Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Ο Αγιώργης και τα Στοιχειά

Κάποτε υπήρχαν τα Στοιχειά, τα Θεριά, οι Νεράιδες, οι Στρίγκλες και τα Φαντάσματα. Οι άνθρωποι ζούσαν μαζί τους, τα περίμεναν σε συγκεκριμένα μέρη, στα μεγάλα και δύσκολα ταξίδια τους και υπήρχαν στις συζητήσεις των τραπεζιών τους. Στην πορεία αυτά τα πλάσματα καταδιώχτηκαν από την λογική του ανθρώπου. 
Σε κάποιο χωριό στην Κοζάνη υπάρχει και η μέρα όπου τα στοιχειά έφυγαν. Όλοι οι κάτοικοι τότε έφτιαξαν φαγητό και γλυκά και αποχαιρέτησαν τα Στοιχειά που θα εγκατέλειπαν για πάντα εκείνο τον τόπο, όπως θα έκαναν με ένα φίλο ή συγγενή που έζησαν μια ζωή μαζί έχοντας καλές και κακές στιγμές. Εκείνη η ημέρα όπου τα Στοιχειά έπαψαν να συγκατοικούν με τους ανθρώπους, συμβολίζει και την αλλαγή του τρόπου σκέψης του ανθρώπου, όπου την θέση του υπερβατικού την παίρνει αποκλειστικά ο χριστιανικός Θεός και οι Άγιοι.

Ένας στοιχειοδιώχτης Άγιος που σε πολλές περιοχές πολέμησε εναντίων τους είναι ο Αγιώργης. Ο Αγιώργης είχε ξαμοληθεί σε βουνά, λαγκάδια και ραχούλες και κατατρόπωνε το ''στοιχειωμένο'' παρελθόν του τόπου. Επιβάλλοντας έτσι την ''νέα τάξη πραγμάτων'' όπου τα Στοιχειά δεν είχαν θέση.
Τέτοιο συμβολισμό έχει και το παρακάτω κατόρθωμα του Αγιώργη:
Θυμάμαι πόσο με εξίταρε μια ιστορία με το Στοιχειό και τον Αγιώργη που μου την διηγιόταν  η γιαγιά μου. Στον Ταΰγετο μεταξύ του χωριού Γιάνιτσα και του μοναστηριού της Δήμιοβας, υπάρχει μια περιοχή μέσα σ'ένα ρέμα όπου ονομάζεται ''του Στοιχειού η τρούπα''. Λίγο πιο μακριά από εκεί υπάρχει μια εκκλησία του Αγιώργη όπου ανήμερα της γιορτής του αγίου γίνονταν πανηγύρι.Το πανηγύρι όμως ρήμαξε και κανείς δεν πήγαινε σε αυτό ανήμερα της γιορτής του. Η αιτία ήταν το στοιχειό που έμενε στο παρακάτω λαγκάδι στου Στοιχειού την τρούπα. Το Στοιχειό έτρωγε τον πρώτο που θα πήγαινε και τον τελευταίο που γύριζε. Έτσι το πανηγύρι σταμάτησε. Μόλις ο Αγιώργης αντιλήφθηκε το γεγονός, έτρεξε με το άλογο του και αναμετρήθηκε με το Στοιχειό. Η μάχη ήταν μεγάλη, αλλά στο τέλος ο Αγιώργης καταδίωξε το Στοιχειό βάζοντας το στην τρύπα του. Εκεί το άλογο του Αγιώργη σφράγισε την τρύπα με ένα βράχο δίνοντάς του μια δυνατή κλωτσιά. Τέτοια ήταν η δύναμη του αλόγου που στον βράχο έμειναν τα χνάρια από τα πέταλα που φορούσε. Έτσι το Στοιχειό έμεινε κλεισμένο στην σκοτεινή του τρύπα και ο Αγιώργης συνέχισε να απολαμβάνει την γιορτή του.
Θυμάμαι τον καιρό που ήμουν παιδί και κοιτούσα με περιέργεια το σημείο όπου το Στοιχειό σφραγίστηκε από το άλογο του Αγιώργη, να ψάχνω γύρω γύρω να δω κάποια παράξενη κίνηση ή κάποιον μυστήριο ήχο πίσω από εκείνο τον βράχο με τα χαραγμένα πέταλα....
Τόση ήταν ή τρομαγμένη θλίψη μου για το δύστυχο Στοιχειό που φυλακίστηκε στην τρούπα της λογικής, που ακόμα δεν έχει κοπάσει. 



Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Η ανηφόρα της Μορφίας

Ο Αγιοσίδερης είναι μια λαϊκή γειτονιά της Καλαμάτας. Μηχανάκια, γήπεδο, καφενεία, αλητεία και καγκουριλίκια. Έρωτες, όμορφα έφηβα κορίτσια και αγόρια που αγαπάνε την υπερβολή και γυρίζουν γύρω γύρω την γειτονιά με μηχανάκια, με τα πόδια και με ποδήλατα, κάνοντας συνέχεια κάτι, αναζητώντας συνέχεια κάτι.

Λαϊκοί άνθρωποι με καθημερινές μικρές ρουτίνες. Ασπρισμένοι δρόμοι και αυλές, σπίτια χωρίς σχέδιο, με γλάστρες και σοκάκια που φτιάχτηκαν μόνο για περπάτημα και σήμερα έχουν μετατραπεί με το ζόρι σε δρόμους διπλής κατεύθυνσης.

Μέσα σ'αυτό το κολάζ που απαρτίζει την συγκεκριμένη γειτονιά λείπει εδώ και αρκετά χρόνια ένα πολύ σημαντικό κομμάτι: αυτό των μπουρδέλων. Τα "κορίτσια" και τα "σπίτια" ήταν σήμα κατατεθέν της γειτονιάς σχεδόν από την δημιουργία της. Τα κορίτσια λοιπόν της γειτονιάς ήταν κάποτε αρκετά, ψώνιζαν από τα μπακάλικα, έλεγαν καλημέρα και καλησπέρα αλλά δεν δίσταζαν να βρίσουν όσους τις πείραζαν με κακεντρέχεια.

Αυτό το αρθράκι δεν θα σας μιλήσει για όλα τα "κορίτσια" και όλα τα "σπίτια" του Αγιοσίδερη, παρά για ένα μόνο, την Μορφία και το σπίτι της.
Η πλειονότητα των ανδρών ηλικίας 50-65 είχαν για πρώτη φορά οδηγηθεί στον έρωτα μέσα από τα ανοιγμένα πόδια της Μορφίας. Έτσι ένα μεγάλο ποσοστό των ανδρών της γειτονιάς έχουν ένα κοινό, είναι κατά κάποιο τρόπο παιδιά της Μορφίας. Μυημένα στον έρωτα από την Μορφία.
Την δεκαετία του '60 η Μορφία έμενε σ' ένα σπιτάκι στο τέλος ενός ανηφορικού χωματόδρομου γεμάτου νεροφαγιές. Στο σπιτάκι αυτό στέγαζε και την επιχείρησή της, εκεί υποδεχόταν του πελάτες. Φαντάροι, καλαματιανοί και περαστικοί είχαν περάσει το κατώφλι του σπιτιού της που οδηγούσε στο σώμα της Μορφίας και στην ηδονή.

Το σπίτι της βρισκόταν στο μέσο της διαδρομής του πεδίου βολής και του στρατοπέδου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι φαντάροι περνούσαν συντεταγμένα έξω από το σπίτι της για να πάνε στο πεδίο βολής και φώναζαν ρυθμικά "Μορφία- Μορφία τα μπου-τια σου" (παραλλάσσοντας το γνωστό στιχάκι που φώναζαν οι φαντάροι όταν έκαναν βήμα,  που το έχει αποτυπώσει και ο Τζίμης Πανούσης, "Μαρία Μαρία τα μπού-τια σου"), με την Μορφία πολλές φορές να βγαίνει και να τους χαιρετάει χαμογελώντας.

Η Μορφία απέκτησε φήμη στην Καλαμάτα αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που πρόσφερε ηδονή ακόμα και χωρίς χρήματα ή με πολύ μικρό αντίτιμο όταν κάποιος δεν είχε αρκετά χρήματα.
Η Μορφία αγαπούσε τα φανταχτερά ρούχα, το έντονο βάψιμο, τα χρυσά βραχιόλια, τα μακριά χρυσά σκουλαρίκια, τα δαχτυλίδια και τις αλυσίδες τις χρυσές.

Αυτή ήταν η Μορφία, μια φανταχτερή πουτάνα της γειτονιάς που της άρεσε πολλές φορές να επιδεικνύεται που της άρεσε να περνάει όμορφα. Πολλοί νέοι της εποχής την είχαν φαντασιωθεί, είχαν αποτυπώσει στο μυαλό τους μια παγωμένη εικόνα απ' το σώμα της και με αυτή πορεύονταν στα υγρά μονοπάτια τους..

Όμως αυτή πρόσεχε τις ισορροπίες, δεν μπορούσαν όλοι να δουν και να νιώσουν το γυμνό σώμα της, δεν μπορούσαν όλοι να ηδονιστούν με τις ερωτικές κραυγές της. Τα νεαρά αγόρια και οι παντρεμένοι της γειτονιάς ήταν οι αποκλεισμένοι του έρωτα της. Με αυτό τον τρόπο κρατούσε τις ισορροπίες της γειτονιάς και γλίτωνε τις παρεξηγήσεις.
Κάποτε ένας πιτσιρικάς την είχε ρωτήσει πόσο πάει και εκείνη τον έδιωξε λέγοντάς του ότι δεν θέλει ντράβαλα με τον πατέρα του.

Τα χρόνια πέρασαν και η Μορφία μεγάλωσε αλλά συνέχιζε να δουλεύει. Ένα μούτρο της γειτονιάς άνοιξε νέα μπουρδέλα στην γειτονιά με φρέσκα κορίτσια· η δουλειά της Μορφίας όλο και έπεφτε αναγκάζοντας την να κατεβάσει τις τιμές στο μισό από εκείνες των νέων μπουρδέλων, παρ' αυτά η Μορφία σε πολλούς συνέχιζε τις ειδικές τιμές, συνέχιζε ακόμα και το τζάμπα.

Το τέλος

Μέχρι που μια βραδιά το '81 η Μορφία πήγε στα μπουζούκια με δύο άντρες της γειτονιάς. Αφού διασκέδασαν και τα ήπιαν, γύρισαν νωρίς το πρωί. Η Μορφία μπήκε με τους δύο άντρες σπίτι της και δεν ξαναβγήκε ποτέ.

 Οι δύο άντρες την δολοφόνησαν αρπάζοντάς της τα χρυσαφικά και όλα της τα χρήματα. Το συγκεκριμένο έγκλημα συγκλόνισε την πόλη και όλη η γειτονιά θρήνησε την Μορφία.
Στην κηδεία της, στο νεκροταφείο που βρίσκεται κοντά στην γειτονιά, παρευρέθηκε πλήθος κόσμου. Το νεκροταφείο γέμισε κόσμο, ντόπιους, γείτονες και φίλους της Μορφίας από όλη την Ελλάδα.
Ένα γεγονός που έκανε εντύπωση στους καλαματιανούς ήταν ότι το νεκροταφείο το είχαν κατακλύσει πουτάνες, πούστηδες και τραβέλια που είχαν έρθει απ' την Αθήνα ώστε να παραβρεθούν στην κηδεία της Μορφίας. " Όλες οι πουτάνες τα τραβέλια και το πουσταριό της Αθήνας ήταν στην κηδεία της" έλεγαν.
Ο καφετζής του παραπάνω καφενείου δεν σταματούσε να φτιάχνει καφέδες σ' όλους αυτούς τους νέους πελάτες του. Οι δίσκοι πήγαιναν και έρχονταν μέχρι που ένας πούστης γλιστράει και ρίχνει τους καφέδες του δίσκου και από την ντροπή ή και από έλλειψη χρημάτων δεν ζήτησε άλλους παρά άρχισε να γεμίζει ένα ένα τα φλιτζάνια με όσο χυμένο καφέ είχε μείνει στον δίσκο.  Πολλές οι ιστορίες εκείνης της μέρας, όσοι είχαν βρεθεί έχουν από μια. Τόσο αγαπητή ήταν η Μορφία. Σ' όλους.
Τόσο αγαπητή όπου η Καλαμάτα έχει δώσει άτυπα το όνομα της στο δρόμο που έμενε, στο δρόμο που είχε το μπουρδέλο της. Όλοι ξέρουν αυτό τον δρόμο με το όνομά της και όχι από αυτόν που γράφει η επίσημη ταμπέλα. Από που να σε πάω, ρωτάει ο ταξιτζής. Από την ανηφόρα της Μορφίας, από που αλλού;

Με αγάπη

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Μια διαφορετική δική μου Πολυδούρη

1η Απριλίου 1902 γεννήθηκε και πέθανε 29 Απριλίου 1930.

Όχι δεν θα διαβάσετε για την ζωή της, ούτε για το έργο της Πολυδούρη στην συγκεκριμένη ανάρτηση. Μάλλον πράγματα που σχετίζονται με εμένα και για το πως βλέπω εγώ κάποια πράγματα θα διαβάσετε. Αυτή η κάπως βιωματική προσέγγιση με ότι καταπιάνομαι, είναι το καύσιμο. Έτσι λοιπόν θα σας γνωρίσω την Πολυδούρη των εφηβικών μου χρόνων, τον τρόπο που εντυπώθηκε σε εμένα αυτή η ποιήτρια και την σύνδεσή της με μέρη και χρόνους μια πόλης που συνεχώς αλλάζει, αφήνοντάς με στην αμηχανία.

Το όνομα, Μαρία Πολυδούρη, το άκουγα από πολύ μικρός στην Καλαμάτα, ο λόγος ήταν ότι η ποιήτρια γεννήθηκε και πέρασε κάποια χρόνια της σ'αυτή την πόλη και γενικότερα στη Μεσσηνία. Σε μια σχετικά απόμερη γωνιά του πάρκου των Σιδηροδρόμων, που ήταν ιδανικό καταφύγιο για κάθε ερωτευμένο ζευγάρι, υπήρχε η προτομή της Μαρίας Πολυδούρη. Σήμερα η προτομή έχει μεταφερθεί στη κεντρική πλατεία της πόλης, αλλά αν θέλετε την γνώμη μου, δεν ταιριάζει καθόλου να στέκεται η προτομή της ποιήτριας σ' αυτό το πολύβουο και αποστειρωμένο περιβάλλον της πλατείας. Η παλιά θέση της προτομής, στο απόμερο σημείο όπου πολύ αναζητούσαν την ερωτική ηδονή ή ήθελαν να μην δίνουν στόχο καθώς ο έρωτας μπορεί να ήταν απαγορευμένος, ήταν ιδανική για μια ποιήτρια όπως η Μαρία Πολυδούρη. Το ραντεβού πολλές φορές που κλείνονταν απ'το σταθερό τηλέφωνο ήταν στην "Πολυδούρη" την τάδε ώρα. Το σημείο μπορεί να ήταν "η Πολυδούρη" που ήταν ένα και σταθερό, αλλά η εξέλιξη του ραντεβού ποτέ δεν ήταν σίγουρη. Η "χυλόπιτα" με το "φάσωμα" ήταν τόσο κοντά που μόνο το πνεύμα της Πολυδούρη ήξερε που θα καταλήξει το ραντεβού.




Πολλές φορές φανταζόμουν ότι ακόμα και η ίδια η ποιήτρια, θα επέλεγε να χωθεί σ'αυτό το άνοιγμα του πάρκου, ώστε να ερωτοτροπήσει με κάποιον εραστή της, να ανάψει τσιγάρο και να νιώσει ηδονή και μετά να ξεχυθεί στην βουή της πόλης, παρατηρώντας την κίνηση του κόσμου. Θυμάμαι επίσης ότι η προτομή, κατά καιρούς "βανδαλιζόταν" από περαστικούς στο πάρκο και αποκτούσε βαμμένα χείλια, μάγουλα και μαλλιά. Θα μου πείτε αυτό είναι ασέβεια. Θα συμφωνήσω. Αλλά θα αφήσω ένα ελάχιστο χώρο μέσα μου, όπου εκεί θα έβρισκα ακόμα και σ'αυτή την βάνδαλη πράξη, ένα ελάχιστο νόημα και σύνδεση με την ίδια αντισυμβατική φύση της ποιήτριας για την εποχή της, όπου ερωτοτροπούσε με το "διαφορετικό", τους "κανόνες" και τους "τρελούς" της εποχής της:





Ο ΤΡΕΛΛΟΣ

Ἕνας τρελλὸς καθότανε στὴν εἴσοδο

τὴ νύχτα ἀπόψε καὶ μιλοῦσε,

μιλοῦσε βιαστικὰ κι᾿ ὅταν ἀπόσταινε

κάποτε, σκεφτικὰ χαμογελοῦσε.


Μιλοῦσε γιὰ τὴ γνώση, τὴν ὀνόμαζε

τὴν πρώτη ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων.

«Μὰ θὰ μιλήσω ἀπόψε κι᾿ ἂς μὲ δέσουνε,

ξέρω τὰ μυστικὰ τῶν ἅγιων τόπων!


»Ξέρω ὅλο μυστικὰ καὶ γύρω μου ἄφοβα

θὰ τὰ βροντοφωνήσω πάλι.

Α, ἤμουν τρελλὸς τόσον καιρὸ ποὺ σώπαινα

κι᾿ αὐτὰ μοὔχουν βαρύνει τὸ κεφάλι.


»Φίλε μου νἆσαι ἁπλῶς πολυλογάς

χωρὶς οὐσία, θἆσαι βάρος.

Φρόντιζε νἆσαι ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος

καὶ μόνος σου νὰ παίρνῃς θάρρος.


»Νἄχῃς καρδιὰ κι᾿ ὅλο νὰ εὐφραίνεται

μ᾿ αἴσθημα καὶ φιλοτιμία,

εἶνε... νὰ καρτερᾶς τὸ θάνατο

καὶ νἄρθη μία λιποθυμία!!!


»Εἶδες ὁ φουκαρὰς ὁ τζίτζικας

ψόφησε ἐχτὲς ἀπὸ εἰλικρίνεια.

Τὰ λέγε ἀληθινὰ κ᾿ ἐπίμονα

καὶ μεῖς τὰ παίρναμε γιὰ γκρίνια.


»Στὸ τέλος ἔσκασε ἀπὸ εὐγένεια

κ᾿ ἐπίσημα κυλίστηκε στὸ χῶμα...

Α φαῦλοι, δὲ θὰ μοῦ τὸ κλείσετε

ποτὲ τ᾿ ἀχρεῖο μου τὸ στόμα!»


Καὶ τἄλεγε τόσο ἤρεμα

τόσο γλυκὰ ἡ ματιά του ἐφωτοβόλει,

γελοῦσε ξαφνικὰ κ᾿ ἔτσι χαρούμενα

σὰ νἄταν ἡ καρδιά του περιβόλι!

Επίσης ήξερα από μικρός ότι η Μαρία Πολυδούρη, όταν δούλευε στην νομαρχία της Καλαμάτας, ζούσε σ'ενα σπίτι που ήταν δίπλα στον ποταμό Νέδοντα. Αυτό δεν μπόρεσα ακόμα και σήμερα να το επιβεβαιώσω κάπου και παρέμεινε μέσα μου, ως δεδομένο και θέσφατο χωρίς "βιβλιογραφική αναφορά". Αν κάποιος από τους αναγνώστες γνωρίζει κάτι ας δώσει παραπάνω πληροφορίες.

Το μεσαίο κτήριο ήταν το ξενοδοχείο "Διεθνές"
Το κτήριο αυτό βρισκόταν στην συμβολή των οδών Αρτέμιδος,Μεσσήνης και Είρας. Ήταν ένα τριώροφο νεοκλασικό με υπόγειο και χρησιμοποιήθηκε σαν ξενοδοχείο με το όνομα "Διεθνές"και ενοικίαζε δωμάτια με τον μήνα. Ακριβώς μπροστά του ξεκινούσε η γέφυρα της 23ης Μαρτίου, μια από τις γέφυρες που περνούσαν πάνω απ΄το Νέδοντα και ένωναν την δυτική με την ανατολική πόλη. Αυτή η γέφυρα ξεκίνησε ως τροχήλατη αλλά κάπου στα μέσα του 20ου αιώνα φτιάχτηκαν σκαλιά απ'την μεριά του κτηρίου Πάνθεον και έτσι η γέφυρα ήταν μόνο για πεζούς. Το κτήριο αυτό λοιπόν, κατεδαφίστηκε απ'τον δήμο πριν λίγα χρόνια και στην θέση του έχει μείνει ένας κενός χώρος, όπου συχνά είναι παρκαρισμένα αυτοκίνητα και μηχανάκια.

Διακρίνονται αριστερά και δεξιά τα δύο σωζόμενα κτήρια, αλλά
το κτήριο ''Διεθνές" δεν υπάρχει, παρά μόνο τα ίχνη του στην νεόδμητη
πολυκατοικία.




Στην πόλη λοιπόν που γεννήθηκε και έζησε για κάποια χρόνια η ποιήτρια, ο χώρος που διέμενε είναι ισοπεδωμένος. Ο Δήμος τα τελευταία χρόνια κάθε χρόνο διοργανώνει τα λεγόμενα "Πολυδούρεια" αλλά ο χώρος που διέμενε η ποιήτρια είναι κενός, μαζί με ένα μεγάλο κομμάτι ιστορίας της πόλης που όλο αλλάζει και όλο πετάει πράγματα που τα θεωρεί παλιά και ξεθωριασμένα. Σβήνοντας λίγο λίγο τις μνήμες, αλλάζοντας τα σημαντικά και χάνοντας έτσι κομμάτια που την διαμόρφωσαν. Μα ο πόθος της ζωής δεν χάνεται, είναι ανήμερος, όπως και όλοι οι πλούσιοι τόποι μέσα μας, όχι παλαιοί ή καινούργιοι μα πλούσιοι:




Ο ΠΟΘΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Εἶνε ὁ πόθος μου τέτιος, ἀγέρα
σὰν τὸν ἄγριο θυμό σου
ποὺ στὶς πλούσιες κοιλάδες σφυρίζει.

Εἶνε ἀνήμερος, ἄγρια φοβέρα,
πλούσιοι οἱ τόποι βαθιά μου
καὶ σὰ χάρος σκληρὸς τοὺς θερίζει.

Κάθε ἐλπίδα, κάθε ὄνειρο νέο
τὸ χαϊδεύει σὰν αὔρα
ζωοδότρα στὰ ἐαρινὰ φύτρα.

Κι᾿ ἂν αὐξάνη καὶ γίνεται ὡραῖο,
εἶνε ἡ γόνιμη ὁρμή του
ποὺ θὰ γίνῃ ἡ σκληρὴ καταλύτρα.