Η επινόηση της «παράδοσης» από το κράτος για την δημιουργία ομογενοποίησης του έθνους-κράτους
Πόσο «αυθεντική» μπορεί να είναι η «παράδοση»; Πως είναι δυνατόν η κρατική καταστολή να έχει βάλει χέρι σε χορούς, τραγούδια, μουσικές και πανηγύρια ανθρώπων με σκοπό τον έλεγχο και την υποταγή; Τα ερωτήματα δεν είναι ρητορικά και σε καμία περίπτωση συνομοσιολογικά! Για την κρατική εξουσία η μουσική, τα τραγούδια και ο χορός δεν ήταν πάντα μια αθώα διέξοδος όπως για τους περισσότερους ανθρώπους. Αυτό που σήμερα ορίζουμε ως «παράδοση» έχει επινοηθεί σε μεγάλο βαθμό από την προσπάθεια του κράτους να επιβληθεί στους ανθρώπους που την βιώνουν και την εξελίσσουν. Η προσπάθεια του κράτους να ομογενοποιήσει τον πληθυσμό του υπό την σκεπή μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας πέρασε, και περνάει, μέσα από την «παράδοση». Το μακρύ χέρι του κράτους όπου έχει αναλάβει να ανακαλύπτει και στην συνέχεια να κρύβει ή να παραποιεί όποια «παράδοση» δεν συμβαδίζει με τις αρχές του έθνους, ονομάζεται λαογραφία! Το αντικείμενο μελέτης της λαογραφίας, σύμφωνα με εκείνη, είναι η διερεύνηση της «ψυχής του λαού» . Οι θιασώτες της λαογραφίας πιστεύουν στον άρρηκτο δεσμό μεταξύ κράτους και λαογραφίας. Το κράτος, σύμφωνα με την λαογραφία, θεωρείται ως οργανισμός που διέπεται από την «ψυχή του λαού». Η λαογραφία γνωρίζοντας καλύτερα από κάθε άλλη επιστήμη «την ψυχή του λαού» ορίζει την θέση της ως «σύμβουλος» του κράτους. Ο μεγαλύτερος θρίαμβος κατά τους λαογράφους θα ήταν εάν κάθε πολιτική πράξη ανταποκρινόταν τέλεια στο χαρακτήρα των εξουσιαζόμενων έτσι ώστε ακόμα και τα ποιο επαχθέστερα και άδικα μέτρα να θεωρούνται αναγκαία, γιατί το κράτος δεν κάνει κάτι άλλο παρά να διεκπεραιώνει τις δικές τους ανάγκες! Σε αυτό το σημείο εμφανίζονται οι πραγματικοί χαρακτήρες της λαογραφίας: της εκπαίδευσης και της χειραγώγησης. Με άλλα λόγια εδώ αρχίζει ο πραγματικός σκοπός της που δεν είναι μόνο να καταγράψει ότι υπάρχει στην κουλτούρα των ανθρώπων αλλά όπου χρειάζεται να κρύψει, να παραλλάξει και εν τέλει να επινοήσει νέες που θα μοιάζουν ότι υπήρχαν από πάντα!
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή
Ο όρος «λαογραφία» εδραιώθηκε από τον Νικόλαο Πολίτη στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Πολίτης ανέλαβε από το κράτος να αποδείξει την άμεση σύνδεση των ηθών και των εθίμων του τότε ελλαδικού χώρου με ήθη, έθιμα και πρακτικές από την ελληνική αρχαιότητα. Στην συνέχεια εξέλιξε την μέθοδο του συγκρίνοντας τις πρακτικές του πληθυσμού του ελλαδικού χώρου με άλλες ανά τον κόσμο, με σκοπό να θέσει την αρχαία ελλάδα ως την αφετηρία για πολλά ήθη και έθιμα ανά τον κόσμο! Η συγκεκριμένη πρακτική είχε ξεκινήσει στην ευρώπη από τις αρχές του 19ου αιώνα οπού οι εξουσιαστές έσκυψαν πάνω στις παραδόσεις και στο πρόσφατο παρελθόν με σκοπό ένα κοινό σημείο αναφοράς για όλους και καθ’ επέκταση την ομογενοποίηση της κουλτούρας του πληθυσμού εντός των ορίων του κράτους. Πτυχές της κουλτούρας των ανθρώπων, όπως το τραγούδι, η μουσική, η φορεσιά και ο χορός αναδείχτηκαν ξαφνικά ως υψηλή καλλιτεχνική δημιουργία και το κράτος ανέλαβε την προστασία τους καθώς και την διαχείριση τους. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν «σχολές» που είχαν ως στόχο την διατήρηση και την ανάδειξη τεχνών που σχετίζονται άμεσα με αυτή την κουλτούρα. Για παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε την δημιουργία «εθνικών σχολών μουσικής» στην ευρώπη και στις χώρες του ανατολικού μπλοκ που διαμόρφωσαν μουσικά τους εκάστοτε πληθυσμούς. Επίσης με τον ίδιο τρόπο οι παλιές ενδυμασίες προσεγγίστηκαν ως «εθνικά κειμήλια» και απετέλεσαν μουσειακά αντικείμενα που υπενθύμιζαν στους πολίτες της εκάστοτε χώρας το ένδοξο παρελθόν!
Με όλα τα παραπάνω μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η λαογραφία στον ελλαδικό χώρο υπήρξε άξιο τέκνο της προσπάθειας των ευρωπαϊκών κρατών να εξουσιάσουν μέσω της φόρμας του εθνικισμού! Η λαογραφία δεν έπαψε ποτέ να αναζητά τις αρχαίες ρίζες και όταν δεν τις έβρισκε συχνά τις επινοούσε για λογαριασμό του κράτους που πάσχιζε να διαμορφώσει εθνική συνείδηση σε έναν ανομοιογενή πληθυσμό. Η συγκεκριμένη μέθοδος της «εθνοαρχαιολογίας» του Νικολάου Πολίτη δεν σταμάτησε ποτέ μέχρι σήμερα και επεκτάθηκε και σε άλλους τομείς καταγραφής όπως αυτή του χορού. Στο συγκεκριμένο χώρο δύο γυναίκες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην «εθνικοποίηση» και ομογενοποίηση του χορού στον ελλαδικό χώρο α) η γνωστή φεμινίστρια Καλλιρρόη Παρρέν με την ίδρυση του «λυκείου ελληνίδων» το 1911 και β) η Δόρα Στράτου με την δημιουργία του «σωματείου ελληνικών χορών Δόρα Στράτου» το 1952.
Η Παρρέν πλήρως συνυφασμένη με τις πρακτικές τις λαογραφίας θέτει ως σκοπό της γυναικείας λέσχης της να διασώσει και να διατηρήσει τους «παραδοσιακούς» χορούς, τα τραγούδια καθώς και τις ενδυμασίες συνδέοντάς τα πάντα με την αρχαιότητα! Τα μαθήματα χορού στο «λύκειο των ελληνίδων» πλαισιώνονταν από αγαλματίδια και χορευτικές κινήσεις βασισμένες σε αρχαίες αγγειογραφίες. Ο σκοπός αυτός απέβλεπε στην απόδειξη της ιστορικής συνέχειας των χορών, στον καλλωπισμό αλλά και βραχυπρόθεσμα στην κατάταξη των ελλήνων στους «ευγενείς» δυτικούς και όχι στους «βάρβαρους από την ανατολή». Επίσης τα μαθήματα πλαισιώνονταν από ευρωπαϊκή ορχήστρα καθώς τα λαϊκά όργανα δεν ανταποκρίνονταν στην φιλοσοφία της λέσχης! Για τον ρόλο της Δόρας Στράτου θα αναφερθούμε παρακάτω.
Ο ρόλος που ανατέθηκε από το κράτος στην λαογραφία για την δημιουργία «εθνικού πλαισίου» στην «παράδοση».
Η μουσική και το τραγούδι
Από τις αρχές του 20ου αιώνα οι λαογράφοι κατέγραφαν ανελλιπώς τον υλικό και πνευματικό βίο του ελλαδικού χώρου. Η προσάρτηση νέων εδαφών στο ελληνικό κράτος φέρνουν και νέους πληθυσμούς με διαφορετική γλώσσα και κουλτούρα. Ειδικότερα οι περιοχές της ηπείρου της μακεδονίας και της θράκης απαρτίζονται από ένα συνονθύλευμα ανθρώπων που δεν μπορούν να «δέσουν εθνικά» και σε καμία περίπτωση δεν τους ενώνει το αρχαιοελληνικό τους παρελθόν. Σ’ αυτές τις περιοχές το κράτος ήταν ανελέητο. Οι λαογράφοι αφού κατέγραφαν, επέστρεφαν στην Αθήνα και αξιολογούσαν το υλικό. Οι αλβανικοί, οι σλαβομακεδόνικοι και οι εβραϊκοί στίχοι αντικαθίσταντο από ελληνικούς και σε όσα αδυνατούσαν να μπουν ελληνικοί λόγο ρυθμού ή μουσικής αφαιρούνταν! Με αυτό τον αήθη τρόπο διαμορφώθηκε η εθνική κουλτούρα. Οι κάτοικοι πλέον απαγορεύονταν να ξανατραγουδήσουν όπως ήξεραν! Κάποιοι δεν ξανατραγούδησαν ποτέ και κάποιοι άλλοι δεν ξαναχόρεψαν τα τραγούδια με τους ελληνικούς στίχους! Με τον τρόπο αυτό κάνανε την δικιά τους προσωπική αντίσταση σε μια μάχη που το κράτος τους είχε κερδίσει! Στις μέρες μας ότι έχει απομείνει από αυτή την ιδιότυπη μάχη είναι τα τραγούδια με χάλκινα πνευστά της δυτ. μακεδονίας, όπου τα περισσότερα έχουν απομείνει δίχως λόγια! Τα συγκεκριμένα τραγούδια ως τις αρχές του 90’ δεν ήταν και τόσο δημοφιλή όπως σήμερα με αποτέλεσμα όποιος ραδιοφωνικός σταθμός έπαιζε τέτοια μουσική να βάζει σε κίνδυνο το «εθνικό του κύρος». Ας όψεται η μόδα του Μπρέγκοβιτς και του Κουστορίτσα που ανάγκασαν να «νομιμοποιήσουν» αυτό το είδος ως εγχώρια «έθνικ», χωρίς βέβαια να «νομιμοποιηθούν» και τα λόγια των τραγουδιών! Με αυτό τον τρόπο το κράτος έβαλε χέρι σε μια πτυχή της κουλτούρας της υπαίθρου (πανηγύρια) διαμορφώνοντάς τα και εν τέλει διαστρεβλώνοντας τον κοινωνικό ιστό περιοχών. Έτσι λοιπόν ο Γιάννης από το «Γιάννη μου το μαντήλι σου» μπορεί να έχει και άλλο όνομα ή ακόμα και άλλη γλώσσα αλλά να αποσιωπήθηκε όπως κάθε ένοχο μυστικό! Συγχρόνως με την βρώμικη δουλειά των λαογράφων το κράτος στην μακεδονία από τα μέσα του 20ου μέχρι την δεκαετία του 60’ οργάνωνε ομαδικές τελετές ορκωμοσίας για την αποκήρυξη οποιαδήποτε άλλης γλώσσας εκτός της ελληνικής! Οι κάτοικοι μαζεύονταν με την απειλή στρατού και χωροφυλακής στην πλατεία του εκάστοτε χωριού και εκεί σε μια επίσημη τελετή και την συμμετοχή στρατού, εκκλησίας κτλ ορκίζονταν ότι πλέων δεν θα ομιλούν άλλη γλώσσα παρά μόνο ελληνικά! Μερικές τέτοιες γνωστές ορκωμοσίες έγιναν το 1959-60 στα χωριά: Τρέμινο Κάιλαρσκο με σημερινή ονομασία Καρδιά Πτολεμαίδας, Λούντοβο, Κόστουρσκο με σημερινή ονομασία Κρύα Νερά Καστοριάς και Καρπέσσινα Λέρινσκο με σημερινή ονομασία Ατραπός Φλώρινας (όπου μάλιστα παραβρέθηκαν κάτοικοι από 100 χωριά του νομού Φλώρινας). Οι τελετές σταμάτησαν το 60’ με διαταγή του υπουργού εξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ γιατί χαλούσαν την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό. Αυτό βέβαια συνέβη φαινομενικά αφού η πομπώδης τελετές ορκωμοσίας αντικαταστάθηκαν από ομαδικές δηλώσεις υπακοής! Χαρακτηριστική τέτοια δήλωση ήταν στο χωριό Όστροβο με σημερινή ονομασία Άρνισσα Πέλλας στις 25.3.1962 όπου υπογράφτηκε από 600 κατοίκους.
Η διαστρέβλωση του χορού
Με την ίδια πρακτική έγιναν και πολλές καταγραφές χορών. Εδώ σημαντικό ρόλο για την δημιουργία του «εθνικού πλαισίου» στο χορό έπαιξαν πολλοί λαογράφοι από τις αρχές του 20ου αιώνα και η Δόρα Στράτου από το 50’ και μετά. Οι λαογράφοι συνδέανε αυθαίρετα τους χορούς με την αρχαιότητα καθώς και με τον «εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα». Δημιουργούσαν μύθους γύρω από τους χορούς για να συσπειρώσουν τον πληθυσμό σε ένα «εθνικό πλαίσιο». Η Στράτου κατέγραφε χορούς από την ύπαιθρο και κατά την επιστροφή της στην Αθήνα αξιολογούσε το εκάστοτε χορευτικό υλικό προσθέτοντας ή αφαιρώντας βήματα και κινήσεις. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούσε χορογραφίες που άλλαζαν κατά πολύ τον προϋπάρχοντα χορό. Εννοείται ότι η αξιολόγηση για το ποιες κινήσεις θα βγουν και ποιες θα προστεθούν βασιζόταν σε επιγραφές αρχαιοελληνικών αγγείων καθώς και στο πως ο κάθε χορός θα μπορούσε να εντυπωσιάσει το κοινό. Οι χορογραφίες πλέον παρουσιάζονταν σε μορφή παράστασης στην Αθήνα αλλά και σε περιοδείες σε όλο τον κόσμο όπου παρουσιάζονταν ως αντιπροσωπευτικοί για κάθε τόπο. Έτσι σιγά σιγά ο χορός άρχισε να τυποποιείτε και να περνά στην φολκοροποίηση. Σε αυτό το μοτίβο επιλέχθηκαν 4 χοροί ως εθνικοί όπου επινοήθηκε αυθαίρετα το αρχαιοελληνικό τους καθώς και το «εθνικοαπελευθερωτικό» τους προφίλ (καλαματιανός, τσάμικος, πεντοζάλι, ζωναράδικος) και με την ανάπτυξη του τουρισμού και της εμπορικοποίησης του θεάματος την δεκαετία του 80’ προστέθηκαν ο ζεϊμπέκικος, ο χασάπικος, το τσιφτετέλι, και το νεοσύστατο συρτάκι (ή ο χορός του Ζορμπά). Η Στράτου «επαγγελματοποιεί» και τυποποιεί τον παραδοσιακό χορό με αποτέλεσμα να χάσει τον βιωματικό του χαρακτήρα! Ο κάθε χορός πλέον αποκτά πολύ συγκεκριμένα βήματα, άσχετα αν τον ίδιο χορό τον χόρευαν διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή και πλέον διδάσκεται από επαγγελματίες του είδους! Οι γεροντότεροι πλέον κάνουν πίσω σε κάποιο χορό γιατί αυτό που ήξεραν ήταν «λάθος» δίνοντας χώρο στους σπουδαγμένους νέους με τον «σωστό χορό»! Ο βιωματικός χαρακτήρας του χορού ξηλώνεται και μεταφέρετε στους διάφορους συλλόγους εκμάθησης που ξεπηδούν μετά την Στράτου, οι οποίοι μετά την απεδαφοποίησή του τον «φολκοροποιούν» με αποτέλεσμα να τείνει να μεταλλαχτεί σε μουσειακό είδος! Η συστηματική αναπαράσταση των ελληνικών «παραδοσιακών» χορών από τις οργανωμένες χορευτικές ομάδες δημιούργησε μια ιδιαίτερη αντίληψη για τον χορό στην Ελλάδα ταυτίζοντας τον πλέον ολοκληρωτικά με τη διδασκαλία.
Η καταστολή του κράτους λοιπόν μπορεί να φτάσει και σε χώρους που φαινομενικά φαίνονται «αθώοι» και ανεπηρέαστοι. Αυτό που σήμερα ονομάζουμε «παραδοσιακό» έχει υποστεί σοβαρές αλλοιώσεις και ωραιοποιήσεις με σκοπό την «εθνική ομογενοποίηση» πληθυσμών. Ο όρος «παράδοση» έχει δημιουργηθεί από το εξουσιαστικό μοντέλο του έθνους-κράτους για να ορίζει την μέσα σε εθνικά πλαίσια συμπεριφορά των πληθυσμών που έχουν εγκλωβιστεί στα σύνορά του. Πολλές φορές η σημασία του όρου αυτού μπορεί να αλλάξει και να μεταμορφωθεί ανάλογα με τις εκάστοτε εξουσιαστικές συνθήκες, όπως η αλλαγή εθνικών συνόρων, η σύναψη συμμαχιών, η αλλαγή ιδεολογικής πολιτικής πλατφόρμας των εκάστοτε εξουσιαστών κ.α. Οι καθημερινές πρακτικές, τελετές, λειτουργίες και σκέψεις στην πορεία των ανθρώπων μέσα στους αιώνες διαστρεβλώθηκαν σε «παράδοση» και κατ’ επέκταση σε φολκλόρ χάνοντας έτσι τον κοινοτικό τους χαρακτήρα για να αποκτήσουν έναν διαφορετικό ρόλο που θα βολεύει το κράτος. Με την κατασκευή της αρχαιολάγνας ομπρέλας λοιπόν, που είναι κοινή για όλους τους υπηκόους, το κράτος επέβαλε την πίστη και την υποταγή. Με αυτό τον τρόπο η αναφορά στο επινοημένο κοινό παρελθόν και κατ’ επέκταση στην κοινή κουλτούρα πάντα θα συνετίζει τις όποιες αμφισβητήσεις και αντιδράσεις απέναντι στην κρατική εξουσία και των πρακτικών της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Erick John Hobsbawm, Terence Ranger «Η επινόηση της παράδοσης». Μετάφραση Θανάσης Αθανασίου, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2004.
Anderson Benedict , «Φαντασιακές κοινότητες». Μετάφραση Χαντζαρούλα Ποθητή, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1997.
Michael Herzfeld, «Πάλι δικά μας, Λαογραφία, Ιδεολογία και η Διαμόρφωση της Σύγχρονης Ελλάδας». Μετάφραση Μαρίνος Σαρηγιάννης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2002
Αυδίκος Ε. & Παπακώστας Χ. «Σύνορα και λαϊκοί πολιτισμοί στα βαλκάνια». Εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2010.
Άλκη Κυριακίδου Νέστορος, «Η θεωρία της ελληνικής λαογραφίας». Εκδόσεις Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα 2001.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην Αναρχική εφημερίδα '' Διαδρομή Ελευθερίας'' τεύχος Ιουλίου - Αυγούστου αριθμός τεύχους 118.
Πόσο «αυθεντική» μπορεί να είναι η «παράδοση»; Πως είναι δυνατόν η κρατική καταστολή να έχει βάλει χέρι σε χορούς, τραγούδια, μουσικές και πανηγύρια ανθρώπων με σκοπό τον έλεγχο και την υποταγή; Τα ερωτήματα δεν είναι ρητορικά και σε καμία περίπτωση συνομοσιολογικά! Για την κρατική εξουσία η μουσική, τα τραγούδια και ο χορός δεν ήταν πάντα μια αθώα διέξοδος όπως για τους περισσότερους ανθρώπους. Αυτό που σήμερα ορίζουμε ως «παράδοση» έχει επινοηθεί σε μεγάλο βαθμό από την προσπάθεια του κράτους να επιβληθεί στους ανθρώπους που την βιώνουν και την εξελίσσουν. Η προσπάθεια του κράτους να ομογενοποιήσει τον πληθυσμό του υπό την σκεπή μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας πέρασε, και περνάει, μέσα από την «παράδοση». Το μακρύ χέρι του κράτους όπου έχει αναλάβει να ανακαλύπτει και στην συνέχεια να κρύβει ή να παραποιεί όποια «παράδοση» δεν συμβαδίζει με τις αρχές του έθνους, ονομάζεται λαογραφία! Το αντικείμενο μελέτης της λαογραφίας, σύμφωνα με εκείνη, είναι η διερεύνηση της «ψυχής του λαού» . Οι θιασώτες της λαογραφίας πιστεύουν στον άρρηκτο δεσμό μεταξύ κράτους και λαογραφίας. Το κράτος, σύμφωνα με την λαογραφία, θεωρείται ως οργανισμός που διέπεται από την «ψυχή του λαού». Η λαογραφία γνωρίζοντας καλύτερα από κάθε άλλη επιστήμη «την ψυχή του λαού» ορίζει την θέση της ως «σύμβουλος» του κράτους. Ο μεγαλύτερος θρίαμβος κατά τους λαογράφους θα ήταν εάν κάθε πολιτική πράξη ανταποκρινόταν τέλεια στο χαρακτήρα των εξουσιαζόμενων έτσι ώστε ακόμα και τα ποιο επαχθέστερα και άδικα μέτρα να θεωρούνται αναγκαία, γιατί το κράτος δεν κάνει κάτι άλλο παρά να διεκπεραιώνει τις δικές τους ανάγκες! Σε αυτό το σημείο εμφανίζονται οι πραγματικοί χαρακτήρες της λαογραφίας: της εκπαίδευσης και της χειραγώγησης. Με άλλα λόγια εδώ αρχίζει ο πραγματικός σκοπός της που δεν είναι μόνο να καταγράψει ότι υπάρχει στην κουλτούρα των ανθρώπων αλλά όπου χρειάζεται να κρύψει, να παραλλάξει και εν τέλει να επινοήσει νέες που θα μοιάζουν ότι υπήρχαν από πάντα!
Ευχετήρια κάρτα Λυκείου Ελληνίδων αρχές του 20ου αιώνα. «Ευγενείς Κορασίδες» ντυμένες με χλαμύδες χορεύουν παραδοσιακούς χορούς |
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή
Ο όρος «λαογραφία» εδραιώθηκε από τον Νικόλαο Πολίτη στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Πολίτης ανέλαβε από το κράτος να αποδείξει την άμεση σύνδεση των ηθών και των εθίμων του τότε ελλαδικού χώρου με ήθη, έθιμα και πρακτικές από την ελληνική αρχαιότητα. Στην συνέχεια εξέλιξε την μέθοδο του συγκρίνοντας τις πρακτικές του πληθυσμού του ελλαδικού χώρου με άλλες ανά τον κόσμο, με σκοπό να θέσει την αρχαία ελλάδα ως την αφετηρία για πολλά ήθη και έθιμα ανά τον κόσμο! Η συγκεκριμένη πρακτική είχε ξεκινήσει στην ευρώπη από τις αρχές του 19ου αιώνα οπού οι εξουσιαστές έσκυψαν πάνω στις παραδόσεις και στο πρόσφατο παρελθόν με σκοπό ένα κοινό σημείο αναφοράς για όλους και καθ’ επέκταση την ομογενοποίηση της κουλτούρας του πληθυσμού εντός των ορίων του κράτους. Πτυχές της κουλτούρας των ανθρώπων, όπως το τραγούδι, η μουσική, η φορεσιά και ο χορός αναδείχτηκαν ξαφνικά ως υψηλή καλλιτεχνική δημιουργία και το κράτος ανέλαβε την προστασία τους καθώς και την διαχείριση τους. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν «σχολές» που είχαν ως στόχο την διατήρηση και την ανάδειξη τεχνών που σχετίζονται άμεσα με αυτή την κουλτούρα. Για παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε την δημιουργία «εθνικών σχολών μουσικής» στην ευρώπη και στις χώρες του ανατολικού μπλοκ που διαμόρφωσαν μουσικά τους εκάστοτε πληθυσμούς. Επίσης με τον ίδιο τρόπο οι παλιές ενδυμασίες προσεγγίστηκαν ως «εθνικά κειμήλια» και απετέλεσαν μουσειακά αντικείμενα που υπενθύμιζαν στους πολίτες της εκάστοτε χώρας το ένδοξο παρελθόν!
Με όλα τα παραπάνω μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η λαογραφία στον ελλαδικό χώρο υπήρξε άξιο τέκνο της προσπάθειας των ευρωπαϊκών κρατών να εξουσιάσουν μέσω της φόρμας του εθνικισμού! Η λαογραφία δεν έπαψε ποτέ να αναζητά τις αρχαίες ρίζες και όταν δεν τις έβρισκε συχνά τις επινοούσε για λογαριασμό του κράτους που πάσχιζε να διαμορφώσει εθνική συνείδηση σε έναν ανομοιογενή πληθυσμό. Η συγκεκριμένη μέθοδος της «εθνοαρχαιολογίας» του Νικολάου Πολίτη δεν σταμάτησε ποτέ μέχρι σήμερα και επεκτάθηκε και σε άλλους τομείς καταγραφής όπως αυτή του χορού. Στο συγκεκριμένο χώρο δύο γυναίκες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην «εθνικοποίηση» και ομογενοποίηση του χορού στον ελλαδικό χώρο α) η γνωστή φεμινίστρια Καλλιρρόη Παρρέν με την ίδρυση του «λυκείου ελληνίδων» το 1911 και β) η Δόρα Στράτου με την δημιουργία του «σωματείου ελληνικών χορών Δόρα Στράτου» το 1952.
Η Παρρέν πλήρως συνυφασμένη με τις πρακτικές τις λαογραφίας θέτει ως σκοπό της γυναικείας λέσχης της να διασώσει και να διατηρήσει τους «παραδοσιακούς» χορούς, τα τραγούδια καθώς και τις ενδυμασίες συνδέοντάς τα πάντα με την αρχαιότητα! Τα μαθήματα χορού στο «λύκειο των ελληνίδων» πλαισιώνονταν από αγαλματίδια και χορευτικές κινήσεις βασισμένες σε αρχαίες αγγειογραφίες. Ο σκοπός αυτός απέβλεπε στην απόδειξη της ιστορικής συνέχειας των χορών, στον καλλωπισμό αλλά και βραχυπρόθεσμα στην κατάταξη των ελλήνων στους «ευγενείς» δυτικούς και όχι στους «βάρβαρους από την ανατολή». Επίσης τα μαθήματα πλαισιώνονταν από ευρωπαϊκή ορχήστρα καθώς τα λαϊκά όργανα δεν ανταποκρίνονταν στην φιλοσοφία της λέσχης! Για τον ρόλο της Δόρας Στράτου θα αναφερθούμε παρακάτω.
Ο ρόλος που ανατέθηκε από το κράτος στην λαογραφία για την δημιουργία «εθνικού πλαισίου» στην «παράδοση».
Η μουσική και το τραγούδι
Από τις αρχές του 20ου αιώνα οι λαογράφοι κατέγραφαν ανελλιπώς τον υλικό και πνευματικό βίο του ελλαδικού χώρου. Η προσάρτηση νέων εδαφών στο ελληνικό κράτος φέρνουν και νέους πληθυσμούς με διαφορετική γλώσσα και κουλτούρα. Ειδικότερα οι περιοχές της ηπείρου της μακεδονίας και της θράκης απαρτίζονται από ένα συνονθύλευμα ανθρώπων που δεν μπορούν να «δέσουν εθνικά» και σε καμία περίπτωση δεν τους ενώνει το αρχαιοελληνικό τους παρελθόν. Σ’ αυτές τις περιοχές το κράτος ήταν ανελέητο. Οι λαογράφοι αφού κατέγραφαν, επέστρεφαν στην Αθήνα και αξιολογούσαν το υλικό. Οι αλβανικοί, οι σλαβομακεδόνικοι και οι εβραϊκοί στίχοι αντικαθίσταντο από ελληνικούς και σε όσα αδυνατούσαν να μπουν ελληνικοί λόγο ρυθμού ή μουσικής αφαιρούνταν! Με αυτό τον αήθη τρόπο διαμορφώθηκε η εθνική κουλτούρα. Οι κάτοικοι πλέον απαγορεύονταν να ξανατραγουδήσουν όπως ήξεραν! Κάποιοι δεν ξανατραγούδησαν ποτέ και κάποιοι άλλοι δεν ξαναχόρεψαν τα τραγούδια με τους ελληνικούς στίχους! Με τον τρόπο αυτό κάνανε την δικιά τους προσωπική αντίσταση σε μια μάχη που το κράτος τους είχε κερδίσει! Στις μέρες μας ότι έχει απομείνει από αυτή την ιδιότυπη μάχη είναι τα τραγούδια με χάλκινα πνευστά της δυτ. μακεδονίας, όπου τα περισσότερα έχουν απομείνει δίχως λόγια! Τα συγκεκριμένα τραγούδια ως τις αρχές του 90’ δεν ήταν και τόσο δημοφιλή όπως σήμερα με αποτέλεσμα όποιος ραδιοφωνικός σταθμός έπαιζε τέτοια μουσική να βάζει σε κίνδυνο το «εθνικό του κύρος». Ας όψεται η μόδα του Μπρέγκοβιτς και του Κουστορίτσα που ανάγκασαν να «νομιμοποιήσουν» αυτό το είδος ως εγχώρια «έθνικ», χωρίς βέβαια να «νομιμοποιηθούν» και τα λόγια των τραγουδιών! Με αυτό τον τρόπο το κράτος έβαλε χέρι σε μια πτυχή της κουλτούρας της υπαίθρου (πανηγύρια) διαμορφώνοντάς τα και εν τέλει διαστρεβλώνοντας τον κοινωνικό ιστό περιοχών. Έτσι λοιπόν ο Γιάννης από το «Γιάννη μου το μαντήλι σου» μπορεί να έχει και άλλο όνομα ή ακόμα και άλλη γλώσσα αλλά να αποσιωπήθηκε όπως κάθε ένοχο μυστικό! Συγχρόνως με την βρώμικη δουλειά των λαογράφων το κράτος στην μακεδονία από τα μέσα του 20ου μέχρι την δεκαετία του 60’ οργάνωνε ομαδικές τελετές ορκωμοσίας για την αποκήρυξη οποιαδήποτε άλλης γλώσσας εκτός της ελληνικής! Οι κάτοικοι μαζεύονταν με την απειλή στρατού και χωροφυλακής στην πλατεία του εκάστοτε χωριού και εκεί σε μια επίσημη τελετή και την συμμετοχή στρατού, εκκλησίας κτλ ορκίζονταν ότι πλέων δεν θα ομιλούν άλλη γλώσσα παρά μόνο ελληνικά! Μερικές τέτοιες γνωστές ορκωμοσίες έγιναν το 1959-60 στα χωριά: Τρέμινο Κάιλαρσκο με σημερινή ονομασία Καρδιά Πτολεμαίδας, Λούντοβο, Κόστουρσκο με σημερινή ονομασία Κρύα Νερά Καστοριάς και Καρπέσσινα Λέρινσκο με σημερινή ονομασία Ατραπός Φλώρινας (όπου μάλιστα παραβρέθηκαν κάτοικοι από 100 χωριά του νομού Φλώρινας). Οι τελετές σταμάτησαν το 60’ με διαταγή του υπουργού εξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ γιατί χαλούσαν την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό. Αυτό βέβαια συνέβη φαινομενικά αφού η πομπώδης τελετές ορκωμοσίας αντικαταστάθηκαν από ομαδικές δηλώσεις υπακοής! Χαρακτηριστική τέτοια δήλωση ήταν στο χωριό Όστροβο με σημερινή ονομασία Άρνισσα Πέλλας στις 25.3.1962 όπου υπογράφτηκε από 600 κατοίκους.
Ανακοινώσεις εφημερίδων για τις ομαδικές τελετές ορκωμοσίας στην μακεδονία. |
Με την ίδια πρακτική έγιναν και πολλές καταγραφές χορών. Εδώ σημαντικό ρόλο για την δημιουργία του «εθνικού πλαισίου» στο χορό έπαιξαν πολλοί λαογράφοι από τις αρχές του 20ου αιώνα και η Δόρα Στράτου από το 50’ και μετά. Οι λαογράφοι συνδέανε αυθαίρετα τους χορούς με την αρχαιότητα καθώς και με τον «εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα». Δημιουργούσαν μύθους γύρω από τους χορούς για να συσπειρώσουν τον πληθυσμό σε ένα «εθνικό πλαίσιο». Η Στράτου κατέγραφε χορούς από την ύπαιθρο και κατά την επιστροφή της στην Αθήνα αξιολογούσε το εκάστοτε χορευτικό υλικό προσθέτοντας ή αφαιρώντας βήματα και κινήσεις. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούσε χορογραφίες που άλλαζαν κατά πολύ τον προϋπάρχοντα χορό. Εννοείται ότι η αξιολόγηση για το ποιες κινήσεις θα βγουν και ποιες θα προστεθούν βασιζόταν σε επιγραφές αρχαιοελληνικών αγγείων καθώς και στο πως ο κάθε χορός θα μπορούσε να εντυπωσιάσει το κοινό. Οι χορογραφίες πλέον παρουσιάζονταν σε μορφή παράστασης στην Αθήνα αλλά και σε περιοδείες σε όλο τον κόσμο όπου παρουσιάζονταν ως αντιπροσωπευτικοί για κάθε τόπο. Έτσι σιγά σιγά ο χορός άρχισε να τυποποιείτε και να περνά στην φολκοροποίηση. Σε αυτό το μοτίβο επιλέχθηκαν 4 χοροί ως εθνικοί όπου επινοήθηκε αυθαίρετα το αρχαιοελληνικό τους καθώς και το «εθνικοαπελευθερωτικό» τους προφίλ (καλαματιανός, τσάμικος, πεντοζάλι, ζωναράδικος) και με την ανάπτυξη του τουρισμού και της εμπορικοποίησης του θεάματος την δεκαετία του 80’ προστέθηκαν ο ζεϊμπέκικος, ο χασάπικος, το τσιφτετέλι, και το νεοσύστατο συρτάκι (ή ο χορός του Ζορμπά). Η Στράτου «επαγγελματοποιεί» και τυποποιεί τον παραδοσιακό χορό με αποτέλεσμα να χάσει τον βιωματικό του χαρακτήρα! Ο κάθε χορός πλέον αποκτά πολύ συγκεκριμένα βήματα, άσχετα αν τον ίδιο χορό τον χόρευαν διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή και πλέον διδάσκεται από επαγγελματίες του είδους! Οι γεροντότεροι πλέον κάνουν πίσω σε κάποιο χορό γιατί αυτό που ήξεραν ήταν «λάθος» δίνοντας χώρο στους σπουδαγμένους νέους με τον «σωστό χορό»! Ο βιωματικός χαρακτήρας του χορού ξηλώνεται και μεταφέρετε στους διάφορους συλλόγους εκμάθησης που ξεπηδούν μετά την Στράτου, οι οποίοι μετά την απεδαφοποίησή του τον «φολκοροποιούν» με αποτέλεσμα να τείνει να μεταλλαχτεί σε μουσειακό είδος! Η συστηματική αναπαράσταση των ελληνικών «παραδοσιακών» χορών από τις οργανωμένες χορευτικές ομάδες δημιούργησε μια ιδιαίτερη αντίληψη για τον χορό στην Ελλάδα ταυτίζοντας τον πλέον ολοκληρωτικά με τη διδασκαλία.
Η καταστολή του κράτους λοιπόν μπορεί να φτάσει και σε χώρους που φαινομενικά φαίνονται «αθώοι» και ανεπηρέαστοι. Αυτό που σήμερα ονομάζουμε «παραδοσιακό» έχει υποστεί σοβαρές αλλοιώσεις και ωραιοποιήσεις με σκοπό την «εθνική ομογενοποίηση» πληθυσμών. Ο όρος «παράδοση» έχει δημιουργηθεί από το εξουσιαστικό μοντέλο του έθνους-κράτους για να ορίζει την μέσα σε εθνικά πλαίσια συμπεριφορά των πληθυσμών που έχουν εγκλωβιστεί στα σύνορά του. Πολλές φορές η σημασία του όρου αυτού μπορεί να αλλάξει και να μεταμορφωθεί ανάλογα με τις εκάστοτε εξουσιαστικές συνθήκες, όπως η αλλαγή εθνικών συνόρων, η σύναψη συμμαχιών, η αλλαγή ιδεολογικής πολιτικής πλατφόρμας των εκάστοτε εξουσιαστών κ.α. Οι καθημερινές πρακτικές, τελετές, λειτουργίες και σκέψεις στην πορεία των ανθρώπων μέσα στους αιώνες διαστρεβλώθηκαν σε «παράδοση» και κατ’ επέκταση σε φολκλόρ χάνοντας έτσι τον κοινοτικό τους χαρακτήρα για να αποκτήσουν έναν διαφορετικό ρόλο που θα βολεύει το κράτος. Με την κατασκευή της αρχαιολάγνας ομπρέλας λοιπόν, που είναι κοινή για όλους τους υπηκόους, το κράτος επέβαλε την πίστη και την υποταγή. Με αυτό τον τρόπο η αναφορά στο επινοημένο κοινό παρελθόν και κατ’ επέκταση στην κοινή κουλτούρα πάντα θα συνετίζει τις όποιες αμφισβητήσεις και αντιδράσεις απέναντι στην κρατική εξουσία και των πρακτικών της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Erick John Hobsbawm, Terence Ranger «Η επινόηση της παράδοσης». Μετάφραση Θανάσης Αθανασίου, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2004.
Anderson Benedict , «Φαντασιακές κοινότητες». Μετάφραση Χαντζαρούλα Ποθητή, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1997.
Michael Herzfeld, «Πάλι δικά μας, Λαογραφία, Ιδεολογία και η Διαμόρφωση της Σύγχρονης Ελλάδας». Μετάφραση Μαρίνος Σαρηγιάννης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2002
Αυδίκος Ε. & Παπακώστας Χ. «Σύνορα και λαϊκοί πολιτισμοί στα βαλκάνια». Εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2010.
Άλκη Κυριακίδου Νέστορος, «Η θεωρία της ελληνικής λαογραφίας». Εκδόσεις Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα 2001.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην Αναρχική εφημερίδα '' Διαδρομή Ελευθερίας'' τεύχος Ιουλίου - Αυγούστου αριθμός τεύχους 118.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου