Αγαπημένη μου Πρωταγωνίστρια (Μέρος 11)
Αγαπημένη μου Πρωταγωνίστρια
Είχα ξεροσταλιάσει σ’ εκείνο το μπαρ. Κουβαλούσα κι
αυτόν τον αναθεματισμένο μπαγλαμά, τον σπασμένο σε χίλια κομμάτια και άγαρμπα
κολλημένο, σκεπτόμενος πως θα βρεθεί η κατάλληλη στιγμή ν’ ανέβω στην σκηνή και
γρατζουνώντας τις χορδές του, να ερέθιζα κάπως το μυαλό σου. Μάταια όμως. Έμεινα
με τον μπαγλαμά ακουμπισμένο στην μπάρα και οι μόνοι που ρωτούσαν γι’ αυτόν
ήταν κάτι μεθυσμένοι κωλομπαράδες που οι γυναίκες τους κοιμόντουσαν μόνες στο
σπίτι, με μόνη παρηγοριά την ανοιχτή τηλεόραση που έπαιζε χαμηλόφωνα. Ένας απ’
αυτούς μου ζήτησε να τον δει και του τον έδωσα. Τον έπιασε άγαρμπα και έχωσε το μάτι του μέσα στο ηχείο, δείχνοντας
τάχα πως ενδιαφερόταν για την κατασκευή του. Μου θύμισε πριν κάποια χρόνια, που κατέβαινα
τον Ταΰγετο προς την Σπάρτη με την μηχανή, ένα περιστατικό που είχα πέσει πάνω σε αστυνομικό μπλόκο που
έκανε ελέγχους για ναρκωτικά. «Έχεις
τίποτα παράνομο» με ρώτησε ένας απ’ τους μπάτσους, «Όχι», του είπα, «μονάχα έναν
μπαγλαμά που κάποτε θεωρούταν παράνομος», θέλοντας έτσι να αστειευτώ με το
γεγονός που οι μπάτσοι έψαξαν ακόμα και τον μπαγλαμά, κοιτώντας μέσα στο ηχείο
και βάζοντας το δάχτυλό τους στην οπή του ηχείου του, μήπως και μ' αυτόν τον τρόπο ανακάλυπταν
κάποια μυστική κρύπτη που οδηγούσε στο σαλόνι κάποιου μεγάλου εμπόρου
ναρκωτικών. Μάταια όμως. Και εννοείται, δεν γέλασαν με το αστείο.
Λίγο πριν ξημερώσει, σου κουβάλησα τα σκουπίδια του μπαρ
σε μαύρες σακούλες, ως ύστατη προσπάθεια επικοινωνίας μαζί σου, γλυκιά μου σερβιτόρα. «Άστα! Θα τα πετάξω εγώ» σου είπα «και αν θες μετά σε πετάω και μέχρι το σπίτι».
«-Αμέ!» μου είπες και έτσι άλλη μια
ανοργασμική διαδρομή ξεδιπλώθηκε μπροστά στα φώτα του παπιού μου. Φτάσαμε και η διαδρομή σφραγίστηκε με μια αγκαλιά,
ένα φιλί στο μάγουλο και μετά μια φράση, «καληνύχτα,
τα λέμε». Το απόγευμα σε είδα στο παράθυρο του σπιτιού σου καθώς
γύριζα απ’ την δουλειά και με χαιρέτησες. Ο γυμνός σου ώμος στο
ανοιχτό παράθυρο, την ώρα που χανόταν το φως και τα ντουβάρια είχαν απορροφήσει
όλη την κάψα της μέρας, να ψάχνει ανάσα στο δειλινό ήταν ποίημα στα μάτια μου. Φώτισαν τα ντουβάρια της
πολυκατοικίας και εγώ περαστικός, κράτησα την ανάσα μου.
Μπήκα στο σπίτι και ο ήχος των κλειδιών έτσι όπως τ’
ακούμπησα στο τραπεζάκι μου πήρε τ’ αυτιά. Το μοτέρ του ψυγείου αγκομαχούσε και
είχε καλύψει τους τοίχους και την ατμόσφαιρα του σπιτιού. Η βρύση έσταζε επάνω
σε κάτι άπλυτα πιάτα. Έβγαλα τα ρούχα και τ’ ακούμπησα σε μια καρέκλα που είχε
ήδη και άλλα ρούχα. Έκλεισα τα μάτια και μετέφερα στο κρεββάτι μου την αίσθηση
του ακουμπισμένου σου σώματος στην πλάτη μου μαζί με την αίσθηση του στητού σου στήθους να πιέζεται σε κάθε φρενάρισμα στην πλάτη μου. Ήμασταν γυμνοί με όλα τα
φώτα κλειστά και απ’ τις γρίλιες εισέβαλε αποκαμωμένο το φως του δρόμου και καθόταν
πάνω στις γραμμές του σώματος σου, να ξεκουραστεί λίγο απ’ την βρωμιά και την
μοναξιά του πεζοδρομίου. Τόσο φιλόξενο ήταν το σώμα σου εκείνο το βράδυ που μου χάριζε απλόχερα μια γλυκιά μοναχική ηδονή, πλημμυρισμένη με χίμαιρες και αυταπάτες. Τα μαλλιά σου, μακριά και μαύρα,
χάιδευαν το στήθος σου, που πότε το αποκάλυπταν ολόγυμνο και κατάλευκο μέσα στο
ημίφως και πότε το κάλυπταν, αφήνοντας μόνο την ρόγα σου να εξέχει σαν βραχονησίδα σε πέλαγος ηδονής, σαν το παιχνίδισμα του ήλιου με τα σύννεφα. Έσκυψες πάνω μου και σου φίλησα λαίμαργα τον ώμο, εκείνον που έψαχνε λίγο φως μέσα απ’
τα καυτά ντουβάρια της πολυκατοικίας. Απορρόφησα όλη αυτή την κάψα γλιστρώντας
την γλώσσα μου ως τον λοβό του αυτιού σου, ένιωσες την ανάσα μου και ύστερα
έδωσα ένα τέλος σ’ εκείνη την περιπέτεια του μοναχικού οργασμού· γύρισα την πλάτη στο παράθυρο και κοιμήθηκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου