Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2024
Στο σκάμμα
Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024
Οι ακτογραμμές της γιαγιάς
Η γιαγιά πάντα θωρούσε την θάλασσα από μακριά και μονάχα μια φορά συναντήθηκε μαζί της, μια φορά ένιωσε την ανάσα της. Ήταν τότε που μικρό κορίτσι είχε βγάλει τα αιγοπρόβατα για βοσκή και την πήρε ο κατήφορος του βουνού και βρέθηκε στην παραλία. Ενώ τα ζωντανά βοσκούσαν κρίταμο και αγριόχορτα στα βότσαλα και στην άμμο, εκείνη ανέβηκε σ’ ένα ψηλό βράχο που συνομιλούσε με το κύμα και είδε τα ψάρια στα νερά της. Για πρώτη φορά είδε πως η μπλε απέραντη εικόνα που θωρούσε απ’ το βουνό ήταν ζωντανή.
Το παρόν της γιαγιάς ήταν το βουνό, αλλά το παρελθόν της
θάλασσας βρισκόταν σ’ εκείνο το βουνό. Μάρτυρες αυτής της σχέσης ήταν η πληθώρα
των βυθισμένων οστρέων στο χώμα· η γιαγιά γεννήθηκε και μεγάλωσε στο βουνό, σ’
εκείνη την ξεχασμένη αρχαία παραλία. Περπατούσε ανάμεσα στα λασπωμένα
σπαράγματα του χρόνου που κάποτε ζούσαν στη θάλασσα και τώρα μαρτυρούσαν πως τα
πράγματα αλλάζουν, πως ο χρόνος είναι ο μέγας κοσμοπλάστης και πως η ύπαρξη
είναι ένας κόκκος άμμου μπροστά στο κύμα του πελάγου. Κάθε τόσο ξεχώριζε κάποια
απ’ αυτά και τα κρατούσε στα ζαρωμένα απ’ τον χρόνο χέρια της και με μιας
εκατομμύρια χρόνια μοναξιάς βρίσκονταν στην παλάμη της, απορροφώντας τα γηρατειά
της. Τότε η γιαγιά μπρος στο μεγαλείο του χρόνου, μεταμορφωνόταν σ’ ένα τόσο δα
μωρό.
Μια νύχτα την είδα σ’ όνειρο, πως περπατούσε λέει όπως
και τότε σ’ εκείνη την παραλία, μα δεν ήταν νέα. Όλα ήταν εκεί, όπως και τότε
που ήταν μικρό κορίτσι. Ο φλύαρος ήχος του κύματος ήταν εκεί. Μα το περπάτημα
της στα βότσαλα και την άμμο ήταν ήσυχο, αθόρυβο, χωρίς ήχο, αφού το πέλμα της
βρισκόταν ελάχιστα πάνω απ’ αυτά. Βρισκόταν μόνη χωρίς τα αιγοπρόβατα και ο
κρίταμος με τ’ αγριόχορτα ήταν ακόμα εκεί. Ανέβηκε σ’ εκείνον τον βράχο που
έστεκε όπως και τότε ακλόνητος συνομιλητής με την θάλασσα και την χτύπησε ένα
ελάχιστο αεράκι χαϊδεύοντάς τα λευκά μαλλιά της. Χαμήλωσε το βλέμμα προς τον
βυθό και είδε τα ψάρια. Άνοιξε τα ζαρωμένα της δάχτυλα και εμφανίστηκε το
όστρεο που είχε πάρει απ’ το βουνό της.
Το πρωί η γιαγιά δεν βρισκόταν πια σπίτι, αλλά ήταν ξαπλωμένη
σε μιαν αρχαία θάλασσα· περιτριγυρισμένη από όστρεα μιας μακρινής εποχής. Το
δικό της τ’ όστρεο έστεκε αφημένο στο κομοδίνο, δίπλα στο άδειο της κρεβάτι. Το
πήρα και το ‘βαλα να το κρατάει, να την συντροφεύει στην τελευταία της βόλτα,
στην ατέλειωτη αμμώδη ακτογραμμή του χρόνου.
Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024
Μια φωτογραφική αποτύπωση της καταστροφής
Όπου σταθήκαμε και πήραμε ανάσες η φωτιά τις σκόρπισε στον ουρανό.
Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024
Μια μικρή ιστορία μοναχικής ηδονής: «Ένας γυμνός ώμος και η ελπίδα των σκουπιδιών»
Αγαπημένη μου Πρωταγωνίστρια (Μέρος 11)
Αγαπημένη μου Πρωταγωνίστρια
Είχα ξεροσταλιάσει σ’ εκείνο το μπαρ. Κουβαλούσα κι
αυτόν τον αναθεματισμένο μπαγλαμά, τον σπασμένο σε χίλια κομμάτια και άγαρμπα
κολλημένο, σκεπτόμενος πως θα βρεθεί η κατάλληλη στιγμή ν’ ανέβω στην σκηνή και
γρατζουνώντας τις χορδές του να ερέθιζα κάπως το μυαλό της. Μάταια όμως. Έμεινα
με τον μπαγλαμά ακουμπισμένο στην μπάρα και οι μόνοι που ρωτούσαν γι’ αυτόν
ήταν κάτι μεθυσμένοι κωλομπαράδες που οι γυναίκες τους κοιμόντουσαν μόνες στο
σπίτι, με μόνη παρηγοριά την ανοιχτή τηλεόραση που έπαιζε χαμηλόφωνα. Ένας απ’
αυτούς τον είχε πιάσει άγαρμπα και έχωσε το μάτι του μέσα στο ηχείο, δείχνοντας
τάχα πως ενδιαφερόταν για την κατασκευή του. Πριν κάποια χρόνια, όταν κατέβαινα
τον Ταΰγετο προς την Σπάρτη με την μηχανή, έπεσα πάνω σε αστυνομικό μπλόκο που
έκανε ελέγχους για ναρκωτικά. «Έχεις
τίποτα παράνομο» με ρώτησε ένας απ’ τους μπάτσους, «Όχι», του είπα, «μονάχα έναν
μπαγλαμά που κάποτε θεωρούταν παράνομος», θέλοντας να αστειευτώ με το
γεγονός που οι μπάτσοι έψαξαν ακόμα και τον μπαγλαμά, κοιτώντας μέσα στο ηχείο
και βάζοντας το δάχτυλό τους στην οπή του ηχείου του, μήπως και ανακάλυπταν
κάποια μυστική κρύπτη που οδηγούσε στο σαλόνι κάποιου μεγάλου εμπόρου
ναρκωτικών. Μάταια όμως. Και εννοείται, δεν γέλασαν.
Λίγο πριν ξημερώσει, κουβάλησα τα σκουπίδια του μπαρ
σε μαύρες σακούλες, ως ύστατη προσπάθεια επικοινωνίας με την σερβιτόρα. «Άστα! Θα τα πετάξω εγώ» της είπα «και αν θες μετά σε πετάω και μέχρι το σπίτι».
«-Αμέ!» μου είπε και άλλη μια
ανοργασμική διαδρομή ξεδιπλώθηκε μπροστά στα φώτα του παπιού μου. Μια αγκαλιά,
ένα φιλί στο μάγουλο και μετά «καληνύχτα,
τα λέμε». Το απόγευμα την είχα δει στο παράθυρο του σπιτιού της καθώς
γύριζα απ’ την δουλειά και με χαιρέτησε. Ήταν κι αυτός ο γυμνός ώμος στο
ανοιχτό παράθυρο, την ώρα που χανόταν το φως και τα ντουβάρια είχαν απορροφήσει
όλη την κάψα της μέρας, να ψάχνει ανάσα στο δειλινό. Φώτισαν τα ντουβάρια της
πολυκατοικίας και γω περαστικός, κράτησα την ανάσα μου
Μπήκα στο σπίτι και ο ήχος των κλειδιών έτσι όπως τ’
ακούμπησα στο τραπεζάκι μου πήρε τ’ αυτιά. Το μοτέρ του ψυγείου αγκομαχούσε και
είχε καλύψει τους τοίχους και την ατμόσφαιρα του σπιτιού. Η βρύση έσταζε επάνω
σε κάτι άπλυτα πιάτα. Έβγαλα τα ρούχα και τ’ ακούμπησα σε μια καρέκλα που είχε
ήδη και άλλα ρούχα. Έκλεισα τα μάτια και μετέφερα στο κρεββάτι μου την αίσθηση
του ακουμπισμένου της σώματος στην πλάτη μου μαζί με την αίσθηση του στητού της
στήθους να πιέζεται σε κάθε φρενάρισμα στην πλάτη μου. Ήμασταν γυμνοί με όλα τα
φώτα κλειστά και απ’ τις γρίλιες εισέβαλε αποκαμωμένο το φως του δρόμου και καθόταν
πάνω στις γραμμές του σώματος της, να ξεκουραστεί λίγο απ’ την παγωνιά και την
μοναξιά του πεζοδρομίου. Τόσο φιλόξενο ήταν το σώμα της εκείνο το βράδυ που
χάριζε απλόχερα μια γλυκιά μοναχική ηδονή. Τα μαλλιά της, μακριά και μαύρα,
χάιδευαν το στήθος της που πότε το αποκάλυπταν ολόγυμνο και κατάλευκο μέσα στο
ημίφως και πότε το κάλυπταν, σαν το παιχνίδισμα του ήλιου με τα σύννεφα. Έσκυψε
πάνω μου και της φίλησα λαίμαργα τον ώμο, εκείνον που έψαχνε λίγο φως μέσα απ’
τα καυτά ντουβάρια της πολυκατοικίας. Απορρόφησα όλη αυτή την κάψα γλιστρώντας
την γλώσσα μου ως τον λοβό του αυτιού της, άκουσε την ανάσα μου και ύστερα
έδωσα ένα τέλος σ’ εκείνη την περιπέτεια του μοναχικού οργασμού· γύρισα την πλάτη στο παράθυρο και κοιμήθηκα.
Κυριακή 21 Απριλίου 2024
Οι καρδιές μας οι επίμονες
Έζησα τις φωτιές των γειτονιών,
τ' ατέλειωτα βήματα σ' ασβεστωμένους δρόμους,
έκαψα τα χέρια μου πυρώνοντας αερόστατα, τα μάτωσα σχίζοντας καλάμια,
σε γειτονιά που μεγάλωσε, πέθανε και θάφτηκε στο τσιμέντο.
Χαμένη αποκριά στο εγκαταλειμμένο φυλάκιο των παιδικών χρόνων.
Τα βήματά μου τα έσυρα στα χώματα, σε μονοπάτια ανοιγμένα από γιαγιάδες ζαλωμένες με ξύλα, μαύρες και ζαριασμένες.
Θραύσματα του χρόνου, στωικά περιμένουν το ποδοπάτημα, τον ήλιο, την βροχή και την αδιαφορία.
Χρόνε φώτισε, ρίξε μια ματιά στο χνούδι που αιωρείται στον αέρα,
δείξε τον σωστό τρόπο να ζήσω και να φύγω από δω
Και τώρα πια, που χιλιάδες ενήλικα βήματα μακριά, με οδήγησαν πίσω,
βλέπω πως νύχτα και μέρα, πιστεύω μόνο σ' όσους παλεύουν ν' αντέξουν τον χειμώνα.
Σ' όσους δίνουν κουράγιο στο μπουμπούκι στη ρωγμή της ασφάλτου.
Σ' όσους τιμούνε, σιωπές και εξεγέρσεις.
Σ' όσους καίνε το είδωλο τους στον καθρέπτη.
Αναγεννάτε το βυθισμένο μου πνεύμα μέσα στο όφελος της μισθωτής σκλαβιάς,
στο λαμπερό νεκροταφείο της καθωσπρέπει επιβίωσης,
την στιγμή που ο ήλιος ξερνάει στο πρόσωπό μου τις στιγμές που μου απομένουν στο φως.
Για μια στιγμή όλα μπορούν να είναι αλλιώς.
Είμαστε μαζί.
Με νιώθεις που τα δάχτυλα σου με πνοές τα μετρώ,
σε διαδρομές σε χώρους και σε τόπους ατελείς.
Όλα τα ενδεχόμενα μας περιτριγυρίζουν.
Ρουφήχτρες βλεμμάτων και σκέψεων,
επίμονα και λαίμαργα περιμένουν να μας αλώσουν.
Μα οι καρδιές μας επιμένουν, στο δικό μας ενδεχόμενο,
θολές λάμψεις πεισματάρη σηματωρού στην ομίχλη,
διασχίζουν και σχίζουν το κύμα ανάποδα
σε διαδρομή για το πέλαγο.
Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024
Της πτώσης αντάρα
Δεν σκόρπισα μωρή γαμιόλα ζωή, δεν μου δόθηκε η ευκαιρία.
Συρρικνώθηκα
χρόνο το χρόνο και τώρα ξαπλώνω σε σπασμένα γυαλιά
και μόνο
ανάποδα ξέρω τ' αστέρια να μετρώ.
Έλα έξω, μου
λες, έχει ωραία νύχτα.
Τραβάω και
εγώ, αλλά μάταια.
Τα
προγραμματισμένα σκοτάδια, δεν είναι όπως αυτά που έχω πρόχειρα,
ανάλογα την
περίσταση.
Τι να τις
κάνω τις νύχτες, τι κι αν γυμνές μου προσφέρονται;
Όταν το φως
πια μ’ έχει αποκάμει, έπονται δεύτερες.
Το φως,
που σώνει
και ντε θέλει νόημα, αυταρέσκεια και επιβίωση.
Γι’ αυτό
όταν θέλω να δώσω ένα τέλος, πέφτω και κοιμάμαι νωρίς.
Ξυπνάω πρωί,
πολύ πρωί, για να προλάβω τον εαυτό μου που φεύγει.
Να τον δω
λίγο πριν σβήσουν τα φώτα, λίγο πριν την αυγή,
να
αποχαιρετιστούμε στα βαθιά, πριν πνιγούμε στα ρηχά της μέρας.
Με την αφή
στέλνω μηνύματα αναπάντητα στην θνητότητα,
τραβάω τα
χείλη μου, νυχιάζω τα δάχτυλά μου,
την ρωγμή
χαϊδεύω
και
αισθάνομαι την αρχή και το τέλος.
Στο 'να χέρι
μια λίθινη αιχμή, κτέρισμα τάφου ήρωα.
Στο άλλο
σημάδι από καυτό κερί, του Ικάρου το φιλί.
Πτώσεις.
Μόνο τα
παιδιά ίσως γνωρίζουν να ζουν, τραβώντας τα κρεμάμενα ξέφτια του χρόνου.
Λασπωμένα
όστρεα στα όρη. Ξεμάκρυναν οι θάλασσες, σκλήρυναν τα σώματα.
Μεγάλωσες.
Κάπου κάπου
οσμίζονται οι περαστικοί τον βυθό, και τρομαγμένοι επιστρέφουν στα φώτα,
μα τα παιδιά
προσπαθούν ν' ακούσουν την αρχαία θάλασσα
και ύστερα
τα γυρνούν στο χώμα, να μετρούν τον χρόνο με βροχές.
Σου μιλώ για
σχέδια μελλοντικά και ένα βιολί στο ραδιόφωνο αγκαλιάζει τις λέξεις·
κάπνα στην
ατμόσφαιρα·
και απ' την
μπαλκονόπορτα ένα φορτηγό θωρώ να ξεφορτώνει μπάζα.
Μια μακρά
περίοδος
συνεχόμενων
και αλληλοτροφοδοτούμενων κρίσεων είναι το κάδρο μου,
γι’ αυτό και
φαίνομαι σκυθρωπός.
Κάθε τόσο
του βάζω φωτιά, στρώνω ένα χαμόγελό,
αλλά πάλι τα
ίδια,
μέχρι η
φωτιά να κάψει και μένα.
Και οι
στάχτες να σκορπιστούν στο Ταίναρο,
σεισμού
κουρνιαχτός του Γαιηόχου Ποσειδώνα.
Στις βαθιές
των εγκάτων αντάρες είμαι στο Ταίναρο,
στην άκρη,
στο σπάραγμα
του κύματος στον βράχο.