Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

Ο Κώστας και ένα όνειρο

Σήμερα θα γιόρταζε ο Κώστας.
Ο Κώστας είχε γεννηθεί στις λάσπες, σε μια παράγκα. Παιδί ακόμα είχε μπλεξίματα με την αστυνομία. Είχε κάνει αναμορφωτήριο για διάφορες μικροκλοπές. Μπούκαρε στο στρατόπεδο και έπαιρνε εκρηκτικά, και εξαρτήματα από όπλα και έφτιαχνε τα δικά του. Τα χρησιμοποιούσε στα χωράφια και στην Ανάσταση. Μια χρονιά την ώρα της Ανάστασης ένας στρατιωτικό TNT ρίχτηκε στην όχθη του Νέδοντα ταρακουνώντας την γειτονιά και τα τζάμια της Υπαπαντής. Για καιρό ο κρατήρας από αυτή την έκρηξη ήταν εκεί. Ότι κλοπή γινόταν στην γειτονιά, οι γείτονες τα έριχναν στον Κώστα και αυτός κρυβόταν από την αστυνομία μέσα σ'ένα μπαούλο που το είχε θάψει στο χώμα. Μάταια έψαχναν οι μπάτσοι πάνω απ΄το έδαφος, αφού ο Κώστας βρισκόταν εντός.
Ο Κώστας μετά έφυγε από τις λάσπες και το υπέδαφος. Πήρε ένα καράβι και έφυγε, μετά άλλο και μετά ένα άλλο. Επέστρεφε στις λάσπες με ωραία ρούχα. λεφτά και δώρα που τα έδινε στα υπόλοιπα έξι αδέρφια του, στην μάνα του και τον πατέρα του. Σ'ένα ταξίδι του στην Αργεντινή γνώρισε μια πόρνη στο λιμάνι του Μπουένος Άιρες και έμεινε εκεί ενώ το καράβι έφυγε. Η πόρνη σύντροφος του Κώστα ήθελε ένα παιδί μαζί του ενώ ήξερε ότι ο Κώστας δεν θα μείνει εκεί για πάντα μαζί της. Εκεί λοιπόν γεννήθηκε ο Μάριος, παιδί μιας πόρνης και ενός ναυτικού από την Ελλάδα. Ο Κώστας έφυγε και αντάλλασσε γράμματα συνέχεια. Μιλούσε στο τηλέφωνο με το παιδί και την μητέρα του. Η μητέρα του Κώστα ήθελε να μιλήσει και προσπαθούσε να συνεννοηθεί με λίγες ιταλικές λέξεις που ήξερε από την Κατοχή. Τέτοια ήταν η λαχτάρα της να μιλήσει με το άγνωστο μακρινό της εγγόνι.
Ο Κώστας μετά άνοιξε μαγαζί, έχοντας εκατοντάδες αγορασμένους δίσκους από την Νέα Υόρκη, έπαιζε πολύ ιδιαίτερη μουσική για την εποχή. Οι δίσκοι καταστράφηκαν όταν το μαγαζί πήρε φωτιά.
Μετά ο Κώστας έκανε πολλές δουλειές ως διακοσμητής, μπογιατζής, ακόμα και ως βοηθός μέντιουμ. Μέχρι που ξανάνοιξε μαγαζί και σύχναζαν όλοι οι μουσικοί μετά από τις νυχτερινές δουλειές τους στα πάλκα.
Τα χρόνια πέρασαν, ήρθαν μέρες δύσκολες, ο Κώστας δυσκολευόταν ακόμα και για το νοίκι. Το μαγαζί έκλεισε και ο Κώστας έκανε χειρουργείο στην καρδιά. Όμως όλος αυτός ο κόσμος που ήταν γύρω του σιγά σιγά έφευγε, μέχρι που απέμεινε με ελάχιστους ανθρώπους. Ώσπου ένα παγωμένο βράδυ ο Κώστας έφυγε από την αδύναμη καρδιά του. Έμεινε εκεί στο πάτωμα μόνος. Ένα, δύο, τρία,τέσσερα, πέντε, έξι,εφτά, οχτώ, εννιά βράδια μέσα σε μια λίμνη αίματος απ όταν σωριάστηκε σε εκείνο το πάτωμα. Εννιά βράδια μόνος και δίπλα του να καίει ένα σίδερο για τα ρούχα, για να σπάει λίγο αυτό το απαίσιο κρύο.

Τρεις μήνες μετά βρέθηκα στο σπίτι του μαζί του. Μου έκανε δώρο ένα μουσικό όργανο αλλά όταν κοίταξα το πάτωμα δεν βρήκα αίμα και τότε συνειδητοποίησα ότι ο Κώστας έχει πεθάνει. Τρομοκρατήθηκα και με δυσκολία προσπάθησα να φτάσω στην πόρτα του σπιτιού για να βγω έξω. Ανοίγω την πόρτα και μπροστά μου κάθεται ένας φωτεινός άνδρας με ολόλευκο φως. Τρόμαξα έκλεισα την πόρτα και ξύπνησα στην γωνία του κρεβατιού μου. 
Ο Κώστας ήταν εδώ, περπάτησε, ανέπνευσε και όταν γέμισε από εμπειρία έφυγε. Δραπέτευσε από εκείνο το μπαούλο και πλέον δεν τον κυνηγάει κανείς.