Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Βαγγέλης Παπάζογλου.'' Όταν νυχτώνει τα πουλιά δεν κελαιδούν''



Ο Βαγγέλης Παπάζογλου υπήρξε σημαντικός συνθέτης του ρεμπέτικου τραγουδιού. Γεννήθηκε το 1896 στο Ντουρμπαλί της Σμύρνης. Τα πρώτα του παιδικά χρόνια τα περνάει περιπλανώμενος με τον πατέρα που εργαζόταν στους σιδηροδρόμους, ενώ αργότερα τον βοηθά στη δουλειά ως κοτσαδόρος, το γεγονός αυτό δεν τον βοήθησε να τελειώσει όλες τις τάξεις του δημοτικού σχολείου. Εν το μεταξύ αρχίζει να μαθαίνει μαντολίνο, κιθάρα, βιολί, πάντζο και μεγαλώνοντας εντάσσεται στην Σμυρναίικη Εστουδιαντίνα του Σιδερή, γνωστής ως «Πολιτάκια».
Το δραστήριο και ανένταχτο πνεύμα που διακατείχε τον Παπάζογλου τον οδήγησε σε δύσκολα μονοπάτια σχετικά με την επιβίωσή του. Αλλάζει το όνομά του αυθαίρετα χωρίς χαρτιά εγκαταλείποντας το όνομα του πατέρα του (Καλλίνικος) και υιοθετώντας το

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2018

Ημερολόγιον της Ζωής -1922-

Ένα παλιότερο κείμενο που είχε δημοσιευθεί στον Μπούρμπουνα σχετικά με την προσωπική ιστορία κάποιου που έζησε την Μικρασιατική καταστροφή.

 Μια μικρή άγραφη ιστορία
Η παρακάτω τραγική ιστορία είναι μια από τις χιλιάδες που δημιουργήθηκαν μετά από τον πόλεμο του ελληνικού κράτους με το αντίστοιχο τούρκικο το 1922. Την παραπάνω ιστορία μού την διηγήθηκε ο μπάρμπα Στρατής Κισόγλου στα 102 του χρόνια και είναι η ιστορία της δικιάς του οικογένειας τις πρώτες μέρες εκείνου του Σεπτέμβρη του 1922 στην Σμύρνη. Η ιστορία αυτή περιλαμβάνεται, επίσης, σε βιβλίο του ίδιου και επιμέλεια της Μαρίας Σταθέα με τον τίτλο «Ημερολόγιον της Ζωής 1922».


Η δημοσίευση της στο φύλλο της Διαδρομής φιλοδοξεί να προσφέρει ένα λιθαράκι στην συλλογική μας μνήμη, καθώς συμπληρώθηκαν ήδη 93 χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή και την γενοκτονία εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων από τις δολοφονικές ορδές του υπό ανασύσταση τουρκικού κράτους. Να υπογραμμίσουμε ότι πίσω από την κρατική ιστορία, με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, τις συμφωνίες, τις συνθήκες και τα διατάγματα, υπάρχουν μεγάλες ανθρώπινες ιστορίες που περιλαμβάνουν ξεριζωμό, πόνο, απώλεια, θάνατο και βάρος… το βάρος της μνήμης για τους ζωντανούς.

Προύσα-Κωστάντζα-Σμύρνη

Η οικογένεια του μπάρμπα Στρατή καταγόταν από την Προύσα της Μικράς Ασίας. Οι γονείς του ήταν ο Κωνσταντίνος και η

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2018

Ο Μπακούνιν συναντά τον Βάγκνερ

Μια διαφορετική ιστορία από τη φλεγόµενη Δρέσδη του 1849


«Η ελευθερία είναι η φιλαλήθεια
προς τους εαυτούς µας.
Όποιος είναι φιλαλήθης και ειλικρινής προς τον εαυτό του,
απόλυτα προσαρµοσµένος
στην φύση του,
εκείνος είναι αναµφισβήτητα
ελεύθερος». (Απόσπασµα από γράµµα του Βάγκνερ)


Λιντάου 1849, σύνορα Γερµανίας-Ελβετίας. Ένας νεαρός άντρας, αφού επιδεικνύει το διαβατήριο του στους συνοριοφύλακες, επιβιβάζεται σε ατµόπλοιο µε προορισµό την Ελβετία. Το διαβατήριο είχε τα στοιχεία κάποιου καθηγητή Βίντµαν, µα στην πραγµατικότητα πρόκειται για τον καλλιτέχνη Βάγκνερ, ο οποίος προσπαθεί να διαφύγει από την Γερµανία έχοντας ψεύτικο όνοµα και χαρτιά. Ο Βάγκνερ στον έλεγχο διαβατηρίων µένει σιωπηλός και στρεσαρισµένος, ελπίζοντας ότι ο έλεγχος θα τελειώσει γρήγορα χωρίς ερωτήσεις. Στη συνέχεια επιβιβάζεται στο ατµόπλοιο και διασχίζει την λίµνη Κωνστάντζα. Τα πρώτα ελβετικά χωριά έχουν αρχίσει και αχνοφαίνονται στον ορίζοντα. Από εκεί συνεχίζει το ταξίδι του στην Ελβετία µε άµαξα κάτω από τα βουνά των Άλπεων. Στο ηµερολόγιο του αποτυπώνει αυτή την στιγµή: «Τίποτα δεν µπορεί να συγκριθεί µε τα εξαίσια συναισθήµατα, που πληµµυρίσανε το είναι µου, µόλις ένοιωσα πως ήµουν ελεύθερος. Καµία γνώµη δεν µε ενδιέφερε, κανένα ψέµµα. Μπορούσα να βροντοφωνάξω στον κόσµο, ότι εγώ ο καλλιτέχνης, τον περιφρονούσα µ’ όλη µου την καρδιά… Για πρώτη φορά στην ζωή µου αισθανόµουν ελεύθερος µε όλους και εναντίον όλων, υγιής και χαρούµενος, αν και δεν ήµουν σε θέση να ξέρω, πού θα πήγαινα να κρυφτώ αύριο, για να αναπνεύσω ήσυχος τον αέρα του ουρανού». Πρόκειται για τον προσωπικό επίλογο µιας εξέγερσης που δεν ευοδώθηκε και πνίγηκε στο αίµα, την εξέγερση της Δρέσδης τον Μάιο του 1849. Ο Βάγκνερ βγήκε από αυτή την εξέγερση διαφορετικός. Άφησε πίσω του πολλά, είδε συντρόφους του να πεθαίνουν στους φλεγόµενους δρόµους της Δρέσδης, αλλά και τρεις από αυτούς να οδηγούνται στις φυλακές, τον Χέµπνερ, τον Μάρτεν και τον Μπακούνιν. Η σύντροφός του Μίνα αποµακρύνθηκε από αυτόν χρεώνοντάς του την φτώχεια τους, µην µπορώντας να καταλάβει για ποιο λόγο ο Βάγκνερ τα έβαλε µε τον βασιλιά, ενώ είχε µια καλή θέση στην βασιλική όπερα. Η ζωή και το