Μας κυοφορούσε η νύχτα,
με φωτιές κραυγές και κρότους.
Γεννηθήκαμε με το πρόσωπο καλυμμένο,
φυλαγμένο το χαμόγελό μας σε γιορτινή φιάλη.
Ζωές ολάκερες σκάβουμε,
βαθιά, πιο βαθιά,
για εκεί που μας κρύψανε τον ήλιο
και τα φεγγάρια μας.
Ορφανοί, αδέσποτοι και ανεξέλεγκτοι.
Ρίξαμε την μητέρα στις φλόγες, μήπως και την σώσουμε
απ' τον αέρα δηλητήριο.
Θυμάσαι;
Γύρισα σπίτι βρεγμένος
και δεν κατάλαβες τα δάκρυά μου.
Η νύχτα μας θήλασε,
μα μια εποχή πέθανε στα χέρια μας.
Σκάψε βαθιά, πιο βαθιά,
δεν τελειώνει εδώ ο κόσμος.
Εριξα μια ματια στο blogroll και ειπα να περασω
ΑπάντησηΔιαγραφήαπ οτι βλεπω δε δημοσιευεις συχνα
το ποιημα ωραιο!