Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Παιδί, Λάσπη και Ανάπτυξη


Στα όρια της γειτονιάς μου υπήρχε ένα ποτάμι•
κρυμμένο κάτω από τις λαστιχένιες σόλες της πιτσιρικαρίας και της αιώνιας μεσημεριανής βαρεμάρας•
γρατζουνισμένο και λασπωμένο, 
σύνορο παιδικό, με υλικό απλό, 
με χώμα κόκκινο και νερό κρυστάλλινο•
Στα όρια χωρούσαν νεράιδες που τρόμαζαν με την φωτιά, γιαγιάδες με ιστορίες και συμβουλές,
 καλάμια και περάσματα κρυφά, 
 καταρράκτες, πουλιά, γάτες, αλεπούδες και ασβούς. 
Με θορύβους άγνωστους, τρομακτικούς,
με καβούρια και ιστορίες για χέλια.
Με όστρακα μιας άλλης εποχής, μακρινής.
Με σιωπή βυθού και φαντασία μικρού παιδιού,
Με ζώα φανταστικά κι
ονειρεμένα που δεν υπάρχουν πια,
μόνο κοχύλια, μάρτυρες που βγάζουν την γλώσσα κοροϊδευτικά
σ’ όλα τα σίγουρα και στάσιμα. 
Αυτό ήταν το ποτάμι. 
Σηκώνονταν ψηλά και κοιτούσε τα σπίτια μας τις αποκριές, κολλημένο με αλευρόκολλα και σπάγγο.
Αερόστατο οι παιδικές καρδιές μας, μπερδεμένες ανάμεσα στα φωτεινά αστέρια του ουρανού, άπιαστες.
Και έτσι μόλις έπεφτε το σούρουπο, περιμέναμε το όνομα μας
με τραβηγμένη την τελευταία συλλαβή και κάναμε ότι δεν ακούγαμε. 

Και ήρθαν οι χειμώνες όπου το ποτάμι γινόταν κόκκινο, μας φώναζε τις νύχτες και παραπονιόταν.
Με τον ίδιο μακρόσυρτο τρόπο,
 θυμωμένο και ορμητικό.
Μη μεγαλώσετε μας έλεγε, μην φορέσετε τα πλυμένα σας ρούχα• 
μας διαβεβαίωνε ότι το Σάββατιάτικο μπάνιο αργεί.
Μα εμείς δεν χωρούσαμε πια στα παλιά παιδικά μας ρούχα,
νιώθαμε πια το σώμα μας να μυρίζει•
Και έτσι ο χρόνος πέρασε, 
μια αλεπού πυροβολήθηκε, μετά μια γάτα και μετά κάποια πουλιά. 
Έτσι απλά.
Τα αηδόνια δεν έβρισκαν πια δροσιά στα δέντρα του ποταμού και σιώπησαν.
Μόνο οι κότσιφες έμειναν πεισματικά να τραγουδούν παρέα με τον Αυγερινό.
Και έτσι το ποτάμι μίκρυνε.
Ώσπου μια μέρα έμεινε μόνο και τότε το έβαλαν σε τσιμεντένιο λούκι.
Άκαμπτο, στιβαρό και σοβαρό.
Μια γερακίνα βιάστηκε να μεγαλώσει τα μικρά της καθώς δεν προέβλεψε ότι το δέντρο που έκανε την φωλιά της θα κοπεί.
Τα καβούρια θάφτηκαν κάτω από τόνους τσιμέντου και οι ασβοί έχασαν το δρόμο τους αφού το τοπίο ισοπεδώθηκε.

Το αρχικό υλικό διαλύθηκε, το σύνορο που χωράει τα πάντα καταπατήθηκε.
Οι νεράιδες πήραν μαζί τους όλες τις ιστορίες μας και έφυγαν δίχως να κοιτάξουν πίσω.
Η μεσημεριανή βαρεμάρα, έγινε πια εχθρός και εξαφανίστηκε και στην θέση της υπάρχει μια γρήγορη κίνηση.
Ένας μόνιμος βαρετός θόρυβος και μια εκκωφαντική ανάπτυξη.
Το ποτάμι έχει πάψει να στεναχωριέται πια,
 είναι οργισμένο.
Κάθε τόσο φουσκώνει και πηδάει το λούκι και όλο προσπαθεί να απλωθεί στην πόλη
να κυριεύσει τους ανθρώπους.
Μετά ησυχάζει και ξαποσταίνει,
 σαν γέροντας κουρασμένος σε ένα μέρος που δεν το αναγνωρίζει πια.
Φυλακισμένος.
Μοιάζει θλιμμένο και ηττημένο, το ποτάμι
 φυλακισμένο μέσα σε ένα τσιμεντένιο λούκι,
μα κάνετε λάθος
οργή έχει,
το ξέρω.

1 σχόλιο: