Μια διαφορετική ιστορία από τη φλεγόµενη Δρέσδη του 1849
«Η ελευθερία είναι η φιλαλήθεια
προς τους εαυτούς µας.
Όποιος είναι φιλαλήθης και ειλικρινής προς τον εαυτό του,
απόλυτα προσαρµοσµένος
στην φύση του,
εκείνος είναι αναµφισβήτητα
ελεύθερος». (Απόσπασµα από γράµµα του Βάγκνερ)
Λιντάου 1849, σύνορα Γερµανίας-Ελβετίας. Ένας νεαρός άντρας, αφού επιδεικνύει το διαβατήριο του στους συνοριοφύλακες, επιβιβάζεται σε ατµόπλοιο µε προορισµό την Ελβετία. Το διαβατήριο είχε τα στοιχεία κάποιου καθηγητή Βίντµαν, µα στην πραγµατικότητα πρόκειται για τον καλλιτέχνη Βάγκνερ, ο οποίος προσπαθεί να διαφύγει από την Γερµανία έχοντας ψεύτικο όνοµα και χαρτιά. Ο Βάγκνερ στον έλεγχο διαβατηρίων µένει σιωπηλός και στρεσαρισµένος, ελπίζοντας ότι ο έλεγχος θα τελειώσει γρήγορα χωρίς ερωτήσεις. Στη συνέχεια επιβιβάζεται στο ατµόπλοιο και διασχίζει την λίµνη Κωνστάντζα. Τα πρώτα ελβετικά χωριά έχουν αρχίσει και αχνοφαίνονται στον ορίζοντα. Από εκεί συνεχίζει το ταξίδι του στην Ελβετία µε άµαξα κάτω από τα βουνά των Άλπεων. Στο ηµερολόγιο του αποτυπώνει αυτή την στιγµή: «Τίποτα δεν µπορεί να συγκριθεί µε τα εξαίσια συναισθήµατα, που πληµµυρίσανε το είναι µου, µόλις ένοιωσα πως ήµουν ελεύθερος. Καµία γνώµη δεν µε ενδιέφερε, κανένα ψέµµα. Μπορούσα να βροντοφωνάξω στον κόσµο, ότι εγώ ο καλλιτέχνης, τον περιφρονούσα µ’ όλη µου την καρδιά… Για πρώτη φορά στην ζωή µου αισθανόµουν ελεύθερος µε όλους και εναντίον όλων, υγιής και χαρούµενος, αν και δεν ήµουν σε θέση να ξέρω, πού θα πήγαινα να κρυφτώ αύριο, για να αναπνεύσω ήσυχος τον αέρα του ουρανού». Πρόκειται για τον προσωπικό επίλογο µιας εξέγερσης που δεν ευοδώθηκε και πνίγηκε στο αίµα, την εξέγερση της Δρέσδης τον Μάιο του 1849. Ο Βάγκνερ βγήκε από αυτή την εξέγερση διαφορετικός. Άφησε πίσω του πολλά, είδε συντρόφους του να πεθαίνουν στους φλεγόµενους δρόµους της Δρέσδης, αλλά και τρεις από αυτούς να οδηγούνται στις φυλακές, τον Χέµπνερ, τον Μάρτεν και τον Μπακούνιν. Η σύντροφός του Μίνα αποµακρύνθηκε από αυτόν χρεώνοντάς του την φτώχεια τους, µην µπορώντας να καταλάβει για ποιο λόγο ο Βάγκνερ τα έβαλε µε τον βασιλιά, ενώ είχε µια καλή θέση στην βασιλική όπερα. Η ζωή και το
έργο του από εδώ και πέρα θα αποκτήσουν άλλο νόηµα.
Η «αποτυχηµένη» θητεία ως αρχιµουσικού
Πριν το ξέσπασµα της εξέγερσης ο Βάγκνερ ήταν αρχιµουσικός στο βασιλικό θέατρο της Δρέσδης. Η θέση αυτή τού εξασφάλιζε µια ζωή χωρίς το άγχος για την επιβίωση, καθώς οι απολαβές ήταν καλές. Για πρώτη φορά προσφερόταν η ευκαιρία στον Βάγκνερ να σταµατήσει να ζει ως περιφερόµενος και χαρτοπαίχτης, αναζητώντας συνεχώς δανεικά. Αυτό, όµως, που ο περίγυρός του το θεωρεί ευκαιρία, αυτός το αντιλαµβάνεται σαν µια θηλειά στην δηµιουργικότητά του, η «δηµιουργία του αδύνατου», όπως έλεγε, αναβάλλεται. Ο Βάγκνερ κάτω από τις πιέσεις της γυναίκας του Μίνας και των χρεών του, δέχτηκε την θέση του αρχιµουσικού, ενώ στην αρχή την είχε απορρίψει. Φόρεσε µια στολή αυλικού, όπως κάποιος φοράει µια θηλειά στον λαιµό του, στάθηκε µπροστά στον βασιλιά Φρειδερίκο της Σαξωνίας, τον ίδιο που λίγο αργότερα θα προσπαθούσε να ανατρέψει, και έδωσε όρκους πίστης και αφοσίωσης. Η θέση του υπαλλήλου έπνιγε τον Βάγκνερ, οι αντιφάσεις της επιλογής του θα τον τυραννούσαν συνεχώς, µέχρι την χρονιά της εξέγερσης.
Ο πυρετός των εξεγέρσεων του 1848-49, αυτό που αργότερα από τους ιστορικούς ονοµάστηκε «Η Άνοιξη των Λαών», σταµάτησε τον Μάιο του 1849 στην Δρέσδη.[1] Ο Βάγκνερ την χρονιά της εξέγερσης φαίνεται πως κάνει την επιλογή του. Αναλαµβάνει ενεργό δράση προσπαθώντας έτσι να ξεσηκώσει τον κόσµο ενάντια στον βασιλιά. Παραµονές των αναταραχών βγάζει έναν πύρινο λόγο, µπροστά σε 3.000 άτοµα, ενάντια στον βασιλιά και τους αριστοκράτες και ζητάει από τον κόσµο να γίνει ο µόνος ρυθµιστής τού πολιτεύµατος. Μετά τις αντιδράσεις της αυλής, την οικονοµική αλλά και την συζυγική πίεση, ο Βάγκνερ φαίνεται να ξανακυλάει στις αντιφάσεις του και γράφει ένα απολογητικό γράµµα στον βασιλιά για να δικαιολογήσει την στάση του. Παρ’ όλα αυτά, τα έργα του κατεβαίνουν από το θέατρο υπό τον φόβο βίαιων εκδηλώσεων, ενώ ο ίδιος απολύεται από την θέση του αρχιµουσικού. Αναζητεί δανεικά και παρακαλάει τον συνθέτη Λίστ να αγοράσει τα έργα του· η οικονοµική του κατάσταση διολισθαίνει, αλλά το πνεύµα του µεθά από το άρωµα της εξέγερσης που έρχεται.
Ο Μπακούνιν
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Βάγκνερ ανταµώνεται και πάλι µε τους επαναστατικούς κύκλους της Δρέσδης. Σε µια µάζωξη της «προυντονικής» εφηµερίδας του φίλου του Ρεκκέλ, ο Βάγκνερ γνωρίζεται µε τον δόκτορα Σβάρτς, όνοµα πίσω από το οποίο κρύβονταν ο Μιχαήλ Μπακούνιν. Βρισκόταν στην Δρέσδη καταδιωγµένος από την αυστριακή κυβέρνηση, για την ενεργό δράση του στην εξέγερση της Πράγας. Ο Μπακούνιν πήγαινε από µέρος σε µέρος προσπαθώντας να κρατήσει ζεστή την φλόγα της εξέγερσης στην Ευρώπη και οραµατιζόµενος µια οµοσπονδία των λαών δίχως βασιλιάδες, παπάδες και κυβερνήσεις. Ο Μπακούνιν συζητάει µε τον Βάγκνερ προσπαθώντας να τον πείσει να ξεσηκώσει τους µουσικούς και να κάψουν τους πύργους των ευγενών. Ο Βάγκνερ συνεπαίρνεται από το πάθος του και του παρουσιάζει τα έργα του. Ο «Ιπτάµενος Ολλανδός» ενθουσιάζει τον Μπακούνιν, ενώ στο έργο «Ιησούς ο Ναζωραίος» τον συµβουλεύει να παρουσιάσει τον Ιησού σαν ασθενές ον και η µουσική του υπόκρουση να υποδηλώνει την φωτιά και τον θάνατο. Σε συζήτηση για τον Μπετόβεν, ο Μπακούνιν εξέφρασε τον θαυµασµό του για την ενάτη συµφωνία, λέγοντας ότι, «ίσως τα πάντα να χαθούν, µα ένα πράγµα θα µείνει αιώνια, η ενάτη συµφωνία».
Η Εξέγερση
Μα η περίοδος των συζητήσεων είχε περάσει ανεπιστρεπτί, η µουσική θα άλλαζε ρυθµό και ήχο, θα γινόταν πολεµική. Η οπλαποθήκη έγινε στόχος των εξεγερµένων, οι στρατιώτες που την φρουρούσαν πυροβολούσαν και τα πρώτα θύµατα, νεκροί και τραυµατίες γέµισαν τον δρόµο στο σηµείο εκείνο. Ο Βάγκνερ έτρεξε στα πιεστήρια της εφηµερίδας του φίλου του Ρεκκέλ και τύπωσε µια προκήρυξη µε τις ακόλουθες λέξεις µόνο: «είστε µαζί µας, εναντίον των ξένων στρατευµάτων»; Την προκήρυξη την κόλλησε στους τοίχους της πόλης, στα οχυρώµατα που είχαν αρχίσει να δηµιουργούνται, και την µοίρασε στους φρουρούς που βρίσκονταν στην βασιλική όπερα. Μέσα στον αναβρασµό συναντάει τον Μπακούνιν, ο οποίος σε έξαλλη κατάσταση έτρεχε προς τα οχυρώµατα λέγοντας πως το ξεσήκωµα αυτό ήταν για γέλια και έµοιαζε πιο πολύ µε επανάσταση µικρών παιδιών, αστών και στρατιωτών που δηλώνουν παρών όταν ο λοχαγός κάνει το προσκλητήριο. Ο Βάγκνερ συνεπαίρνεται από την δυναµική εκείνων των ηµερών, ενώ η καλλιτεχνική του φύση αποµονώνει µικρές στιγµές που σπάνε την σκληρότητα εκείνων των καιρών. Η εξέγερση σκάβει βαθιά µέσα του και φέρνει στο φως διάφορα συναισθήµατα που συνειδητοποιεί ότι τού λείπουν: «Τις εξαίσιες ανοιξιάτικες βραδιές µπορεί κανείς να δει στους οχυρωµένους δρόµους της πόλης, να περπατούνε πιασµένοι από το χέρι γυναίκες πανέµορφες µε τους συντρόφους τους. Το θέαµα αυτό µε κάνει να νοιώθω περίεργα».
Στις 5 Μαΐου τα Πρωσικά στρατεύµατα µπήκαν στην πόλη της Δρέσδης. Το τουφεκίδι πύκνωσε και πολλά οδοφράγµατα καταστράφηκαν. Ο Βάγκνερ βρήκε καταφύγιο στην κορυφή ενός καµπαναριού· από εκεί ψηλά µπορούσε να δει το µέγεθος του θανάτου, οι δρόµοι της πόλης ήταν βαµµένοι µε αίµα. Το ξηµέρωµα ο Μπακούνιν, σαν άλλος καλλιτέχνης, ανέβασε το κύκνειο πύρινο έργο του στην όπερα της Δρέσδης. Η όπερα παραδόθηκε στις φλόγες, σε λίγες ώρες θα έχει αποµείνει µόνο το κουφάρι της. Με την είσοδο των Πρώσσων στρατιωτών στην πόλη, η εξέγερση περνάει στην τελευταία της τραγική φάση. Οι µάχες είχαν επεκταθεί σε κάθε γωνία, σε κάθε γειτονιά, κάνοντας την πόλη απροσπέλαστη. Η τελευταία φορά που ο Βάγκνερ είδε τον Μπακούνιν ήταν σε ένα δρόµο όπου ετοίµαζε ένα σχέδιο για την ανατίναξη µιας πολυκατοικίας την οποία είχαν για ορµητήριο οι Πρώσσοι στρατιώτες. Λίγο αργότερα ο Μπακούνιν συνελήφθη από τις αρχές. Η εξέγερση διαλύθηκε µε βαρύ φόρο αίµατος, βασανισµών και φυλακίσεων, ο Βάγκνερ επικηρύχτηκε για την ενεργό του δράση και διέφυγε στην Ελβετία.
