Πριν πολλά χρόνια, μια Καθαρά Δευτέρα, ξεκινήσαμε με τους γονείς μου και με μια φίλη μου για το χωριό Νέδουσα στον Ταΰγετο. Μετά από ένα μισάωρο δρόμο λίγο πριν μπούμε στο χωριό, μας σταμάτησαν τρεις τέσσερις τύποι ντυμένοι με προβιές, ελαφρώς μεθυσμένοι. Τα πρόσωπά τους ήταν μουτζουρωμένα με κάρβουνο. Ένας από αυτούς, στα κατάμαυρα χέρια του, κρατούσε ένα ταψί γεμάτο λιωμένο κάρβουνο• όχι δεν ήταν αντάρτες ούτε ορεσίβιοι ληστές που θα μας άρπαζαν και θα ζητούσαν λύτρα, αλλά κάτοικοι του χωριού Νέδουσα. Αφού λοιπόν μας κατέβασαν από το αμάξι, ακούμπησαν τα χέρια τους στο ταψί και μας μουτζούρωσαν το πρόσωπο. Η παραπάνω κίνηση ήταν η πρώτη από μια σειρά καρναβαλικών εθιμοτυπικών διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα στο χωριό.
Η καρναβαλική τελετή είχε ξεκινήσει από νωρίς το πρωί όπου ο θίασος κρατώντας ένα μεγάλο κοφίνι, με νταούλια και φλογέρες πηγαίνουν στα σπίτια που βρίσκονται στην άκρη του χωριού. Εκεί μουτζουρώνουν τους ιδιοκτήτες των σπιτιών και αυτοί αφήνουν διάφορα τρόφιμα στο κοφίνι. Κάθε σπίτι έχει ένα κέρασμα για τον θίασο, κάτι για τσίμπημα και ασφαλώς πολύ κρασί και τσίπουρο! Η παραπάνω διαδικασία ονομάζεται Αγερμός και ολοκληρώνεται στην πλατεία του χωριού όπου όλοι οι κάτοικοι τρώνε μαζί ότι υπάρχει στο κοφίνι. Ο Αγερμός κυκλώνει το χωριό και μουτζουρώνει τα ακριανά σπίτια για να ασφαλίσει το χωριό για να ξορκίσει το κακό και να μην εισέλθει στο χωριό. Είναι η προετοιμασία για το ξεκίνημα του καρναβαλιού.
Ο θίασος αποσύρεται και
ετοιμάζεται, ακούγονται δυνατά κουδούνες μέχρι που βγαίνουν στην πλατεία του χωριού οι Τράγοι. Οι μεταμφιεσμένοι Τράγοι χοροπηδούν χτυπώντας τις κουδούνες αλλά και τα κέρατά τους. Μάταια οι βοσκοί μπορούν να τους κρατήσουν. Οι ορμή και η δύναμη των τράγων είναι μεγάλη και ανίκητη. Όπως η ορμή της φύσης που ετοιμάζεται να αναγεννηθεί μετά από ένα σκληρό χειμώνα. Η ορμή της Περσεφόνης που ετοιμάζεται να αφήσει τα παλάτια του Άδη.
Ακολουθεί το όργωμα και η σπορά. Οι μεταφιεσμένοι οργώνουν και σπέρνουν την πλατεία του χωριού. Προετοιμάζουν το έδαφος και το γονιμοποιούν ώστε να καρποφορήσει η νέα χρονιά, ώστε να έρθει η άνοιξη.
Τέταρτη και τελευταία σκηνή είναι η Κηδεία. Η κηδεία όχι όποιου και όποιου αλλά του δύσμοιρου Αποψώλη από την πάνω γειτονιά. Η νεκρική πομπή είναι μεγάλη. Στην αρχή πάει ο παπάς και από πίσω του ακολουθούν νέοι και νέες κρατώντας αντί για εξαπτέρυγα και στεφάνια, κιλότες, βρακιά, σουτιέν και φαλούς κρεμασμένα σε κοντάρια. Πίσω ο Αποψώλης αναπαύεται στο φέρετρό του με ένα τεράστιο φαλό έξω από το παντελόνι του και πιο πίσω η χήρα του κλαίει σπαρακτικά: Αποψωληηηηηηηη μου, αχχχχχχ τι μου κανες πουτσαραααα μου! Η νεκρική πομπή φτάνει στην πλατεία του χωριού, ο παπας διαβάζει τον Αποψώλη και η χήρα κλαίει και ξαναλέει: Αποψωληηηηηηηη μου, αχχχχχχ τι μου κανες πουτσαραααα μου! Μέχρι που δεν αντέχει και πηδάει στο φέρετρο. Φιλάει τον Αποψώλη και του τρίβεται για τελευταία φορά. Όλη αυτή η ενέργεια της χήρας ανασταίνει τον Αποψώλη με αποτέλεσμα να πηδιούνται στο φέρετρο. Η ανάσταση του Αποψώλη έρχεται παρέα με την ανάσταση της φύσης, με το ξύπνημά της και τον ερχομό της Άνοιξης.
Το παραπάνω δρώμενο είναι ένα αγροτικό δρώμενο Ευετηρίας, δεν έχει επινοηθεί από τους σύγχρονους λαογράφους κλπ ούτε έχει αναβιώσει. Υπάρχει με βροχές, ηλιοφάνειες κρύα, ζέστες, θανάτους, λύπες και χαρές. Το δρώμενο γίνεται για να πάει καλά η χρονιά βρέξει χιονίσει. Δεν περιμένει επιχορηγήσεις από δήμους, όλοι οι κάτοικοι φτιάχνουν φασολάδα και την μοιράζουν σ’ όσους επισκέπτες βρεθούν στο χωριό. Ένα αγροτικό καρναβάλι με πολλά νοήματα, μακριά από τα γνωστά κατασκευασμένα καρναβαλικά θεάματα των πόλεων. Ένα καρναβάλι που οι κάτοικοι σχεδόν δεν νοιάζονται αν θα έχει κόσμο το καρναβάλι τους ή όχι.
Σημείωση: Η μπομπονιέρα που είχα πάρει για ενθύμιο όταν την άνοιξα στο σπίτι είχε κουραδάκια κατσικίσια…..
Οι φώτο είναι απο το αρχείο του Μπούρμπουνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου