο δρόμο αντιλαμβάνεται Γερμανούς στρατιώτες και χώνεται πίσω από μια γκρεμισμένη καλύβα. Ο γάιδαρος σαν να κατάλαβε ότι έπρεπε να σταματήσει ακόμα και να αναπνέει και έτσι οι Γερμανοί στρατιώτες πέρασαν από εκείνη την καλύβα δίχως να αντιληφθούν την Μαρία με το φορτωμένο ζωντανό. Λέγοντας την ιστορία της στους αντάρτες η Μαρία, εκείνοι γελούσαν, ενώ ήταν μπουκωμένοι με ψωμί.

Κάποτε την ρώτησα, αν ποτέ είχε δει κάτι παράξενο στο βουνό τα βράδια, θέλοντας να ακούσω κάτι παράξενο ώστε να μου εξάψει την φαντασία μου. -Τίποτα παιδί μου, έλεγε. -Μόνο μια φορά έναν απίστευτο μεγάλο θόρυβο που δεν ξέρω τι ήταν. Τι να ήταν άραγε αυτός ο θόρυβος;  

Την Μαρία κατά το τέλος της ζωής της, την άκουγα τις νύχτες να ψιθυρίζει μόνη της. Έσερνε το χέρι της στον τοίχο και εγώ άκουγα το σύρσιμο και ένα ψίθυρο, έναν ψίθυρο γεμάτο παράπονα και ανεκπλήρωτα. 

Καμιά φορά, όταν πάει να ξημερώσει, σκέφτομαι εκείνη την λάμπα στο αποθηκάκι που ζύμωνε, δίπλα στον φούρνο με τα ξύλα και αμέσως η Μαρία είναι όντως εκεί, κάτω από την Πούλια και τον Αυγερινό, να δίνει μορφή στις δυσκολίες και να τις αλλάζει σε κάτι όμορφο, να τις μαλακώνει, μέχρι αυτές να είναι έτοιμες να ψηθούν και να είναι νόστιμες και ζεστές. Την σκέφτομαι ελάχιστα πάνω από το έδαφος. Απαλλαγμένη από το βάρος και τα ανεκπλήρωτα.

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2020

Ημιαυτόματος Αύγουστος στην πλατεία

Η πλατεία, τα τραπεζάκια, ο τρελός και ο Χριστός στο μεγάφωνο της εκκλησίας.
Αύγουστος με φόντο το Αιγαίο, σε ποτήρι για φρέντο καπουτσίνο.

Οι μουνάρες και οι καύλαροι δεν προτιμούν την πλατεία του χωριού, αλλά κατηφορίζουν στα μπιτσόμπαρα παρέα και φεύγουν μόνες και μόνοι, οι μουνάρες και οι καύλαροι, όπως και ο σκυλάκος, που ψάχνει χαμηλά στα τραπέζια κάτι να γεμίσει το κενό.

Όταν ο κόσμος μαζεύεται στα σπίτια, μια δροσιά κατηφορίζει την πλατεία, χτυπάει την προτομή του επιστήμονα και του δροσίζει την πυρωμένη καράφλα από μπρούντζο. Να ευχαριστηθεί και λίγο ο νεκρός επιστήμονας που τόσα έδωσε στην ανθρωπότητα και αυτή του πρόσφερε μπρούτζο και ήλιο για την αιωνιότητα.

Έχει ένα αεράκι λοιπόν και λέω να το αρπάξω, μήπως και ανασάνω λίγο.

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Εν Ωκεανό

Εν Ωκεανό, έγραφε το ανάγλυφο πάνω στον σταυρό που είχε αρχίσει να βυθίζεται στο χώμα. Η ημερομηνία θανάτου κάπου στο μακρινό 1934. Κανείς δεν έμεινε να θυμάται εκείνη την τελετή του Θοδωρή, τα μοιρολόγια και τα δάκρυα. Μόνο κάποιες ελιές ίσως να κρατάνε αυτά που είδανε και άκουσαν, φρουροί της μνήμης τωνετων ανθρώπων. Τι άλλο να έμεινε, που να θυμίζει τον Θοδωρή, εκτός απ' αυτόν εδώ τον γερμένο σταυρό και αυτές τις δύο αινιγματικές λέξεις, Εν Ωκεανό;
Αυτό του έγραψαν, γιατί ο ωκεανός ήταν ο τελευταίος που αγκάλιασε το σώμα του. Ίσως οι φίλοι και οι συγγενείς να πληροφορήθηκαν αρκετό καιρό μετά,τον θάνατό του. Να έκλαψαν την εικόνα που είχαν στο νου τους, να θρήνησαν τον ναυτικό Θοδωρή, που έφυγε από τις πέτρες και τις ελιές,για να συναντήσει τον απέραντο ωκεανό με τις χίλιες πολιτείες στην άκρη του. Να τον μοιρολογησαν, δίχως αυτός να είναι εκεί, όχι γιατί χάθηκε σε μια απ' αυτές τις πολιτείες, αλλά γιατί ο ωκεανός τον αγκάλιασε τόσο σφιχτά που τον έκανε μέρος του. Λες και ήταν μέρος μιας συμφωνίας, ανάμεσα στην γη και στο νερό. Λες και ο Θοδωρής ήταν το μέσο ώστε τα δύο αυτά στοιχεία να φιλιώσουν κάνοντας την αντιστροφή, το νερό να πάρει το σώμα και το χώμα να μείνει πεινασμένο. 
Έτσι η θύμηση του Θοδωρή σκαλίστηκε στην πέτρα και βρήκε μια γωνιά στο νεκροταφείο, μαζί με τους άλλους χωριανούς, μα με το χώμα αδειανό κάτω από αυτή την πέτρα. Να θυμίζει στον επισκέπτη, ότι ο Θοδωρής δεν βρίσκεται εκεί, αλλά Εν Ωκεανό.