Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Απομακρυσμένο μήνυμα στο παιδί

 



Στο σπίτι που μεγάλωσα, 
πεθαίνουν ένας ένας 
οι θερινοί του επισκέπτες.
Οι κλίνες πλέον περισσεύουν 
και στα μωσαϊκά έχει στρώσει 
ο χρόνος.
Σου γράφω 
απ' το προκεχωρημένο φυλάκιο,
να μην σηκωθείς απ' την στρωματσάδα, 
μην αφήσεις τα μετόπισθεν.
Μαίνεται ο πόλεμος.



Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2023

Εν είδη εξήγησης

Πίστεψαν οι απρόσωποι

πως φυλαγόμαστε απ'του ήλιου το πρόσωπο,

γιατί στα σκοτάδια 

με χάρη γλιστρούμε.


Μωροί σαλτιμπάγκοι, 

γερασμένοι χορτάτοι,

με σάλπιγγες ξεφωνημένες.


Κωφεύουμε και είμαστε νέοι 

μπρος στα φώτα σας,

κοιλοπονούμε 

στα σκοτάδια της μήτρας

ένα μωρό με φως οπλισμένο

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023

Σμπαράλια δύο

 

Η ζωή της ξεκίνησε κουβαλώντας νερό απ’ το ποτάμι. 

Όλη της η μέρα ήταν ένα ατελείωτο πήγαινε έλα μεταξύ παράγκας και πηγαδιού να κουβαλάει νερό. Να προσέχει να μην σπάσει η στάμνα, να μην χυθεί ο ντενεκές και να μη δίνει σημασία στα σμπαραλιασμένα της κόκκαλα που όλο και στράβωναν. Μέχρι που τελικά στράβωσε η πλάτη της και το βιός της. Ο απλωμένος πόνος σκέπασε το κελάρισμα του ποταμού, σκέπασε και τα πουλιά που την περιγελούσαν στο δρόμο της και που ανάλαφρα και ελεύθερα, διέγραφαν στον ουρανό τις ματαιότητες της ανθρώπινης καθημερινότητας. 

Στράβωσε ο λόγος της, δέθηκε η γλώσσα της· τραύλιζε η ζωή της. 

Ο χρόνος περνούσε και τα δάχτυλά της σκλήραιναν στα χωράφια για την πατάτα και τις ελιές· μαύριζαν τα νύχια της απ’ το χώμα· σκούραινε το δέρμα της απ’ τον ήλιο. Ενήλικη πιά, βρέθηκε κρυμμένη στην βουή του εργοστασίου για τα σύκα, καμουφλαρισμένη στη μυρωδιά του· ξερή, ζαρωμένη και άνυδρη. 

Για άντρα της έδωσαν έναν σκουπιδιάρη, περίγελο ενός καφενείου δίχως καθρέπτες, από άντρες που όλα τα ξέρουν. 

Που κάθε μέρα παίρνει τηλέφωνο για ξεμάτιασμα γιατί έχει πονοκέφαλο και κάθε μέρα του δίνεται για απάντηση ένα «ήσουν» ή «δεν ήσουν», χωρίς να έχει γίνει η απαραίτητη τελετή με το νερό, το λάδι και τα λόγια· χωρίς τελικά να τον νοιάζει αν ήταν ή δεν ήταν.

Που μέχρι πριν λίγα χρόνια δούλευε στο νεκροταφείο και που πήρε σύνταξη από εκεί, αφού γλίστρησε και έπεσε σ’ ένα τάφο και έσπασε το χέρι του. Και φώναζε μέσα από το λάκκο του θανάτου και κανείς δεν τον άκουγε και ο ήλιος έπεφτε και ο λάκκος ένιωθε άβολα με έναν ζωντανό φιλοξενούμενο. Έπειτα βγήκε από κει και γύριζε όρθιος με ένα πλατύ χαμόγελο με χαλασμένα δόντια και με το χέρι στο γύψο, λες και επέστρεψε απ’ τους νεκρούς· λαβωμένος από δάγκωμα του Κέρβερου.

Που ύστερα βρήκε γκόμενα και όλοι απορούσαν στο καφενείο, γιατί αυτός και όχι αυτοί που όλα τα ξέρουν. 

Πήγαιναν βόλτες με το τρένο σε κοντινές επαρχίες, χόρτασαν τσάρκες με το παπί το Yamaha και φιλιά στα παγκάκια και σε καφετέριες με νάιλον περίγυρο. Για λίγο ένιωθε νικητής στον έρωτα, αλλά χώρισε ένα απόγευμα, όταν αυτή μιλούσε σ’ ένα καρτοτηλέφωνο και αυτός πίσω της κρυφάκουγε. 

Τον έτρωγε η ανασφάλεια ότι δεν της έφταναν οι βόλτες και τα φιλιά, πως δεν της έφτανε το τρενάκι ούτε το Yamaha που έκαιγε λάδια και μύριζαν τα μαλλιά και τα ρούχα της και έτσι μία, δύο, τρείς, τέσσερις φορές έκανε τον κύκλο του καρτοτηλεφώνου καθώς η τσάντα της έπεφτε στο κεφάλι του, παρέα με βρισιές και κλωτσιές. «Τι κρυφακούς ρε πούστη; Τι θες ρε μαλάκα; Χάσου από δω ρε γαμημένε!»

Και κάπως έτσι χώρισε και επιτέλους ξαναχαμογέλασαν οι άντρες στο καφενείο δίχως καθρέπτες. Και πήγε και κλείστηκε στο σπίτι του νικημένος, βλέποντας τηλεόραση και καπνίζοντας, σκεπτόμενος εκείνα τα ηρωικά του χρόνια· αιώνια ματιασμένος.

Έτσι απέμειναν οι δυο τους, σ’ ένα σπίτι με σπαριαλιασμένο καναπέ και κιτρινισμένους τοίχους, να συντηρούν τα σπασμένα κομμάτια τους και να τα φωτίζουν με το φως της τηλεόρασης. Εκείνη να μην τον εμπιστεύεται και να του παίρνει την σύνταξη και εκείνος να μένει ρέστος. Να τσακώνονται και για τιμωρία να μην του φτιάχνει φαγητό για μεσημέρι· 

να μην έχει τσιγάρα, παρά μόνο έναν μόνιμο πονοκέφαλο, που φεύγει μόνο με ξεμάτιασμα.   

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2023

Ταΰγετος ο Βαθύς



Αναπνέει η θνητότητα μου

σε κάθε μου βήμα

πάνω στην πέτρα σου.


Το περαστικό

τσαλαπατάει το αιώνιο.


Παιδί της σκοτεινιάς ο Ταΰγετος,

που θέλησε να αρπάξει απ' την χαίτη 

τ' άλογα του φωτός.


Και αναδύθηκε απ' τα έγκατα

και σφήνωσε ψηλά στο φως.

Απ'το Ταίναρο ως του αη Λιά.


Κουρδίζοντας τα φώτα

με τα σκοτάδια,

τον φόβο

που έρχεται από ψηλά,

που με κρότο και λάμψη

λιανίζει το δέντρο,

με την μυρωδιά του βρεγμένου χώματος.


Έτσι με γυμνώνει,

έτσι με σκεπάζει,

ο Ταΰγετος.

Βαθύς,

που θέλησε να πιάσει

τον Ήλιο. 





Πέμπτη 13 Απριλίου 2023

Φαρέτρα



στα χρώματα, στις μυρωδιές, στα όμορφα,

στις φωνές και στους σαματάδες,

εναπόθεσα τα δάκρυά που κανείς δεν είδε.

 

στιβαρό το προσωπείο για τις συναλλαγές,

όμορφο το κουφάρι.

Παγωμένο ατσάλι το δέρμα,

στα νέα που φτάνουν

για τους παλιούς φίλους που ξεμάκρυναν.

 

Μα όπως και να μεταμορφωθώ,

ο θυμός μου

διαλύει την μάσκα.

 

Καταφύγιο το δικό σου, το καθαρό βλέμμα,

το περιτριγυρισμένο απ’ τον άνεμο

σε καθημερινή διαδρομή.

 

Κρύβομαι στη φασαρία και στις σημαντικές συζητήσεις σας,

σ’ όλα αυτά τα «για να περάσει η ώρα».

Χαράζω με τα φαγωμένα νύχια μου και πλένω με δάκρυα

τις εξαίσιες χωάνες,

 της παράδοσης και του αφοπλισμού.

 

Συνεχίζω μόνος κι οπλισμένος,

περιτριγυρισμένος απ’ το βλέμμα σου,

τις επόμενες εξαίσιες διαδρομές.

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2023

Σκατά ο γάμος!



Βρέθηκα κάποτε σε μια πλατεία. 
Είχαν γάμο και ετοίμαζαν τον χώρο κάτι μεθυσμένα και μπαρουτοκαπνισμένα πλάσματα. Έστηναν το βάθρο όπου θα γινόταν η τελετή μιλώντας για το πόσο καυλιάρικο είναι το ζευγάρι, τι μουνάρα είναι η νύφη, πόσο τον έχει ο γαμπρός και άλλα τέτοια. Κυνηγούσαν τους καλεσμένους με τα μουτζουρωμένα τους χέρια και ο παπάς ανεβασμένος στο βάθρο ευλογούσε με το μεσαίο του δάχτυλο.
Εμφανίστηκε με τα πολλά ο γαμπρός, κοντός, με μαλλί αλλά Τζιμ Χέντριξ, γυαλί μαύρο, ένα τεράστιο κομπολόι και με την τεράστια πούτσα του, που την είχε έξω να παίρνει αέρα, γιατί ήταν στενό το παντελόνι έλεγε και κρίμα να στριμώχνεται. 
Αφού χαιρέτησε τον κόσμο κοντοστάθηκε στο βάθρο και περίμενε την νύφη. Με τα πολλά εμφανίστηκε και η νύφη, δύο μέτρα ανδρογύναικο, με μια μουστάκα ΝΑ και μεθυσμένη. Την έσυραν στο βάθρο για να πάει να παντρευτεί. 
Ο γαμπρός δεν κρατήθηκε και θέλησε να την πηδήξει επί τόπου αλλά παρενέβη ο παππάς που κρατούσε έναν παλιό ταλαιπωρημένο τηλεφωνικό κατάλογο του ΟΤΕ που τον προσγείωσε με δύναμη στο κεφάλι του γαμπρού. Αμέσως άρχιζε να διαβάζει ευχές για καλά γαμήσια και με το μεσαίο του δάχτυλο ευλογούσε τους νεόνυμφους. 
  

Πρώτη φορά είδα σε γάμο να μοιράζουν κουραμπιέδες στους καλεσμένους. Πέρασε ο δίσκος από μπροστά μου, πήρε έναν ο τύπος δίπλα μου, πήρα θάρρος κι εγώ και άρπαξα έναν. Παράξενο, ήταν παγωμένος. Πάω να τον φάω και με την άκρη του ματιού μου βλέπω τον τύπο δίπλα μου να έχει διπλώσει και να φτύνει με μανία. Σηκώνεται με κοιτάει, τον κοιτάω και μου λέει ΣΚΑΤΑ, με καφετιά χείλια και δόντια! Τιιιιιι;;;; 
Ο χορός του Ησαία είχε αρχίσει και αντί για ρύζι, εκτόξευσα τον κουραδιέ προς τους νεόνυμφους. Η πασπαλισμένη με ζάχαρη άχνη σκατόμαπαλα, πέρασε γλυκά απ' τα κεφάλια των καλεσμένων στην πλατεία και αφού την απέφυγε με δεξιοτεχνία ο παπάς, προσγειώθηκε ανώμαλα στο μαλλί του Τζιμ Χεντριξ.

Άντε ΣΚΑΤΑ για γάμο. 

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

Σε βλέπω να χαμογελάς και γύρω σου σκισμένες σελίδες του χρόνου

 



Έλεγα τότε που άναβε η φλόγα,

πως η μόνη μου πατρίδα είναι τα παιδικά μου χρόνια,

τώρα που η φλόγα εδραιώθηκε στην καρδιά,

ξέρω πως η μόνη μου πατρίδα

είναι τα δάκρυα,

που αλατίζουν του χρόνου τις σκισμένες σελίδες,

γύρω απ’ το χαμόγελό μας.

 

Δεν θα μείνω άλλο εδώ,

στον ήχο των ρολογιών των άλλων

και στην πατρίδα που αυτά ορίζουν.

 

Πάω να ξεψαχνίσω τον εαυτό μου,

και ό,τι βρω

με το ζόρι φορεμένο,

θα το βάλω σ' ένα μπουκάλι.

Θα κόψω και θα δέσω μια τούφα απ 'τα μαλλιά μου

βάζοντας φωτιά,

στον αφρό αυτού του κόσμου.


Εύξυ