Τρίτη 13 Απριλίου 2021

Προσπαθώντας να ανάψουν το σπίρτο στη θύελλα

Στους θλιμμένους χώρους των μπουρδέλων, στους καπνούς των στριπτιζάδικων και στα λαϊκό ποπ σκυλάδικα ακούσματα των κωλόμπαρων, μεγάλωσε αυτός ο κόσμος που συνεχώς αποστρεφόμαστε.  

Άνθρωποι φωτορυθμικά, κρεμασμένοι σε αφίσες γυμνών μοντέλων, χαμογελούν ψάχνοντας την απόλαυση κάτω από μπλάκ λάϊτ λάμπες και καπνό. Που απέμειναν μόνοι, ψάχνοντας τον εαυτό τους σ' αυτά τα καταγώγια, μήπως και κάποτε μπορέσουν να κουβαλήσουν στην καρδιά τους έναν ακόμα άνθρωπο, εκεί σπαταλούν τα σκοτάδια τους· 

προσπαθώντας να ανάψουν το σπίρτο στη θύελλα.

Μάθανε ν'αγαπούν και να τραυλίζουν στον οργασμό τους. Να πληρώνουν τη νύχτα για ν'ανασάνουν την μέρα· κοιτώντας απ' την κλειδαρότρυπα τις ομορφιές των άλλων. Ύστερα περιμένουν ξανά τη νύχτα, μέχρι εκείνη να πνιγεί στον καπνό και στο ποτό και ήρεμα να την βρει το πρωί ως σκόνη, στη σημαδεμένη απ' τις κάφτρες μοκέτα.

Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Κατασκευή της Λαϊκής Παράδοσης. Η περίπτωση της απαγόρευσης του κρητικού βιολιού από τα κρατικά ΜΜΕ

 


Τα εκάστοτε εθνικά αφηγήματα που κατασκευάζουν οι εγχώριοι κρατικοί διαχειριστές, πάντοτε περνούσαν εκτός των άλλων και μέσα από την λαϊκή παράδοση. Ιστορικά, όπου χρειάστηκε, το κράτος χρησιμοποίησε την λαϊκή παράδοση για την πραγματοποίηση των διαφόρων σχεδιασμών του, την επινόησε και την κατασκεύασε ώστε να ταιριάζει με τα εκάστοτε εθνικά- κρατικά αφηγήματα που ήθελε να προωθήσει. Εξ’ άλλου ο όρος παράδοση δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένας δημιουργημένος νεωτερισμός, όπου χωράει όλες εκείνες τις κοινοτικές πρακτικές που μέχρι την δημιουργία του όρου δεν κατατάσσονταν ως παραδοσιακές, αλλά ως κομμάτι της κοινοτικής καθημερινότητας.

Κατά καιρούς, λοιπόν, η κάθε παράδοση κατασκευάζεται από την κεντρική κρατική εξουσία, αλλά και από τους εκάστοτε φορείς που την διαχειρίζονται (πολιτιστικοί, εξωραϊστικοί, μορφωτικοί σύλλογοι κ.λπ.), με αναβιώσεις, εκδόσεις, ηχογραφήσεις, διοργάνωση εκδηλώσεων με την λειτουργία του κατάλληλου αφηγήματος κ.λπ.

Ιστορικά, από την δημιουργία του Ελλαδικού κράτους, η κεντρική κρατική εξουσία ενδιαφέρθηκε ουκ ολίγες φορές για τον έλεγχο διαφόρων λαϊκών μορφών εκφράσεων. Δεν θα γινόταν αλλοιώς, άλλωστε, αφού οι λαϊκές εκφράσεις είναι άμεσα συνυφασμένες με τον κόσμο που τις δημιουργεί και εκφράζεται μέσα από αυτές. Έτσι, μέσω των παραδόσεων, το κράτος μπορεί να ελέγξει και μέρος της συνείδησης του κόσμου που εκδηλώνεται μέσω αυτών. Επί τροχάδην, τέτοιες προσπάθειες ελέγχου έχουν συμβεί μετά την προσάρτηση στον ελλαδικό χώρο, εδαφών που ο πληθυσμός τους δεν ήταν αμιγώς ελληνικός, όπως της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης. Εκεί, το κράτος, με την βοήθεια λαογράφων προσπάθησε να ομογενοποιήσει εθνικά τις τοπικές λαϊκές παραδόσεις, αλλάζοντας την γλώσσα από τους στίχους τραγουδιών και συγχρόνως, στην Μακεδονία, υποχρεώνοντας ολόκληρες κοινότητες σε ομαδικές ορκωμοσίες για αλλαγή γλώσσας. Στην συνέχεια, άλλο ένα παράδειγμα όπου το κράτος έπρεπε να διαχειριστεί την λαϊκή παράδοση ήταν μετά την σφαγή της μικρασίας και τον διωγμό εκατομμυρίων μικρασιατών που οδηγήθηκαν ως πρόσφυγες στον ελλαδικό χώρο. Οι πρόσφυγες κουβαλούσαν ένα ιδιαίτερο φορτίο κουλτούρας, διαφορετικό με ό,τι επικρατούσε εκείνη την εποχή στον ελλαδικό χώρο και πολλές φορές αμφιλεγόμενο για την ελληνικότητά του. Η αρθογραφία της εποχής είναι πλούσια με αρνητικά σχόλια για την μουσική που θυμίζει τούρκικη και τις συνήθειες που έφεραν οι μικρασιάτες, καθώς και για την προβληματική ελληνικότητά τους. Το σμυρναίικο με τα παράξενα όργανα, το περίεργο «ανατολίτικο» άκουσμα και τους τολμηρούς του στίχους και το πειραιώτικο ρεμπέτικο τραγούδι που μέρος του εδραιώθηκε εξ’ αιτίας του προσφυγικού, κυνηγήθηκε για πολλά χρόνια από το κράτος και εισέπραξε καταστολή και αρνητικό σχολιασμό και από το ΚΚΕ. Ένα άλλο παράδειγμα είναι και οι φολκλόρ εκδηλώσεις της Χούντας με παραδοσιακούς χορούς και στυλιζαρισμένες παραδοσιακές στολές πλάι σε αρχαίους σπαρτιάτες και αθηναίους πολεμιστές με χλαμύδες.

Στις μέρες μας, βέβαια, η καταστολή των λαϊκών παραδόσεων δεν γίνεται με τον ίδιο τρόπο που γινόταν κάποτε και σε αυτό έχει παίξει ισχυρό ρόλο η παγκοσμιοποίηση και η διάλυση της κάθε επί μέρους ιδιαιτερότητας. Μπορεί να υπάρχει ακόμα λαϊκή παράδοση, αλλά αυτή υφίσταται κυρίως ως κατ’ επίφαση και όχι σε ουσιαστική διάδραση με τον άνθρωπο. Η ουσία παραδόθηκε στην παγκοσμιοποίηση και έτσι το μόνο που απέμεινε είναι παραστάσεις, συνέδρια και ένα χωρίς νόημα κυνήγι εθνικής κατοχύρωσης παραδόσεων στην Unesco και ανταγωνισμός μεταξύ εθνικών κρατών για το ποια παράδοση ανήκει σε ποιον. Η παραπάνω τραγελαφική και χωρίς νόημα πρακτική είναι μια ένδειξη για την αοριστία των εθνικών-κρατικών συνόρων, αφού πολλές παραδόσεις εμφανίζονται συγχρόνως σε παραπάνω από ένα εθνικό-κράτος, όπως για παράδειγμα το θέατρο σκιών, το πολυφωνικό τραγούδι, διάφορες μουσικές και μουσικά όργανα.

Η απαγόρευση του βιολιού


Ένα όχι και τόσο γνωστό παράδειγμα ελέγχου της παράδοσης από την κεντρική κρατική εξουσία, έγινε και το 1955 στην Κρήτη, με στόχο την αποδυνάμωση του βιολιού έναντι της λύρας. Μπορεί να ακούγεται αστείο, αλλά είναι πραγματικό ιστορικό γεγονός. Ο κύριος λόγος της παραπάνω απαγόρευσης, που θα παρουσιαστεί παρακάτω, έχει να κάνει με το εθνικιστικό αφήγημα ότι το βιολί δεν θεωρείται ελληνικό μουσικό όργανο και εισήχθη στην Κρήτη από τους Ενετούς, ενώ η λύρα υποτίθεται ότι έχει ελληνική καταγωγή. Έτσι, η λύρα προτιμήθηκε έναντι του βιολιού, γιατί σαν όργανο είναι γνωστό στην ελλαδική επικράτεια σε διάφορες μορφές του από την αρχαιότητα (που μόνο ως όνομα η κρητική λύρα είναι ίδια με την αρχαία ελληνική λύρα), μέχρι τους Βυζαντινούς χρόνους και έτσι προωθήθηκε ως ανόθευτο εθνικό κρητικό σύμβολο έναντι του νόθου και δυτικοφερμένου βιολιού.

Μπορεί, λοιπόν, η λύρα, σε σχέση με το βιολί να θεωρείται σήμερα το αντιπροσωπευτικό όργανο της Κρήτης, αλλά τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Αυτή η κυρίαρχη άποψη που επικρατεί ακόμα και στις μέρες μας, είναι δημιούργημα μιας εθνικιστικής απαγόρευσης του βιολιού το 1955. Το βιολί συνυπήρχε με την λύρα για πολλούς αιώνες στην Κρήτη. Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, όπου και έγινε η απαγόρευση του βιολιού, το βιολί ήταν το πιο δημοφιλές όργανο στην Κρήτη. Ειδικότερα στη δυτική Κρήτη, τα Χανιά, Λασίθι το ανατολικό τμήμα του Ηρακλείου και ένα μέρος της Μεσσαράς, ήταν πιο διαδεδομένο από την λύρα[1], μέχρι το 1955 όπου ο Σίμων Καράς, λαογράφος, καθηγητής βυζαντινής μουσικής και ερευνητής, ως διευθυντής του προγράμματος της δημοτικής μουσικής στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), εισηγείται και πετυχαίνει, να απαγορεύονται σε βιολιά να αποδίδουν την κρητική μουσική στα ραδιόφωνα. Η αιτία της παραπάνω διαταγής, είναι ότι