Το πρώτο μέρος βρίσκεται εδώ και εδώ
Διαβάζοντας κάποιος σε προηγούμενο φύλλο της «Διαδρομής Ελευθερίας» το πρώτο μέρος του άρθρου για την σφαγή των Αρμενίων (φύλλο Απριλίου 2015), μπορεί εύκολα να διαπιστώσει τι μπορεί να σημαίνει να βιώνει κάποιος την προσφυγιά σε έναν τόπο που τον θεωρεί «σπίτι» του. Άραγε, υπάρχει προσφυγιά εν οίκω; Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει λέξη που να προσδιορίζει την «κατάσταση προσφυγιάς» που βιώνεται, από ένα άτομο ή μια ομάδα ανθρώπων, στον γεωγραφικό χώρο που θεωρείται από τους παραπάνω «σπίτι». Τι συμβαίνει, λοιπόν, όταν η κυριαρχία αποφασίζει να κλείσει την πόρτα στο «σπίτι», εγκλωβίζοντας όσους είναι μέσα και αλλάζοντας διακόσμηση, διαρρύθμιση, χρώμα κατά το δοκούν, κι αρχίζει το «σπίτι» να θυμίζει φυλακή; Στις περιπτώσεις όπου η κυριαρχία αποφασίζει να χαράξει εκ νέου σύνορα στο έδαφος, δημιουργείται και η περίπτωση όπου γηγενείς πληθυσμοί μεταμορφώνονται σε ξένους εν μια νυκτί. Εάν ο εξαναγκασμός προς αναζήτηση μιας νέας ζωής σε άλλο τόπο ονομάζεται προσφυγιά, πως ονομάζεται ο εξαναγκασμός της ταμπέλας του ξένου σε έναν τόπο που θεωρείται οικείος;
Το «σπίτι» και οι εξουσιαστές των Αρμενίων ανά τους αιώνες. Μια σύντομη περιγραφή.

Οι Αρμένιοι έχουν χαρακτηριστεί ως ένας από τους παλαιότερους λαούς του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου που ονομάζουμε Μέση Ανατολή. Οι πρώτες σωζόμενες αναφορές για την Αρμενία και τους Αρμένιους είχαν γραφτεί κάτι περισσότερο από 500 χρόνια πριν την γέννηση του Ιησού. Ο Δαρείος Α΄, κατέγραψε σε μια τρίγλωσση εικονογραφημένη επιγραφή, πως είχε υπερνικήσει την αντίσταση κι είχε διαφυλάξει το στέμμα του. Οι Αρμένιοι, λοιπόν, εμφανίζονται σε έναν κατάλογο είκοσι τριών εξουσιαζόμενων φυλών. Σε σαφώς νεότερες ιστορικές περιόδους, γνωρίζουμε ότι έως το 1375 (Νέα Χρονολογία) διατηρούσαν ανεξάρτητο βασίλειο, που έφτασε να εκτείνεται από τις ακτές της Μεσογείου ως την Κασπία και την Μαύρη Θάλασσα. Βέβαια τα εδάφη αυτά δεν κατακτήθηκαν με κάποιον βελούδινο τρόπο, αλλά με αρκετό αίμα. Ύστερα από τουρκοπερσικούς, ρωσοπερσικούς και ρωσοτουρκικούς πολέμους ανά τους αιώνες, ο λεγόμενος εδαφικός χώρος των Αρμενίων έφτασε να διαμοιράζεται στον 20ο αιώνα μεταξύ του τούρκικου και του ρώσικου χώρου, με την πλειοψηφία του πληθυσμού να βρίσκεται εντός τουρκικού. Κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας οι Αρμένιοι ήταν αναγκασμένοι να λογοδοτούν σε δύο εξουσίες: την κεντρική του σουλτάνου, αλλά και την κοινοτική του αρμένιου πατριάρχη. Ήδη από το 15ο αιώνα οι σουλτάνοι είχαν καθιερώσει ότι οι πατριάρχες της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας, καθώς και της αποστολικής των Αρμενίων, θα ήταν εκπρόσωποι και επιφορτισμένοι με την διοίκηση της λειτουργίας των κοινοτήτων τους. Έτσι, λοιπόν, η αρμένικη πολιτική διοίκηση στην Οθωμανική αυτοκρατορία ασκείτο από το αρμενικό «μιλλέτ» ή από τον αρμένιο πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος παρέμενε υπόλογος στην εξουσία του σουλτάνου. Οι πατριάρχες διοικούσαν τα σχολεία, τον κλήρο, εφάρμοζαν το οικογενειακό δίκαιο και, μέσω ορισμένων κοσμικών, εισέπρατταν τους φόρους από τις κοινότητές τους σε όλη την επικράτεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η σφαγή μέσα από πολιτικές παρωπίδες
Η σφαγή που διετελέσθη εις βάρος του αρμένικου πληθυσμού από τους λεγόμενους νεότουρκους, έχει χρησιμοποιηθεί από κάθε είδους πολιτική απόχρωση. Κάθε τέλη του Απρίλη (όπου η 24η θεωρείται κι ημέρα μνήμης της σφαγής) όλοι οι πολιτικοί χώροι θα αφιερώσουν μια δυο αράδες για το γεγονός. Δεξιοί και αριστεροί, εθνικιστές, σοσιαλιστές, φασίστες και κομμουνιστές, έχουν ασχοληθεί με το θέμα της σφαγής του αρμένικου πληθυσμού, ο καθένας με τον τρόπο του και σύμφωνα με όσα είναι ορατά μέσα από τις πολιτικές παρωπίδες του καθενός. Όλοι τους, όμως, κατά καιρούς έχουν κολυμπήσει σε ποταμούς από αίμα που δημιούργησαν, κάποιοι είναι έτοιμοι να το ξανακάνουν, ενώ κάποιοι άλλοι συνεχίζουν απερίσπαστοι να κολυμπούν. Από τους μαχαιροβγάλτες ακροδεξιούς και φασίστες νοσταλγούς του Χίτλερ και του Μουσολίνι, μέχρι τις σταλινικές ονειρώξεις των κομμουνιστών με κονσερβοκούτια και τους πιο φιλελεύθερους δημοκράτες που απλώνουν χέρι βοηθείας σε όποια απόφαση για πόλεμο παρθεί από τους συμμάχους τους (Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Αφγανιστάν, Λιβύη κι ουκ έστιν αριθμός), όλοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έχουν, είχαν και θα έχουν σχέση με σφαγές, μόνο και μόνο για να μπορέσουν να κρατηθούν στην εξουσία. Επίσης δεν γίνεται να παραβλεφθεί και η σημερινή σφαγή με την μέθοδο της σταγόνας στον ελλαδικό χώρο, όπου η κυριαρχία με τους ντόπιους δερβέναγες, σέρνει στον βούρκο κι εξευτελίζει εκατομμύρια ανθρώπους, στερώντας βασικά αγαθά κι οδηγώντας πολλούς από αυτούς στο θάνατο, εξαφανίζοντας όλο και περισσότερο την ποιότητα από αυτό που έπρεπε να ονομάζεται ζωή και μεταμορφώνοντάς το με το ζόρι σε επιβίωση.
Ορισμένοι από τους πρωτεργάτες της εξόντωσης των Αρμενίων
Ταλάτ Πασάς: Πρώην υπουργός εσωτερικών και οργανωτής της σφαγής.
Μπεχούντ Χαν Τζιβανσίρ: Υπουργός εσωτερικών του Αζερμπαϊτζάν και υπεύθυνος της σφαγής 20.000 αρμενίων κατά την είσοδο του τούρκικου στρατού στην πόλη Μπακού του Αζερμπαϊτζάν.
Σαΐντ Χαλίμ: Αρχηγός της κυβέρνησης των Νεότουρκων. Δρ. Μπεχαεντίν Σακίρ: Υψηλό στέλεχος των νεότουρκων.
Τζεμάλ Πασάς: Υπουργός Ναυτικών και ηγετικό στέλεχος των νεότουρκων.
Δρ. Ναζίμ: Σχεδιαστής απελάσεων και δολοφονιών Αρμενίων. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλοι οι παραπάνω δολοφονήθηκαν από Αρμένιους μετά από σχεδιασμένες επιθέσεις, μεταξύ του 1921 και του 1926, εκτός από τον δρ Ναζίμ που εκτελέστηκε από τους κεμαλιστές με την κατηγορία του συνωμότη.
Το παράδειγμα των Αρμενίων της Θεσσαλονίκης
Μια περίπτωση Αρμενίων προσφύγων αποτελούν οι Αρμένιοι της Θεσσαλονίκης, που η ζωή τους υπήρξε ευμετάβλητη κι εξαρτημένη από τις γενικότερες ιστορικές συγκυρίες. Οι πρώτοι πρόσφυγες που έφτασαν στην πόλη νωρίτερα της γενοκτονίας ήταν σχετικά λίγοι, αν και σταδιακά αυξάνονταν. Ενώ κάποιοι οικονομικά και κοινωνικά εντάχθηκαν και ανελίχθηκαν σε υψηλές θέσεις, όσον αφορά το λεγόμενο κοινωνικό/οικονομικό γίγνεσθαι, οι περισσότεροι παρέμειναν φτωχοί κι διαβιούσαν υπό δύσκολες συνθήκες. Ζούσαν κατά κανόνα στο σημερινό αστικό κέντρο. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την περαιτέρω εξαθλίωση των κατοίκων της Θεσσαλονίκης, οι περισσότεροι Αρμένιοι κατέφυγαν στη σοβιετική Αρμενία, γεγονός που σημαίνει ότι εν μέσω μιας ανθρώπινης ζωής μπορούν να χωρούν πολλές προσφυγιές.
Δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε και το γεγονός ότι οι Αρμένιοι της Θεσσαλονίκης, όπως και του ελλαδικού χώρου γενικότερα, ανέπτυξαν το δικό τους εθνικό κίνημα, το Hayastan, που ήταν αρχικά «σοβιετοποιημένο» κι από το 1991 (εκ των πραγμάτων) αποδεσμευμένο, επιδιώκοντας να διαφυλάξει την «αρμενικότητα» σε σχέση με τον ευρύτερο ελλαδικό κοινωνικό χώρο. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920 δημιούργησαν αρχικά το ριζοσπαστικό «Σοσιαλιστικό Επαναστατικό Κόμμα Χιντσακιάν» (Hunchak) και στη συνέχεια το σοσιαλδημοκρατικό «Αρμένικη Επαναστατική Ομοσπονδία» (Dashnaktsutiun). Τα κόμματα αυτά συμμετείχαν στις κεντρικές εκδηλώσεις της σοσιαλιστικής Εργατικής Ομοσπονδίας (Φεντερασιόν) το 1909.
Η πολιτική ήταν πάντοτε το βασικό εργαλείο που επέβαλε την ελίτ κάποιων πληθυσμών (όποια «απόχρωση» κι αν φέρει αυτή) σε ένα νέο τόπο και καλλιεργούσε τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για κάθε είδους συμμαχίες, είτε εθνικιστικής είτε διεθνιστικής απόχρωσης.
Μετά τη γενοκτονία, οι Αρμένιοι της Θεσσαλονίκης –όπως και των άλλων περιοχών– έκαναν προσπάθειες να στηρίξουν τους συμπατριώτες τους, είτε με υλική βοήθεια, είτε προσπαθώντας να γνωστοποιήσουν ευρύτερα το γεγονός. Ένα μεγάλο μέρος όσων διαβιούσαν, πλέον, στον ελλαδικό χώρο, αφομοίωσαν τα επεκτατικά όνειρα της Μεγάλης Ιδέας, προσπαθώντας κι αυτοί να επωφεληθούν αργότερα με την ίδρυση δικού τους κράτους. Η αρμένικη παροικία, που διατηρείται μέχρι σήμερα, κινήθηκε προς δύο κατευθύνσεις: να αναγνωριστεί η γενοκτονία και να χειραφετηθεί από τη σοβιετική κηδεμονία. Ωστόσο, παράλληλα δρούσαν στη Μακεδονία και φιλοσοβιετικές οργανώσεις.
Μέσα από το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης βλέπουμε ότι η ταμπέλα του πρόσφυγα, που συνεπάγεται μια σειρά επίκτητων αδυναμιών στα μάτια των πολιτικών συμφερόντων, δημιουργεί πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθούν συχνά και να καλλιεργηθούν, θα λέγαμε, αισθήματα κατωτερότητας. Οι πρόσφυγες, προκειμένου να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους και να προσαρμοστούν στο νέο τους περιβάλλον, νιώθοντας ευάλωτοι, συχνά υιοθετούν καθόλου γόνιμες, άκρως συντηρητικές απόψεις και πρακτικές, ενώ παράλληλα διαπλέκουν πολιτικούς θεσμούς που θα τους δώσουν αφ’ ενός μια νέα ταυτότητα ίση με των γηγενών και αφ’ ετέρου θα αναθρέψουν τις όποιες ελπίδες επαναπατρισμού.
Ο πάντα χυδαίος, κι ύπουλος ρόλος της πολιτικής, που εύκολα θα βρει πρόσφορο έδαφος στις ανθρώπινες αδυναμίες που οι περισσότεροι (ως γεννήματα σε εξουσιαστικά περιβάλλοντα) φέρουμε εμπλέκει τους ανθρώπους στην ανάδειξη ρόλων και κατά κανόνα των πλέον νοσηρών εξ αυτών.
Στο βωμό της αριστερής πολιτικής χολέρας, ο πρόσφυγας εμβαπτίζεται στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ κι αποτελεί εκ φύσεως οσιομάρτυρα κι άγιο. Για τις δεξιές πολιτικές φλύκταινες είναι ένας εκ προοιμίου κλέφτης και απατεώνας, που θα πρέπει να αποφεύγουμε και ν’ αντιμετωπίζουμε με κάθε επιφύλαξη. Συγχρόνως, ξεχνάμε ότι ο πρόσφυγας προέρχεται από ένα μέρος, στο οποίο επίσης η πολιτική καθόρισε τις δικές του πεποιθήσεις για την έννοια της πατρίδας, για τη δική του προσφυγιά, για τον τόπο που τον φιλοξενεί και τους τρόπους που θα βρει, για να επιβιώσει μέσα σε αυτόν. Όταν η πολιτική είναι η βασική μεταβλητή, τότε η κατάσταση γίνεται εξαιρετικά περίπλοκη και δεν εξαντλείται με συνθήματα και απλοϊκές διατυπώσεις.
Η μόνη διέξοδος παρουσιάζεται, όταν εισχωρεί ο αληθινά ανθρώπινος παράγοντας, που πάντα ξέρει να δίνει απαντήσεις πέρα από την πολιτική, τη διαφορετική γλώσσα και τις γενικεύσεις.
Παραμύθια και κοσμοθεωρία των Αρμενίων