Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025

Θερινογραφία σε ψάθινο καπέλο

 


Έζησα το περπάτημα σε ξεραμένα χόρτα,

δίχως τον φόβο των φιδιών στα πέλματα.

Ανακαλώ εκείνο τον ήχο,

την κάψα την καλοκαιρινή μέσ' το μεσημέρι μπας και δεν σκέφτομαι,

μήπως και απολαύσω

αυτή την στροφή του χρόνου.

 

Οδηγώ σε δρόμους με στροφές,

πορεία με φιδίσιους ελιγμούς,

ελιές, φραγκοσυκιές,

ξεραμένα χορτάρια στα κτήματα,

συκιές και ο μόνιμος ήχος των τζιτζικιών.

Πιάνω την πλάτη μου, έχω ιδρώσει,

κοιτώ τον καθρέφτη και αναρωτιέμαι που πάω και αν ο δρόμος είναι σωστός.

Πετάω το μεγάλο ψάθινο καπέλο, στο δίπλα κάθισμα και απελευθερώνονται σκέψεις, 

συμβουλές και ερωτήματα για το πως πρέπει να είναι η ζωή.

Περνώ τα δάχτυλα στα μαλλιά που μου κρύβουν το πρόσωπο

και με μια κίνηση με χαϊδεύω,

μια ελάχιστη τρυφερότητα

προς τον ίδιο μου τον εαυτό.

 

Μια οχιά κόβει στην μέση την άσφαλτο

και συνεχίζει στο ξερό σκληρό χώμα.

Άνθρωποι σε καρέκλες πλαστικές,

κοιτούν και μιλούν,

για τον ξένο που πέρασε και προσπέρασε,

τον καιρό και την ελιά που σταφιδιάζει

απ' την ζέστη και την ξηρασία,

για το κορίτσι που τον φόβο του τον κατάπιε εκείνο το πηγάδι,

μαζί με το μεγάλο ψάθινο καπέλο του.

 

Μια ξερή αφοβιά τούτο δω το καλοκαίρι,

 δέντρο που ο αέρας το συμπάθησε και γύρισε την φωτιά, των ανθρώπων τα πάθη.




Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

Πορεία μοναχική

 



Σερνάμενη άνοιξη,
λιανισμένη
απ’ τα λάστιχα των αυτοκινήτων,
θρήνος βουβός,
σκιά αφημένη στην άσφαλτο,
να θυμίζει την προσπάθεια,
την πορεία για τον απέναντι λόφο,
λίγο πριν χτιστεί.

Έτσι είναι οι άνθρωποι οι μόνοι,
αδέσποτοι ουρανοί
που χάσανε την γη τους,
μάσκες
με τα μάτια βγαλμένα,
αφημένα σε παιδικά φυλάκια,
μιας παλιάς αποκριάς.

Σκόνη σε μονότονο τοπίο, με κλειστά τα μάτια,

 παραδομένοι και στο νου πάντα λευτερωμένοι.

         - Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;

      - Ούτε που θέλω, αδιαφορώ.

Τρίτη 1 Απριλίου 2025

Μια ραδιοφωνική εκπομπή από επιλεγμένα κείμενα του Μπούρμπουνα



Έχουν περάσει χρόνια από τότε που κάθισα σε παγκάκι της πόλης με τον φίλο Αλέξανδρο Καρλή και χρόνια από τότε που παίχτηκε ζωντανά η παρακάτω εκπομπή. 
Ο Αλέξης έβαλε καρδιά στην αφήγηση και στις επιλογές της μουσικής και το αποτέλεσμα είναι άρτιο. Την κοινοποιώ λοιπόν:

Καθισμένος στο παγκάκι της πόλης

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

Δοκιμαστική τομή

 



Ασθμαίνει το βυθισμένο μου πνεύμα μέσα στο όφελος της μισθωτής σκλαβιάς, 

στο λαμπερό νεκροταφείο της καθωσπρέπει επιβίωσης,

την στιγμή που ο ήλιος ξερνάει στο πρόσωπό μου τον χρόνο που μου απομένει 

σε τούτο δω το φως.


Βουλιάζουν τα πέλματά μου σε σάρκες καιρών αλλοτινών, 

χνάρια σε ιλύς, που ο χρόνος τ' άφησε για χλευασμό στη δόξα.


Έναν, έναν πεθαίνω τους παλιούς μου φίλους.

Τους πνίγω στην θλίψη μου και αυτοί δεν βγάζουν ήχο. 

Ένας με ρώτησε, -τι κάνεις; Μα είμαστε ήδη νεκροί.


Για μια στιγμή γνωρίζω, 

όλα μπορούν να είναι αλλιώς.


Την νύχτα απλά αφήνω το κορμί μου όπου βρεθεί,

αποκαμωμένο απ' την προέλαση της ματαιότητας της μέρας· 

χίμαιρες μ' ερεθίζουν γλείφοντας το σώμα ως λάφυρο.

Το παρατηρώ μέχρι να με πάρει ο ύπνος 

και το ξημέρωμα με ξυπνούν κάτι νότες που στάζουν απ' το ταβάνι,

το φορούν το σώμα τα πουλιά,

το ξεπλένουν με ήχους κι ανέμους και ελαφρύς τ' ατενίζω,

μέχρι να μου το φορέσουν ξανά.


για μια στιγμή γνωρίζω,

όλα μπορούν να είναι αλλιώς.


Αφήνω κομμάτια μου από μέρη που υπήρξα, 'δω και 'κει, χωρίς να το καταλάβω. 

Είμαι στο εδώ και στο τώρα και έρχεται ο τάδε ή ο δείνα τόπος 

και θρονιάζεται στο σώμα μου,

έτσι απρόσκλητα· 

για να καταλάβω, 

πως τίποτα στην πορεία μου δεν είναι ξεκομμένο απ' το σώμα μου,

αλλά σε πλήρη σύνδεση.

Αναπνέω την λύπη του κόσμου

και στραγγίζω τα πνευμόνια μου απ' τα δάκρυα

που φως δεν είδαν.


Σκορπιοί ήχοι, 

σε κλαδιά κρεμασμένοι, σφηνωμένοι σε βράχια.

Οι κραυγές στερεύουν,

εξασθενούν, 

σαν τραγούδι σε φαραγγιού χείλος,

μέχρι να πνιγεί στα νερά του χειμάρρου 

και να χαθεί στα έγκατα, από όπου βγήκε.


Σχοινοβατώ·

παρέα με μια βαθιά θλίψη, ξεχασμένη σ' ένα φωτεινό πρόσωπο·

σαν τις αρχαίες κολώνες, 

λευκές και μόνες σε χορταριασμένο χώμα. 

Έτοιμος για φωτογραφία.

Μικραίνει ο χώρος και ένας κόκκος άμμου φανερώνει το μεγαλείο του· 

εμφανίζεται μια τόσο δα ρωγμή και εκεί πετάγομαι έξω, 

σαν το ποντίκι που η γάτα το κυνηγά και κρύβεται.

Μετά χάνομαι και μετά ξαναεγκλωβίζομαι 

και μετά το ίδιο και μετά το ίδιο. 

Μέχρι το σώμα να διαλυθεί και να επιστρέψει εκεί που ανήκει,

στο όνειρο.

Κι έρχονται πάλι οι νύχτες, 

να λιώσουν στο κρεββάτι όλα τα διαφορετικά που κουβάλησα στους δρόμους

και να τα φιλιώσουν στα ονείρατα, 

να με σκεπάσουν στον έρωτά τους 

και έτσι τ' όνειρο να με βρει αποκαμωμένο 

γι' αυτά που θα 'θελα να ζήσω.

Μέχρι να ξυπνήσω ξανά μ' ένα σύννεφο στο κεφάλι και στο σώμα.


για μια στιγμή γνωρίζω,

όλα μπορούν να είναι αλλιώς.