Λίγα χρόνια µετά, επηρεασµένος από την εξέγερση της Δρέσδης ο Βάγκνερ εκδίδει το δοκίµιο «Τέχνη και Επανάσταση». Σε αυτή την µελέτη ο καλλιτέχνης αναπτύσει την ιδέα ότι η τέχνη οφείλει να απέχει από τους σκοπούς του καπιταλιστικού συστήµατος και την κερδοσκοπία. Μέσα από αυτά τα γραπτά, αλλά και το έργο του, ο καλλιτέχνης βλέπει όλες τις τέχνες ως µια. Ο ίδιος άλλωστε ήταν µουσικός, έφτιαχνε τους ρόλους και το σενάριο κάθε έργου, και είχε την αισθητική εποπτεία για τα σκηνικά και τα κουστούµια.
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 154, Νοέμβριος 2015
[1]. Οι εξεγέρσεις αυτές πυροδοτήθηκαν στην Γαλλία και ακολούθησαν και σε άλλες περιοχές της Ευρώπης. Χαρακτηρίζονται από τα αιτήματα περί αυτονομίας ή συνένωσης, καθώς και για την κατάργηση της βασιλείας. Ήταν ιδιαίτερα βίαιες με χιλιάδες νεκρούς, εκτελεσμένους και βασανισμένους.
anarchypress
«Η ελευθερία είναι η φιλαλήθεια
προς τους εαυτούς µας.
Όποιος είναι φιλαλήθης και ειλικρινής προς τον εαυτό του,
απόλυτα προσαρµοσµένος
στην φύση του,
εκείνος είναι αναµφισβήτητα
ελεύθερος». (Απόσπασµα από γράµµα του Βάγκνερ)
Λιντάου 1849, σύνορα Γερµανίας-Ελβετίας. Ένας νεαρός άντρας, αφού επιδεικνύει το διαβατήριο του στους συνοριοφύλακες, επιβιβάζεται σε ατµόπλοιο µε προορισµό την Ελβετία. Το διαβατήριο είχε τα στοιχεία κάποιου καθηγητή Βίντµαν, µα στην πραγµατικότητα πρόκειται για τον καλλιτέχνη Βάγκνερ, ο οποίος προσπαθεί να διαφύγει από την Γερµανία έχοντας ψεύτικο όνοµα και χαρτιά. Ο Βάγκνερ στον έλεγχο διαβατηρίων µένει σιωπηλός και στρεσαρισµένος, ελπίζοντας ότι ο έλεγχος θα τελειώσει γρήγορα χωρίς ερωτήσεις. Στη συνέχεια επιβιβάζεται στο ατµόπλοιο και διασχίζει την λίµνη Κωνστάντζα. Τα πρώτα ελβετικά χωριά έχουν αρχίσει και αχνοφαίνονται στον ορίζοντα. Από εκεί συνεχίζει το ταξίδι του στην Ελβετία µε άµαξα κάτω από τα βουνά των Άλπεων. Στο ηµερολόγιο του αποτυπώνει αυτή την στιγµή: «Τίποτα δεν µπορεί να συγκριθεί µε τα εξαίσια συναισθήµατα, που πληµµυρίσανε το είναι µου, µόλις ένοιωσα πως ήµουν ελεύθερος. Καµία γνώµη δεν µε ενδιέφερε, κανένα ψέµµα. Μπορούσα να βροντοφωνάξω στον κόσµο, ότι εγώ ο καλλιτέχνης, τον περιφρονούσα µ’ όλη µου την καρδιά… Για πρώτη φορά στην ζωή µου αισθανόµουν ελεύθερος µε όλους και εναντίον όλων, υγιής και χαρούµενος, αν και δεν ήµουν σε θέση να ξέρω, πού θα πήγαινα να κρυφτώ αύριο, για να αναπνεύσω ήσυχος τον αέρα του ουρανού». Πρόκειται για τον προσωπικό επίλογο µιας εξέγερσης που δεν ευοδώθηκε και πνίγηκε στο αίµα, την εξέγερση της Δρέσδης τον Μάιο του 1849. Ο Βάγκνερ βγήκε από αυτή την εξέγερση διαφορετικός. Άφησε πίσω του πολλά, είδε συντρόφους του να πεθαίνουν στους φλεγόµενους δρόµους της Δρέσδης, αλλά και τρεις από αυτούς να οδηγούνται στις φυλακές, τον Χέµπνερ, τον Μάρτεν και τον Μπακούνιν. Η σύντροφός του Μίνα αποµακρύνθηκε από αυτόν χρεώνοντάς του την φτώχεια τους, µην µπορώντας να καταλάβει για ποιο λόγο ο Βάγκνερ τα έβαλε µε τον βασιλιά, ενώ είχε µια καλή θέση στην βασιλική όπερα. Η ζωή και το
έργο του από εδώ και πέρα θα αποκτήσουν άλλο νόηµα.
Η «αποτυχηµένη» θητεία ως αρχιµουσικού
Πριν το ξέσπασµα της εξέγερσης ο Βάγκνερ ήταν αρχιµουσικός στο βασιλικό θέατρο της Δρέσδης. Η θέση αυτή τού εξασφάλιζε µια ζωή χωρίς το άγχος για την επιβίωση, καθώς οι απολαβές ήταν καλές. Για πρώτη φορά προσφερόταν η ευκαιρία στον Βάγκνερ να σταµατήσει να ζει ως περιφερόµενος και χαρτοπαίχτης, αναζητώντας συνεχώς δανεικά. Αυτό, όµως, που ο περίγυρός του το θεωρεί ευκαιρία, αυτός το αντιλαµβάνεται σαν µια θηλειά στην δηµιουργικότητά του, η «δηµιουργία του αδύνατου», όπως έλεγε, αναβάλλεται. Ο Βάγκνερ κάτω από τις πιέσεις της γυναίκας του Μίνας και των χρεών του, δέχτηκε την θέση του αρχιµουσικού, ενώ στην αρχή την είχε απορρίψει. Φόρεσε µια στολή αυλικού, όπως κάποιος φοράει µια θηλειά στον λαιµό του, στάθηκε µπροστά στον βασιλιά Φρειδερίκο της Σαξωνίας, τον ίδιο που λίγο αργότερα θα προσπαθούσε να ανατρέψει, και έδωσε όρκους πίστης και αφοσίωσης. Η θέση του υπαλλήλου έπνιγε τον Βάγκνερ, οι αντιφάσεις της επιλογής του θα τον τυραννούσαν συνεχώς, µέχρι την χρονιά της εξέγερσης.
Ο πυρετός των εξεγέρσεων του 1848-49, αυτό που αργότερα από τους ιστορικούς ονοµάστηκε «Η Άνοιξη των Λαών», σταµάτησε τον Μάιο του 1849 στην Δρέσδη.[1] Ο Βάγκνερ την χρονιά της εξέγερσης φαίνεται πως κάνει την επιλογή του. Αναλαµβάνει ενεργό δράση προσπαθώντας έτσι να ξεσηκώσει τον κόσµο ενάντια στον βασιλιά. Παραµονές των αναταραχών βγάζει έναν πύρινο λόγο, µπροστά σε 3.000 άτοµα, ενάντια στον βασιλιά και τους αριστοκράτες και ζητάει από τον κόσµο να γίνει ο µόνος ρυθµιστής τού πολιτεύµατος. Μετά τις αντιδράσεις της αυλής, την οικονοµική αλλά και την συζυγική πίεση, ο Βάγκνερ φαίνεται να ξανακυλάει στις αντιφάσεις του και γράφει ένα απολογητικό γράµµα στον βασιλιά για να δικαιολογήσει την στάση του. Παρ’ όλα αυτά, τα έργα του κατεβαίνουν από το θέατρο υπό τον φόβο βίαιων εκδηλώσεων, ενώ ο ίδιος απολύεται από την θέση του αρχιµουσικού. Αναζητεί δανεικά και παρακαλάει τον συνθέτη Λίστ να αγοράσει τα έργα του· η οικονοµική του κατάσταση διολισθαίνει, αλλά το πνεύµα του µεθά από το άρωµα της εξέγερσης που έρχεται.
Ο Μπακούνιν
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Βάγκνερ ανταµώνεται και πάλι µε τους επαναστατικούς κύκλους της Δρέσδης. Σε µια µάζωξη της «προυντονικής» εφηµερίδας του φίλου του Ρεκκέλ, ο Βάγκνερ γνωρίζεται µε τον δόκτορα Σβάρτς, όνοµα πίσω από το οποίο κρύβονταν ο Μιχαήλ Μπακούνιν. Βρισκόταν στην Δρέσδη καταδιωγµένος από την αυστριακή κυβέρνηση, για την ενεργό δράση του στην εξέγερση της Πράγας. Ο Μπακούνιν πήγαινε από µέρος σε µέρος προσπαθώντας να κρατήσει ζεστή την φλόγα της εξέγερσης στην Ευρώπη και οραµατιζόµενος µια οµοσπονδία των λαών δίχως βασιλιάδες, παπάδες και κυβερνήσεις. Ο Μπακούνιν συζητάει µε τον Βάγκνερ προσπαθώντας να τον πείσει να ξεσηκώσει τους µουσικούς και να κάψουν τους πύργους των ευγενών. Ο Βάγκνερ συνεπαίρνεται από το πάθος του και του παρουσιάζει τα έργα του. Ο «Ιπτάµενος Ολλανδός» ενθουσιάζει τον Μπακούνιν, ενώ στο έργο «Ιησούς ο Ναζωραίος» τον συµβουλεύει να παρουσιάσει τον Ιησού σαν ασθενές ον και η µουσική του υπόκρουση να υποδηλώνει την φωτιά και τον θάνατο. Σε συζήτηση για τον Μπετόβεν, ο Μπακούνιν εξέφρασε τον θαυµασµό του για την ενάτη συµφωνία, λέγοντας ότι, «ίσως τα πάντα να χαθούν, µα ένα πράγµα θα µείνει αιώνια, η ενάτη συµφωνία».
Η Εξέγερση
Μα η περίοδος των συζητήσεων είχε περάσει ανεπιστρεπτί, η µουσική θα άλλαζε ρυθµό και ήχο, θα γινόταν πολεµική. Η οπλαποθήκη έγινε στόχος των εξεγερµένων, οι στρατιώτες που την φρουρούσαν πυροβολούσαν και τα πρώτα θύµατα, νεκροί και τραυµατίες γέµισαν τον δρόµο στο σηµείο εκείνο. Ο Βάγκνερ έτρεξε στα πιεστήρια της εφηµερίδας του φίλου του Ρεκκέλ και τύπωσε µια προκήρυξη µε τις ακόλουθες λέξεις µόνο: «είστε µαζί µας, εναντίον των ξένων στρατευµάτων»; Την προκήρυξη την κόλλησε στους τοίχους της πόλης, στα οχυρώµατα που είχαν αρχίσει να δηµιουργούνται, και την µοίρασε στους φρουρούς που βρίσκονταν στην βασιλική όπερα. Μέσα στον αναβρασµό συναντάει τον Μπακούνιν, ο οποίος σε έξαλλη κατάσταση έτρεχε προς τα οχυρώµατα λέγοντας πως το ξεσήκωµα αυτό ήταν για γέλια και έµοιαζε πιο πολύ µε επανάσταση µικρών παιδιών, αστών και στρατιωτών που δηλώνουν παρών όταν ο λοχαγός κάνει το προσκλητήριο. Ο Βάγκνερ συνεπαίρνεται από την δυναµική εκείνων των ηµερών, ενώ η καλλιτεχνική του φύση αποµονώνει µικρές στιγµές που σπάνε την σκληρότητα εκείνων των καιρών. Η εξέγερση σκάβει βαθιά µέσα του και φέρνει στο φως διάφορα συναισθήµατα που συνειδητοποιεί ότι τού λείπουν: «Τις εξαίσιες ανοιξιάτικες βραδιές µπορεί κανείς να δει στους οχυρωµένους δρόµους της πόλης, να περπατούνε πιασµένοι από το χέρι γυναίκες πανέµορφες µε τους συντρόφους τους. Το θέαµα αυτό µε κάνει να νοιώθω περίεργα».
Στις 5 Μαΐου τα Πρωσικά στρατεύµατα µπήκαν στην πόλη της Δρέσδης. Το τουφεκίδι πύκνωσε και πολλά οδοφράγµατα καταστράφηκαν. Ο Βάγκνερ βρήκε καταφύγιο στην κορυφή ενός καµπαναριού· από εκεί ψηλά µπορούσε να δει το µέγεθος του θανάτου, οι δρόµοι της πόλης ήταν βαµµένοι µε αίµα. Το ξηµέρωµα ο Μπακούνιν, σαν άλλος καλλιτέχνης, ανέβασε το κύκνειο πύρινο έργο του στην όπερα της Δρέσδης. Η όπερα παραδόθηκε στις φλόγες, σε λίγες ώρες θα έχει αποµείνει µόνο το κουφάρι της. Με την είσοδο των Πρώσσων στρατιωτών στην πόλη, η εξέγερση περνάει στην τελευταία της τραγική φάση. Οι µάχες είχαν επεκταθεί σε κάθε γωνία, σε κάθε γειτονιά, κάνοντας την πόλη απροσπέλαστη. Η τελευταία φορά που ο Βάγκνερ είδε τον Μπακούνιν ήταν σε ένα δρόµο όπου ετοίµαζε ένα σχέδιο για την ανατίναξη µιας πολυκατοικίας την οποία είχαν για ορµητήριο οι Πρώσσοι στρατιώτες. Λίγο αργότερα ο Μπακούνιν συνελήφθη από τις αρχές. Η εξέγερση διαλύθηκε µε βαρύ φόρο αίµατος, βασανισµών και φυλακίσεων, ο Βάγκνερ επικηρύχτηκε για την ενεργό του δράση και διέφυγε στην Ελβετία.
Λίγα χρόνια µετά, επηρεασµένος από την εξέγερση της Δρέσδης ο Βάγκνερ εκδίδει το δοκίµιο «Τέχνη και Επανάσταση». Σε αυτή την µελέτη ο καλλιτέχνης αναπτύσει την ιδέα ότι η τέχνη οφείλει να απέχει από τους σκοπούς του καπιταλιστικού συστήµατος και την κερδοσκοπία. Μέσα από αυτά τα γραπτά, αλλά και το έργο του, ο καλλιτέχνης βλέπει όλες τις τέχνες ως µια. Ο ίδιος άλλωστε ήταν µουσικός, έφτιαχνε τους ρόλους και το σενάριο κάθε έργου, και είχε την αισθητική εποπτεία για τα σκηνικά και τα κουστούµια.
Ελευθερόκοκκος
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 154, Νοέμβριος 2015
[1]. Οι εξεγέρσεις αυτές πυροδοτήθηκαν στην Γαλλία και ακολούθησαν και σε άλλες περιοχές της Ευρώπης. Χαρακτηρίζονται από τα αιτήματα περί αυτονομίας ή συνένωσης, καθώς και για την κατάργηση της βασιλείας. Ήταν ιδιαίτερα βίαιες με χιλιάδες νεκρούς, εκτελεσμένους και βασανισμένους.
anarchypress
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου