Σερνάμενη
άνοιξη,
λιανισμένη
απ’ τα λάστιχα των αυτοκινήτων,
θρήνος βουβός,
σκιά αφημένη στην άσφαλτο,
να θυμίζει την προσπάθεια,
την πορεία για τον απέναντι λόφο,
λίγο πριν χτιστεί.
Έτσι είναι οι άνθρωποι οι μόνοι,
αδέσποτοι ουρανοί
που χάσανε την γη τους,
μάσκες
με τα μάτια βγαλμένα,
αφημένα σε παιδικά φυλάκια,
μιας παλιάς αποκριάς.
Σκόνη
σε μονότονο τοπίο, με κλειστά τα μάτια,
παραδομένοι και στο νου πάντα λευτερωμένοι.
- Ξέρεις
ποιος είμαι εγώ;
- Ούτε που θέλω, αδιαφορώ.