Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022

Στο πιο ψηλό βουνό

 


Στο πιο ψηλό βουνό η Νία, 

με τις απάτητες κορυφές του·

μακριά

 απ’ όσους ανασαίνουν και πατούν σε τούτο δω τον κόσμο. 


Μια στριφογυρισιά σ’ ένα ζεϊμπέκικο 

και μια κραυγή προς τα μέσα ήταν ο ρυθμός σου· 

ο κόσμος σου ολάκερος ένα παράπονο. 


Βαρέθηκες, το ξέρω, 

μα σε ψάχνουν τα παιδικά μου χρόνια, τα καλοκαίρια της στρωματσάδας 

και οι συζητήσεις των μεγάλων τα βράδια στην αυλή,

λίγο πριν έρθει ο ύπνος απ’ τα ανοιχτά παράθυρα. 


Καργιόλη θάνατε,

πόσο έντονα χρωματίζεις την ζωή; 


Μας παρακολουθείς να μονολογούμε,

να κάνουμε στροφές στα αλώνια της ζωής,

να ερωτευόμαστε και να απελπιζόμαστε 

γιατί όλο κάτι δεν είναι αρκετό. 

Μεγαλώνεις μαζί μας, 

μετράς τις ανάσες,

τρέφεσαι απ’ την ύπαρξή μας.

---------------------------- 

 Αυτές δεν είναι μόνο λίγες λέξεις για μια ζωντανή μνήμη,

αλλά και για ένα παιδί που μεγαλώνει,

χάνοντας στο υλικό πεδίο, ένα κομμάτι που πάντα πίστευε πως θα είναι εκεί δίπλα.


Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

Λίγο πριν απ'το μετά



Λευκή κουρτίνα ανεμίζει στην μπαλκονόπορτα.

Παράδοση, παύση μάχης, ανακωχή.

Μεταίχμιο, κόψη, μετεωρισμός.

Όλα τα ναι και τα όχι μαζί.

Κράτημα ανάσας, μεταξύ συντριμιών και πελάγου.

Ας είναι, 

"όπως τον έβρω τον καιρό".

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

Η γιαγιά και ο έρωτας, ο αδελφός του θανάτου

 


Παντρεύτηκε μικρή η γιαγιά, όπως συνηθίζονταν τότε. Μανιάτισα στην καταγωγή, μελαχρινή με ίσο μακρύ μαλλί. Τα δυο της μαύρα μάτια, φάνταζαν σαν κάρβουνο λίγο πριν συναντηθεί με την φωτιά και έδεναν με το σκουρόχρωμο δέρμα της. Σε μιαν άλλη ζωή θα είχε δικό της κατάμαυρο κουρσάρικο και με το πλήρωμά της θα διαφέντευε τις θάλασσες, μα σ’ αυτή ήταν απλά μια πολύ όμορφη γυναίκα.  Είχαν να το λένε στην πόλη για την ομορφιά της γιαγιάς· άλλωστε ακόμα κυκλοφορεί στις συζητήσεις των οικογενειακών τραπεζιών πως αυτό το γονίδιο της ομορφιάς, η ξαδέρφη της η Κορίνα το αξιοποίησε σε παγκόσμιο διαγωνισμό καλλιστείων με την ανώτερη διάκριση. Εκείνη τράβηξε για Αμερική και διάβαινε με περπάτημα σαλονάτης γάτας τις πασαρέλες, αλλά η γιαγιά έμεινε στο χώμα και τις φραγκοσυκιές, βαδίζοντας στις νεροφαγιές με χάρη πεινασμένης αλητόγατας.

Η γιαγιά έκανε δύο κορίτσια, έφηβη αυτή με δύο παιδιά να γυροφέρνουν στα φουστάνια της και πίσω της μια φωτογραφία μ’ ένα όμορφο ζευγάρι να περιδιαβαίνει την μικρή πόλη κοιτάζοντας και χαμογελώντας ο ένας στον άλλον. Ήταν τόσο ταιριαστοί και όμορφοι οι δυο τους σ’ αυτή την φωτογραφία, που τα ντουβάρια της πόλης ζωντάνευαν γύρω απ’ το περπάτημά τους. Αλλά έπρεπε να γίνει μάνα.

Πέρασαν λίγα χρόνια με αρκετές δυσκολίες και άρχισε η ζήλια, κακό πράγμα η ζήλια. Πήγαινε ο παππούς για δουλειά στις οικοδομές και όλο του έλεγαν για την όμορφη γυναίκα του καθώς και για τον φίλο τους που όλο μαζί τους βλέπανε. Και όλο πετούσε τις λάσπες πιο δυνατά στα ντουβάρια της οικοδομής. Μέχρι που μια μέρα τηλεφώνησε κάποιος απ’ την γειτονιά στον παππού που έλειπε στην Αθήνα για δουλειές. «Ο φίλος σου είναι στο σπίτι με την γυναίκα σου» του είπε. Πήρε την αστυνομία ο παππούς και έφυγε άρον άρον από την Αθήνα με μια μηχανή. 

Η γιαγιά έμενε στο σπίτι παρέα με τους γονείς της. Μπούκαραν στο σπίτι αστυνομικοί και εισαγγελέας και έσυραν αυτή και τον εραστή της στο αυτόφωρο. Τα παιδιά ήταν στην άλλη γιαγιά τους και δεν είδαν τι έγινε. Μέτραγαν οι αστυνομικοί τις κλίνες που έχει το σπίτι, είδαν τα κλινοσκεπάσματα, μέτρησαν και πόσα άτομα ήταν στο σπίτι και έτσι έβγαλαν το συμπέρασμα πως είχε διατελεσθεί το έγκλημα της μοιχείας!

 Σχεδόν ένα χρόνο έκανε η γιαγιά φυλακή και λίγο παραπάνω ο εραστής της. Όταν μπήκε φυλακή ήταν ήδη έγκυος η γιαγιά. Γέννησε στη φυλακή και το παιδί αργότερα το μεγάλωσε μαζί με τον εραστή της που τελικά όταν ο νόμος το επέτρεψε την παντρεύτηκε και έζησαν μαζί ως το τέλος της ζωής της. Για πολλά χρόνια η γιαγιά παρακαλούσε τον παππού να αναγνωρίσει το παιδί, μιας και ο νόμος δεν άφηνε τους εγκληματίες μοιχείας να παντρευτούν μεταξύ τους.

Η γιαγιά από ντροπή δεν ξαναγύρισε στην μικρή πόλη για πολλά χρόνια. Τα δυο της κορίτσια από τον πρώτο της γάμο τα είδε περίπου 10 χρόνια μετά το περιστατικό, αφού της απαγόρεψαν να τα βλέπει. Στο δημοτικό σχολείο τα κορίτσια θυμόντουσαν μια παράξενη γυναίκα να τα πλησιάζει και να προσπαθεί να τους μιλήσει και άλλοτε απλά να τα παρακολουθεί από μακριά.

Η γιαγιά με τα χρόνια ζουρλάθηκε, όπως έλεγαν στην μικρή πόλη. Την θυμάμαι και εγώ, κάποιες ελάχιστες φορές που την είδα, να τρέμει η γνάθος της και η ματιά της να είναι θολή, λες και το κάρβουνο που είχε κάποτε στα μάτια της να έγινε στάχτη. Λες και ναυάγησε εκείνη η μαύρη πειρατίνα και το μαύρο σκάφος της το κατάπιε ο βαθύς νόμος της θάλασσας. Παρέμενε όμως ακόμα όμορφη, αλλά τι να το κάνεις; Ο θάνατος, ο αδελφός του έρωτα, την απάλλαξε απ’ το έγκλημα που είχε διαπράξει. Η γιαγιά πέθανε νέα από καρκίνο, έχοντας πληρώσει βαρύ τίμημα στο κράτος και στην ανέραστη κοινωνία για τον κρυφό της έρωτα. 

 

Τετάρτη 25 Μαΐου 2022

Για τις τελευταίες στιγμές


Απόψε έβαλα φωτιά στο κεφάλι μου. Μάζεψα όλες τις τελευταίες στιγμές απ'τα καρτέρια του χρόνου

 και ανέπνευσα τις σιωπές τους.

Ήπια σ'αυτές τις στιγμές 
που αγνοούσαν πως είναι οι τελευταίες και έκλαψα,
για όλες αυτές που το γνώριζαν.

Πυρωμένοι βράχοι, ιδρωμένο σώμα, βαθιές ανάσες στο χείλος του χρόνου.
Διαδρομή ατελείωτη ο χρόνος, 
μα η στιγμή μετρημένη ανάσα,
αδηφάγα και αυστηρή.

Ο χρόνος αδιαφορεί,
όσο η στιγμή ψάχνει να δώσει ένα τέλος, στοιχηματίζοντας ενάντια στη λήθη.

Ο χρόνος κυλάει,
αφήνοντας την στιγμή 
εικόνα που καίγεται, 
τοπίο θολό απ'τους καπνούς.

Ψάχνω στις στάχτες, σε βωμούς παλιούς και τα χέρια μου καίγονται
από παλιά φωτιά που την έσβησε
ο χρόνος.

Είμαι εδώ,
αυτό που αισθάνεσαι και βλέπεις από μένα,
είναι οι στιγμές που έμειναν
βουβές και τελευταίες,
στα καρτέρια του χρόνου.

Τρίτη 24 Μαΐου 2022

Της κόψης



Μέσα στο στήθος μου ταΐζω μια φωτιά,

με τα δικά, με τα δικά μου σωθηκά,
την νανουρίζω όταν νύχτες με ξυπνά,
μ'ένα φιλί υγρό εκεί στα σκοτεινά.

Κι' νε η σιωπή κραυγή με νύχια κοφτερά,
στου κόσμου την βουή, οργή βουβή πετά,
πάνω απ'της πόλης τον αχό θα κυβερνά,
πάνω απο τραύματα παλιά θα προσκυνά.

Σπαράζει η νύχτα με το φως δίνει φιλιά,
πάνω στην κόψη με τα πέλματα γυμνά,
χαμογελά, 
δακρύζει και ξεσπά,
αιμοραγεί 
μα με το φως δίνει φιλιά.

Κυριακή 15 Μαΐου 2022

Εύπλαστοι σιδηροδέσμιοι

 



Στο λίκνισμα των σωμάτων μας στην ύλη της εξουσίας,

παράγεται ο σιδερένιος χρόνος της υποδούλωσης.

Τα μικρά που σιωπήσαμε
και τα μεγάλα που αποφύγαμε,
μας τοποθέτησαν στο αμόνι ζεστούς,
για διαμόρφωση και πώληση.

Διαγράφουμε υποβαθμισμένα μίλια κάνοντας κύκλους,
ενώ πιστεύουμε με βεβαιότητα,

πως ισοροπούμε

σ'έναν απομακρυσμένο ορίζοντα, 

νομίζοντας πως έχουμε καλύψει
και ανακαλύψει
νέους τόπους και θάλασσες.

Η σοφία μας
στέκει σαν βραχονησίδα,

αδιαφορώντας

για τον καλό και τον κακό καιρό,
με μόνο της μέλημα
έναν μελλοντικό άπιαστο χρόνο.

Κλαίμε και γελαμε μαζί,
με φυλαχτό την μόνη μας συνειδητότητα σ' αυτή την ζωή,
να εμπεριέχει και να ερωτοτροπεί,

πότε με το φως

και πότε με το σκοτάδι.

Μήπως έτσι και νιώσουμε
το άγγιγμα
τ' αδέσποτου ανέμου
μέσα μας.

Σάββατο 12 Μαρτίου 2022

Φωτιά υφέρπουσα

(χωρίς εικόνα)


Χαμογελάω και πίσω μου 

φαίνονται ξεθωριασμένοι τοίχοι.

Έτσι σ' αγαπώ,

γυμνός και τραυματισμένος,

σφηνωμένος σε γρίλιες φωτός το ξημέρωμα.