Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

Μια μικρή ιστορία μοναχικής ηδονής: «Ένας γυμνός ώμος και η ελπίδα των σκουπιδιών»

 Αγαπημένη μου Πρωταγωνίστρια (Μέρος 11)



Αγαπημένη μου Πρωταγωνίστρια

Είχα ξεροσταλιάσει σ’ εκείνο το μπαρ. Κουβαλούσα κι αυτόν τον αναθεματισμένο μπαγλαμά, τον σπασμένο σε χίλια κομμάτια και άγαρμπα κολλημένο, σκεπτόμενος πως θα βρεθεί η κατάλληλη στιγμή ν’ ανέβω στην σκηνή και γρατζουνώντας τις χορδές του να ερέθιζα κάπως το μυαλό της. Μάταια όμως. Έμεινα με τον μπαγλαμά ακουμπισμένο στην μπάρα και οι μόνοι που ρωτούσαν γι’ αυτόν ήταν κάτι μεθυσμένοι κωλομπαράδες που οι γυναίκες τους κοιμόντουσαν μόνες στο σπίτι, με μόνη παρηγοριά την ανοιχτή τηλεόραση που έπαιζε χαμηλόφωνα. Ένας απ’ αυτούς τον είχε πιάσει άγαρμπα και έχωσε το μάτι του μέσα στο ηχείο, δείχνοντας τάχα πως ενδιαφερόταν για την κατασκευή του. Πριν κάποια χρόνια, όταν κατέβαινα τον Ταΰγετο προς την Σπάρτη με την μηχανή, έπεσα πάνω σε αστυνομικό μπλόκο που έκανε ελέγχους για ναρκωτικά. «Έχεις τίποτα παράνομο» με ρώτησε ένας απ’ τους μπάτσους, «Όχι», του είπα, «μονάχα έναν μπαγλαμά που κάποτε θεωρούταν παράνομος», θέλοντας να αστειευτώ με το γεγονός που οι μπάτσοι έψαξαν ακόμα και τον μπαγλαμά, κοιτώντας μέσα στο ηχείο και βάζοντας το δάχτυλό τους στην οπή του ηχείου του, μήπως και ανακάλυπταν κάποια μυστική κρύπτη που οδηγούσε στο σαλόνι κάποιου μεγάλου εμπόρου ναρκωτικών. Μάταια όμως. Και εννοείται, δεν γέλασαν.

Λίγο πριν ξημερώσει, κουβάλησα τα σκουπίδια του μπαρ σε μαύρες σακούλες, ως ύστατη προσπάθεια επικοινωνίας με την σερβιτόρα. «Άστα! Θα τα πετάξω εγώ» της είπα «και αν θες μετά σε πετάω και μέχρι το σπίτι». «-Αμέ!» μου είπε και άλλη μια ανοργασμική διαδρομή ξεδιπλώθηκε μπροστά στα φώτα του παπιού μου. Μια αγκαλιά, ένα φιλί στο μάγουλο και μετά «καληνύχτα, τα λέμε». Το απόγευμα την είχα δει στο παράθυρο του σπιτιού της καθώς γύριζα απ’ την δουλειά και με χαιρέτησε. Ήταν κι αυτός ο γυμνός ώμος στο ανοιχτό παράθυρο, την ώρα που χανόταν το φως και τα ντουβάρια είχαν απορροφήσει όλη την κάψα της μέρας, να ψάχνει ανάσα στο δειλινό. Φώτισαν τα ντουβάρια της πολυκατοικίας και γω περαστικός, κράτησα την ανάσα μου

Μπήκα στο σπίτι και ο ήχος των κλειδιών έτσι όπως τ’ ακούμπησα στο τραπεζάκι μου πήρε τ’ αυτιά. Το μοτέρ του ψυγείου αγκομαχούσε και είχε καλύψει τους τοίχους και την ατμόσφαιρα του σπιτιού. Η βρύση έσταζε επάνω σε κάτι άπλυτα πιάτα. Έβγαλα τα ρούχα και τ’ ακούμπησα σε μια καρέκλα που είχε ήδη και άλλα ρούχα. Έκλεισα τα μάτια και μετέφερα στο κρεββάτι μου την αίσθηση του ακουμπισμένου της σώματος στην πλάτη μου μαζί με την αίσθηση του στητού της στήθους να πιέζεται σε κάθε φρενάρισμα στην πλάτη μου. Ήμασταν γυμνοί με όλα τα φώτα κλειστά και απ’ τις γρίλιες εισέβαλε αποκαμωμένο το φως του δρόμου και καθόταν πάνω στις γραμμές του σώματος της, να ξεκουραστεί λίγο απ’ την παγωνιά και την μοναξιά του πεζοδρομίου. Τόσο φιλόξενο ήταν το σώμα της εκείνο το βράδυ που χάριζε απλόχερα μια γλυκιά μοναχική ηδονή. Τα μαλλιά της, μακριά και μαύρα, χάιδευαν το στήθος της που πότε το αποκάλυπταν ολόγυμνο και κατάλευκο μέσα στο ημίφως και πότε το κάλυπταν, σαν το παιχνίδισμα του ήλιου με τα σύννεφα. Έσκυψε πάνω μου και της φίλησα λαίμαργα τον ώμο, εκείνον που έψαχνε λίγο φως μέσα απ’ τα καυτά ντουβάρια της πολυκατοικίας. Απορρόφησα όλη αυτή την κάψα γλιστρώντας την γλώσσα μου ως τον λοβό του αυτιού της, άκουσε την ανάσα μου και ύστερα έδωσα ένα τέλος σ’ εκείνη την περιπέτεια του μοναχικού οργασμού· γύρισα  την πλάτη στο παράθυρο και κοιμήθηκα.