Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

Βουλκάνο Μεταξύ, μύθου και ιστορίας

Έχω μια συνήθεια από μικρό παιδί να προσπαθώ να δω τα σχήματα των βουνών. Να τους δώσω μορφή και να τα φανταστώ σε ένα άλλο επίπεδο. Προσπαθώ να τα φανταστώ να γεννιούνται να εξελίσσονται στο χρόνο, να μάθω τους μύθους, τις ιστορίες που κρύβουν από ανθρώπους που τα περπάτησαν και τα έζησαν και μέσα από αυτό το κουβάρι πληροφοριών τα βουνά να τα γνωρίσω καλύτερα.

Ένα τέτοιο βουνό είναι το Βουλκάνο ή Βουρκάνο με υψόμετρο 800 μέτρων. Από μικρός είχα φανταστεί εκείνο το βουνό ως ηφαίστειο. Στην πορεία έμαθα για το ενεργό ηφαίστειο και ηφαιστιογενές νησί της Ιταλίας με το ίδιο όνομα, το Vulcano ή Vurcano και εκεί σκίρτησε και ξαναζωντάνεψε η φαντασία του μικρού παιδιού μέσα μου. Λες όλα αυτά που είχα φανταστεί να ήταν κάποτε αληθινά; Μήπως κάποιοι Βενετοί κατακτητές είχαν δώσει αυτό το όνομα σ’ αυτό το βουνό που τους θύμιζε τα ηφαίστεια της Ιταλίας; Το έβλεπαν τα παιδικά μου μάτια από μακριά και έμοιαζε με ηφαίστειο. Το φανταζόμουν να καπνίζει και την νύχτα να φαίνεται η λάβα που κυλάει στις πλαγιές του.

Ίσως δεν είναι τυχαίο που σ’ αυτό το βουνό ο Δίας, ο ισχυρός αυτός θεός, είχε το ιερό του εκεί ψηλά. Σ’αυτόν τον Δια τον Ιθωμάτα, όπως τον έλεγαν, ο Αριστομένης θυσίασε 300 Σπαρτιάτες αιχμαλώτους μαζί με τον βασιλιά τους τον Θεοπομπό στον Β’ Μεσσηνιακό πόλεμο. Φανταζόμουν πως εκείνη η τρομερή ανθρωποσφαγή συνέβη στην κορυφή του βουνού, άκουγα τις κραυγές και την απελπισία των αιχμαλώτων μπροστά στην μήνη των επαναστατημένων Μεσσηνίων.

Οι χριστιανοί το 625 μ.Χ έφτιαξαν μοναστήρι πάνω στα ερείπια του ναού του Διός. Μάλιστα βρήκαν και ένα μικρό άγαλμα του Διός παιδιού, του γλύπτη Αγελάδα (τέλος 6ου-αρχές 5ου αιώνα π.Χ.) όπου είχε μεταφερθεί στο Ιερό του Ιθωμάτα
Δία από τους εξόριστους Μεσσήνιους της Ναυπάκτου που επέστρεψαν το 369 π.Χ. Σύμφωνα με παράδοση, το συγκεκριμένο άγαλμα για αιώνες το φύλαγε ο νεώτερος μοναχός μέχρι τα γεράματά του, όπου και το παρέδιδε στον νεότερο.

Έτσι όταν κάθε φορά κοιτώ αυτό το βουνό, δεν μπορώ να δω ότι είναι φτιαγμένο και γέννημα μόνο μεγάλων γεωλογικών διαδικασιών, αλλά βλέπω ακούω και αισθάνομαι τους μύθους και τους θρύλους του.






Το αρχαίο οικοδομικό υλικό απ' το ιερό του Ιθωμάτα Δία που είναι ενταγμένο στο μοναστήρι.


Αγιογράφηση του Μοναστηριού


Η θέα στον Μεσσηνιακό κάμπο

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Η μοναχικότητα μιας πέτρας

Που μπορεί να στοχαστεί κανείς; Χρειάζεται καρέκλα ή μήπως πολυθρόνα; Θα βάλει μουσική ή θα μείνει στην σιωπή.
Κάποτε οι άνθρωποι ίσως να μην ήθελαν και πολλά για να πουν πως ξεκουράζονται. Έφτανε μια πλατιά πέτρα στο χώμα, ώστε για λίγο να ξεχαστεί ο μόχθος της επιβίωσης, έφτανε για να πάρει κανείς μια ανάσα και να συνεχίσει τις εργασίες της υπόλοιπης μέρας. Σε μια πέτρα επάνω γινόταν ο προγραμματισμός μιας ολόκληρης ζωής, δύσκολης, επίπονης αλλά ουσιαστικής. Χωρίς μάταια κενά, χωρίς διαφημίσεις ζάπινγκ και like.
Η πέτρα γείωνε τις σκέψεις. Μπορεί να ήταν σκληρή και κάποιες φορές παγωμένη, σαν την ζωή του βουνού, αλλά προσέφερε απλόχερα τον χώρο της για ανασυγκρότηση και ξεκούραση, δεν θα έτριζε, ούτε θα ήθελε ποτέ επισκευή, ήταν εκεί σταθερή και δυνατή, γυμνή και χωρίς φτιασίδια, χωρίς να υποκρίνεται ότι είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που δείχνει.
Με τον καιρό οι άνθρωποι μαζεύτηκαν στις πόλεις και έμειναν μόνα τα σπίτια στα χωριά, παρέα και οι πεζούλες όπου οι άνθρωποι επικοινωνούσαν, ξεκουράζονταν και λογίζονταν. Πια οι πεζούλες δεν έχουν νέες ανθρώπινες ιστορίες να διηγηθούν, καινούργιες χαρές και καημούς να μαρτυρήσουν. Απόμειναν μόνες αυτές οι πέτρες, συνεχίζοντας τις πρoαιώνιες υπάρξεις τους, χωρίς τους ανθρώπους.
Άλλωστε, στα εκατομμύρια της ύπαρξης τους, αυτές οι πέτρες είχαν μάθει να είναι μόνες,  οι άνθρωποι ήταν μια παρένθεση στην πορεία τους. Έχουν μάθει να πορεύονται μονάχες, να εξιστορούν τους ήχους του βουνού και του ποταμού, των ζώων και την ησυχία όλων αυτών των τόπων που κάποτε υπήρχαν και οι άνθρωποι.
Καμιά φορά όμως, παρ' όλο που ξέρω ότι οι πρoαιώνιες  πέτρες τελικά, δεν έχουν ανάγκη τους ανθρώπους, δεν μπορώ, πηγαίνω σ'αυτή την πέτρα έξω απ'το σπίτι του παππού και κάθομαι. Οδηγώ προς εκείνο το σπίτι του παππού με μόνο σκοπό να κάτσω σ' αυτή την πέτρα. Να δω τι έβλεπε ο παππούς από εκεί, να ακούσω τι άκουγε και να αισθανθώ τι ένιωθε. Νιώθω ότι της δίνω ελπίδα ότι δεν έχει λησμονηθεί απ' τους ανθρώπους. Νιώθω πως χαίρεται όταν ακούει τις σκέψεις μου, όταν νιώθει την θερμότητα του σώματός μου. Νιώθω ότι προσφέρω νέες πληροφορίες σ' αυτή την πέτρα, μιλάω και τραγουδάω μόνος μου, με τον ήχο του ποταμού και των πουλιών να επενδύει το τραγούδι μου, αλλά τελικά κάνω λάθος, η πέτρα είναι που μου δίνει τις δικές τις πληροφορίες, αυτή μου τραγουδάει, το τραγούδι του δικού της χρόνου, που ο ανθρώπινος χρόνος απλά είναι μια φωτεινή ζεστή κουκκίδα στον τεράστιο χρόνο της, ένα πέρασμα στην πρoαιώνια παρουσία της στο βουνό. Μια κουκκίδα όμως που έδωσε μορφή σ'αυτή την πέτρα και πάνω της εναπόθεσε όλα τα βάρη του καθημερινού ανθρώπινου βίου ώστε να ξαποστάσει για λίγο, να κάνει ένα διάλειμμα.