Έζησα
το περπάτημα σε ξεραμένα χόρτα,
δίχως
τον φόβο των φιδιών στα πέλματα.
Ανακαλώ
εκείνο τον ήχο,
την
κάψα την καλοκαιρινή μέσ' το μεσημέρι μπας και δεν σκέφτομαι,
μήπως
και απολαύσω
αυτή
την στροφή του χρόνου.
Οδηγώ
σε δρόμους με στροφές,
πορεία
με φιδίσιους ελιγμούς,
ελιές,
φραγκοσυκιές,
ξεραμένα
χορτάρια στα κτήματα,
συκιές
και ο μόνιμος ήχος των τζιτζικιών.
Πιάνω
την πλάτη μου, έχω ιδρώσει,
κοιτώ
τον καθρέφτη και αναρωτιέμαι που πάω και αν ο δρόμος είναι σωστός.
Πετάω το μεγάλο ψάθινο καπέλο, στο δίπλα κάθισμα και απελευθερώνονται σκέψεις,
συμβουλές και ερωτήματα για το πως πρέπει να είναι η ζωή.
Περνώ
τα δάχτυλα στα μαλλιά που μου κρύβουν το πρόσωπο
και
με μια κίνηση με χαϊδεύω,
μια
ελάχιστη τρυφερότητα
προς
τον ίδιο μου τον εαυτό.
Μια
οχιά κόβει στην μέση την άσφαλτο
και
συνεχίζει στο ξερό σκληρό χώμα.
Άνθρωποι
σε καρέκλες πλαστικές,
κοιτούν
και μιλούν,
για
τον ξένο που πέρασε και προσπέρασε,
τον
καιρό και την ελιά που σταφιδιάζει
απ'
την ζέστη και την ξηρασία,
για
το κορίτσι που τον φόβο του τον κατάπιε εκείνο το πηγάδι,
μαζί
με το μεγάλο ψάθινο καπέλο του.
Μια
ξερή αφοβιά τούτο δω το καλοκαίρι,
δέντρο που ο αέρας το συμπάθησε και γύρισε την φωτιά, των ανθρώπων τα πάθη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου