Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

Οι ακτογραμμές της γιαγιάς

 


Η γιαγιά πάντα θωρούσε την θάλασσα από μακριά και μονάχα μια φορά συναντήθηκε μαζί της, μια φορά ένιωσε την ανάσα της. Ήταν τότε που μικρό κορίτσι είχε βγάλει τα αιγοπρόβατα για βοσκή και την πήρε ο κατήφορος του βουνού και βρέθηκε στην παραλία. Ενώ τα ζωντανά βοσκούσαν κρίταμο και αγριόχορτα στα βότσαλα και στην άμμο, εκείνη ανέβηκε σ’ ένα ψηλό βράχο που συνομιλούσε με το κύμα και είδε τα ψάρια στα νερά της. Για πρώτη φορά είδε πως η μπλε απέραντη εικόνα που θωρούσε απ’ το βουνό ήταν ζωντανή.

Το παρόν της γιαγιάς ήταν το βουνό, αλλά το παρελθόν της θάλασσας βρισκόταν σ’ εκείνο το βουνό. Μάρτυρες αυτής της σχέσης ήταν η πληθώρα των βυθισμένων οστρέων στο χώμα· η γιαγιά γεννήθηκε και μεγάλωσε στο βουνό, σ’ εκείνη την ξεχασμένη αρχαία παραλία. Περπατούσε ανάμεσα στα λασπωμένα σπαράγματα του χρόνου που κάποτε ζούσαν στη θάλασσα και τώρα μαρτυρούσαν πως τα πράγματα αλλάζουν, πως ο χρόνος είναι ο μέγας κοσμοπλάστης και πως η ύπαρξη είναι ένας κόκκος άμμου μπροστά στο κύμα του πελάγου. Κάθε τόσο ξεχώριζε κάποια απ’ αυτά και τα κρατούσε στα ζαρωμένα απ’ τον χρόνο χέρια της και με μιας εκατομμύρια χρόνια μοναξιάς βρίσκονταν στην παλάμη της, απορροφώντας τα γηρατειά της. Τότε η γιαγιά μπρος στο μεγαλείο του χρόνου, μεταμορφωνόταν σ’ ένα τόσο δα μωρό.

Μια νύχτα την είδα σ’ όνειρο, πως περπατούσε λέει όπως και τότε σ’ εκείνη την παραλία, μα δεν ήταν νέα. Όλα ήταν εκεί, όπως και τότε που ήταν μικρό κορίτσι. Ο φλύαρος ήχος του κύματος ήταν εκεί. Μα το περπάτημα της στα βότσαλα και την άμμο ήταν ήσυχο, αθόρυβο, χωρίς ήχο, αφού το πέλμα της βρισκόταν ελάχιστα πάνω απ’ αυτά. Βρισκόταν μόνη χωρίς τα αιγοπρόβατα και ο κρίταμος με τ’ αγριόχορτα ήταν ακόμα εκεί. Ανέβηκε σ’ εκείνον τον βράχο που έστεκε όπως και τότε ακλόνητος συνομιλητής με την θάλασσα και την χτύπησε ένα ελάχιστο αεράκι χαϊδεύοντάς τα λευκά μαλλιά της. Χαμήλωσε το βλέμμα προς τον βυθό και είδε τα ψάρια. Άνοιξε τα ζαρωμένα της δάχτυλα και εμφανίστηκε το όστρεο που είχε πάρει απ’ το βουνό της.

Το πρωί η γιαγιά δεν βρισκόταν πια σπίτι, αλλά ήταν ξαπλωμένη σε μιαν αρχαία θάλασσα· περιτριγυρισμένη από όστρεα μιας μακρινής εποχής. Το δικό της τ’ όστρεο έστεκε αφημένο στο κομοδίνο, δίπλα στο άδειο της κρεβάτι. Το πήρα και το ‘βαλα να το κρατάει, να την συντροφεύει στην τελευταία της βόλτα, στην ατέλειωτη αμμώδη ακτογραμμή του χρόνου.

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

Μια φωτογραφική αποτύπωση της καταστροφής

 Όπου σταθήκαμε και πήραμε ανάσες η φωτιά τις σκόρπισε στον ουρανό.




Μαύρα νερά κατεβάζει η Πεντέλη. Μια αλεπού έτρεχε αλαφιασμένη μέρα μεσημέρι, οι χελώνες που σε κάθε βροχή έβγαιναν στο δρόμο για νερό δεν υπάρχουν πια, ενώ η έκπληξη ήταν ένας μεγάλος καφέ βάτραχος καθισμένος σε μια μαύρη λούμπα σαν Βούδας στο γυμνό μαύρο τοπίο.


Το γεφύρι Σουβαλιώτη πριν και μετά την φωτιά:

το πριν:


το μετά:




το πριν:


το μετά






ο αρχαίος δρόμος λιθαγωγίας που οδηγεί στα αρχαία λατομεία της Πεντέλης










Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

Μια μικρή ιστορία μοναχικής ηδονής: «Ένας γυμνός ώμος και η ελπίδα των σκουπιδιών»

 Αγαπημένη μου Πρωταγωνίστρια (Μέρος 11)



Αγαπημένη μου Πρωταγωνίστρια

Είχα ξεροσταλιάσει σ’ εκείνο το μπαρ. Κουβαλούσα κι αυτόν τον αναθεματισμένο μπαγλαμά, τον σπασμένο σε χίλια κομμάτια και άγαρμπα κολλημένο, σκεπτόμενος πως θα βρεθεί η κατάλληλη στιγμή ν’ ανέβω στην σκηνή και γρατζουνώντας τις χορδές του να ερέθιζα κάπως το μυαλό της. Μάταια όμως. Έμεινα με τον μπαγλαμά ακουμπισμένο στην μπάρα και οι μόνοι που ρωτούσαν γι’ αυτόν ήταν κάτι μεθυσμένοι κωλομπαράδες που οι γυναίκες τους κοιμόντουσαν μόνες στο σπίτι, με μόνη παρηγοριά την ανοιχτή τηλεόραση που έπαιζε χαμηλόφωνα. Ένας απ’ αυτούς τον είχε πιάσει άγαρμπα και έχωσε το μάτι του μέσα στο ηχείο, δείχνοντας τάχα πως ενδιαφερόταν για την κατασκευή του. Πριν κάποια χρόνια, όταν κατέβαινα τον Ταΰγετο προς την Σπάρτη με την μηχανή, έπεσα πάνω σε αστυνομικό μπλόκο που έκανε ελέγχους για ναρκωτικά. «Έχεις τίποτα παράνομο» με ρώτησε ένας απ’ τους μπάτσους, «Όχι», του είπα, «μονάχα έναν μπαγλαμά που κάποτε θεωρούταν παράνομος», θέλοντας να αστειευτώ με το γεγονός που οι μπάτσοι έψαξαν ακόμα και τον μπαγλαμά, κοιτώντας μέσα στο ηχείο και βάζοντας το δάχτυλό τους στην οπή του ηχείου του, μήπως και ανακάλυπταν κάποια μυστική κρύπτη που οδηγούσε στο σαλόνι κάποιου μεγάλου εμπόρου ναρκωτικών. Μάταια όμως. Και εννοείται, δεν γέλασαν.

Λίγο πριν ξημερώσει, κουβάλησα τα σκουπίδια του μπαρ σε μαύρες σακούλες, ως ύστατη προσπάθεια επικοινωνίας με την σερβιτόρα. «Άστα! Θα τα πετάξω εγώ» της είπα «και αν θες μετά σε πετάω και μέχρι το σπίτι». «-Αμέ!» μου είπε και άλλη μια ανοργασμική διαδρομή ξεδιπλώθηκε μπροστά στα φώτα του παπιού μου. Μια αγκαλιά, ένα φιλί στο μάγουλο και μετά «καληνύχτα, τα λέμε». Το απόγευμα την είχα δει στο παράθυρο του σπιτιού της καθώς γύριζα απ’ την δουλειά και με χαιρέτησε. Ήταν κι αυτός ο γυμνός ώμος στο ανοιχτό παράθυρο, την ώρα που χανόταν το φως και τα ντουβάρια είχαν απορροφήσει όλη την κάψα της μέρας, να ψάχνει ανάσα στο δειλινό. Φώτισαν τα ντουβάρια της πολυκατοικίας και γω περαστικός, κράτησα την ανάσα μου

Μπήκα στο σπίτι και ο ήχος των κλειδιών έτσι όπως τ’ ακούμπησα στο τραπεζάκι μου πήρε τ’ αυτιά. Το μοτέρ του ψυγείου αγκομαχούσε και είχε καλύψει τους τοίχους και την ατμόσφαιρα του σπιτιού. Η βρύση έσταζε επάνω σε κάτι άπλυτα πιάτα. Έβγαλα τα ρούχα και τ’ ακούμπησα σε μια καρέκλα που είχε ήδη και άλλα ρούχα. Έκλεισα τα μάτια και μετέφερα στο κρεββάτι μου την αίσθηση του ακουμπισμένου της σώματος στην πλάτη μου μαζί με την αίσθηση του στητού της στήθους να πιέζεται σε κάθε φρενάρισμα στην πλάτη μου. Ήμασταν γυμνοί με όλα τα φώτα κλειστά και απ’ τις γρίλιες εισέβαλε αποκαμωμένο το φως του δρόμου και καθόταν πάνω στις γραμμές του σώματος της, να ξεκουραστεί λίγο απ’ την παγωνιά και την μοναξιά του πεζοδρομίου. Τόσο φιλόξενο ήταν το σώμα της εκείνο το βράδυ που χάριζε απλόχερα μια γλυκιά μοναχική ηδονή. Τα μαλλιά της, μακριά και μαύρα, χάιδευαν το στήθος της που πότε το αποκάλυπταν ολόγυμνο και κατάλευκο μέσα στο ημίφως και πότε το κάλυπταν, σαν το παιχνίδισμα του ήλιου με τα σύννεφα. Έσκυψε πάνω μου και της φίλησα λαίμαργα τον ώμο, εκείνον που έψαχνε λίγο φως μέσα απ’ τα καυτά ντουβάρια της πολυκατοικίας. Απορρόφησα όλη αυτή την κάψα γλιστρώντας την γλώσσα μου ως τον λοβό του αυτιού της, άκουσε την ανάσα μου και ύστερα έδωσα ένα τέλος σ’ εκείνη την περιπέτεια του μοναχικού οργασμού· γύρισα  την πλάτη στο παράθυρο και κοιμήθηκα.


Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Οι καρδιές μας οι επίμονες



Έζησα τις φωτιές των γειτονιών, 

τ' ατέλειωτα βήματα σ' ασβεστωμένους δρόμους,

έκαψα τα χέρια μου πυρώνοντας αερόστατα, τα μάτωσα σχίζοντας καλάμια,

σε γειτονιά που μεγάλωσε, πέθανε και θάφτηκε στο τσιμέντο.


Χαμένη αποκριά στο εγκαταλειμμένο φυλάκιο των παιδικών χρόνων.


Τα βήματά μου τα έσυρα στα χώματα, σε μονοπάτια ανοιγμένα από γιαγιάδες ζαλωμένες με ξύλα, μαύρες και ζαριασμένες.

Θραύσματα του χρόνου, στωικά περιμένουν το ποδοπάτημα, τον ήλιο, την βροχή και την αδιαφορία.

Χρόνε φώτισε, ρίξε μια ματιά στο χνούδι που αιωρείται στον αέρα, 

δείξε τον σωστό τρόπο να ζήσω και να φύγω από δω

 

Και τώρα πια, που χιλιάδες ενήλικα βήματα μακριά, με οδήγησαν πίσω,

βλέπω πως νύχτα και μέρα, πιστεύω μόνο σ' όσους παλεύουν ν' αντέξουν τον χειμώνα.

Σ' όσους δίνουν κουράγιο στο μπουμπούκι στη ρωγμή της ασφάλτου.

Σ' όσους τιμούνε, σιωπές και εξεγέρσεις.

Σ' όσους καίνε το είδωλο τους στον καθρέπτη.


Αναγεννάτε το βυθισμένο μου πνεύμα μέσα στο όφελος της μισθωτής σκλαβιάς, 

στο λαμπερό νεκροταφείο της καθωσπρέπει επιβίωσης, 

την στιγμή που ο ήλιος ξερνάει στο πρόσωπό μου τις στιγμές που μου απομένουν στο φως.

Για μια στιγμή όλα μπορούν να είναι αλλιώς.


Είμαστε μαζί.


Με νιώθεις που τα δάχτυλα σου με πνοές τα μετρώ,

σε διαδρομές σε χώρους και σε τόπους ατελείς.

Όλα τα ενδεχόμενα μας περιτριγυρίζουν.

Ρουφήχτρες βλεμμάτων και σκέψεων,

επίμονα και λαίμαργα περιμένουν να μας αλώσουν.

Μα οι καρδιές μας επιμένουν, στο δικό μας ενδεχόμενο, 

θολές λάμψεις πεισματάρη σηματωρού στην ομίχλη,

διασχίζουν και σχίζουν το κύμα ανάποδα

σε διαδρομή για το πέλαγο.

 

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

Της πτώσης αντάρα

 


Δεν σκόρπισα μωρή γαμιόλα ζωή, δεν μου δόθηκε η ευκαιρία.

Συρρικνώθηκα χρόνο το χρόνο και τώρα ξαπλώνω σε σπασμένα γυαλιά

και μόνο ανάποδα ξέρω τ' αστέρια να μετρώ.

 

Έλα έξω, μου λες, έχει ωραία νύχτα.

Τραβάω και εγώ, αλλά μάταια.

Τα προγραμματισμένα σκοτάδια, δεν είναι όπως αυτά που έχω πρόχειρα,

ανάλογα την περίσταση.

Τι να τις κάνω τις νύχτες, τι κι αν γυμνές μου προσφέρονται;

Όταν το φως πια μ’ έχει αποκάμει, έπονται δεύτερες.

Το φως,

που σώνει και ντε θέλει νόημα, αυταρέσκεια και επιβίωση.

Γι’ αυτό όταν θέλω να δώσω ένα τέλος, πέφτω και κοιμάμαι νωρίς.

 

Ξυπνάω πρωί, πολύ πρωί, για να προλάβω τον εαυτό μου που φεύγει.

Να τον δω λίγο πριν σβήσουν τα φώτα, λίγο πριν την αυγή,

να αποχαιρετιστούμε στα βαθιά, πριν πνιγούμε στα ρηχά της μέρας.

Με την αφή στέλνω μηνύματα αναπάντητα στην θνητότητα,

τραβάω τα χείλη μου, νυχιάζω τα δάχτυλά μου,

την ρωγμή χαϊδεύω

και αισθάνομαι την αρχή και το τέλος.

Στο 'να χέρι μια λίθινη αιχμή, κτέρισμα τάφου ήρωα.

Στο άλλο σημάδι από καυτό κερί, του Ικάρου το φιλί.

Πτώσεις.

 

Μόνο τα παιδιά ίσως γνωρίζουν να ζουν, τραβώντας τα κρεμάμενα ξέφτια του χρόνου.

Λασπωμένα όστρεα στα όρη. Ξεμάκρυναν οι θάλασσες, σκλήρυναν τα σώματα.

Μεγάλωσες.

Κάπου κάπου οσμίζονται οι περαστικοί τον βυθό, και τρομαγμένοι επιστρέφουν στα φώτα,

μα τα παιδιά προσπαθούν ν' ακούσουν την αρχαία θάλασσα 

και ύστερα τα γυρνούν στο χώμα, να μετρούν τον χρόνο με βροχές.

 

Σου μιλώ για σχέδια μελλοντικά και ένα βιολί στο ραδιόφωνο αγκαλιάζει τις λέξεις·

κάπνα στην ατμόσφαιρα·

και απ' την μπαλκονόπορτα ένα φορτηγό θωρώ να ξεφορτώνει μπάζα.

 

Μια μακρά περίοδος

συνεχόμενων και αλληλοτροφοδοτούμενων κρίσεων είναι το κάδρο μου,

γι’ αυτό και φαίνομαι σκυθρωπός.

Κάθε τόσο του βάζω φωτιά, στρώνω ένα χαμόγελό,

αλλά πάλι τα ίδια,

μέχρι η φωτιά να κάψει και μένα.

 

Και οι στάχτες να σκορπιστούν στο Ταίναρο, 

σεισμού κουρνιαχτός του Γαιηόχου Ποσειδώνα.

Στις βαθιές των εγκάτων αντάρες είμαι στο Ταίναρο,

στην άκρη,

στο σπάραγμα του κύματος στον βράχο.

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Απομακρυσμένο μήνυμα στο παιδί

 



Στο σπίτι που μεγάλωσα, 
πεθαίνουν ένας ένας 
οι θερινοί του επισκέπτες.
Οι κλίνες πλέον περισσεύουν 
και στα μωσαϊκά έχει στρώσει 
ο χρόνος.
Σου γράφω 
απ' το προκεχωρημένο φυλάκιο,
να μην σηκωθείς απ' την στρωματσάδα, 
μην αφήσεις τα μετόπισθεν.
Μαίνεται ο πόλεμος.



Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2023

Εν είδη εξήγησης

Πίστεψαν οι απρόσωποι

πως φυλαγόμαστε απ'του ήλιου το πρόσωπο,

γιατί στα σκοτάδια 

με χάρη γλιστρούμε.


Μωροί σαλτιμπάγκοι, 

γερασμένοι χορτάτοι,

με σάλπιγγες ξεφωνημένες.


Κωφεύουμε και είμαστε νέοι 

μπρος στα φώτα σας,

κοιλοπονούμε 

στα σκοτάδια της μήτρας

ένα μωρό με φως οπλισμένο

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023

Σμπαράλια δύο

 

Η ζωή της ξεκίνησε κουβαλώντας νερό απ’ το ποτάμι. 

Όλη της η μέρα ήταν ένα ατελείωτο πήγαινε έλα μεταξύ παράγκας και πηγαδιού να κουβαλάει νερό. Να προσέχει να μην σπάσει η στάμνα, να μην χυθεί ο ντενεκές και να μη δίνει σημασία στα σμπαραλιασμένα της κόκκαλα που όλο και στράβωναν. Μέχρι που τελικά στράβωσε η πλάτη της και το βιός της. Ο απλωμένος πόνος σκέπασε το κελάρισμα του ποταμού, σκέπασε και τα πουλιά που την περιγελούσαν στο δρόμο της και που ανάλαφρα και ελεύθερα, διέγραφαν στον ουρανό τις ματαιότητες της ανθρώπινης καθημερινότητας. 

Στράβωσε ο λόγος της, δέθηκε η γλώσσα της· τραύλιζε η ζωή της. 

Ο χρόνος περνούσε και τα δάχτυλά της σκλήραιναν στα χωράφια για την πατάτα και τις ελιές· μαύριζαν τα νύχια της απ’ το χώμα· σκούραινε το δέρμα της απ’ τον ήλιο. Ενήλικη πιά, βρέθηκε κρυμμένη στην βουή του εργοστασίου για τα σύκα, καμουφλαρισμένη στη μυρωδιά του· ξερή, ζαρωμένη και άνυδρη. 

Για άντρα της έδωσαν έναν σκουπιδιάρη, περίγελο ενός καφενείου δίχως καθρέπτες, από άντρες που όλα τα ξέρουν. 

Που κάθε μέρα παίρνει τηλέφωνο για ξεμάτιασμα γιατί έχει πονοκέφαλο και κάθε μέρα του δίνεται για απάντηση ένα «ήσουν» ή «δεν ήσουν», χωρίς να έχει γίνει η απαραίτητη τελετή με το νερό, το λάδι και τα λόγια· χωρίς τελικά να τον νοιάζει αν ήταν ή δεν ήταν.

Που μέχρι πριν λίγα χρόνια δούλευε στο νεκροταφείο και που πήρε σύνταξη από εκεί, αφού γλίστρησε και έπεσε σ’ ένα τάφο και έσπασε το χέρι του. Και φώναζε μέσα από το λάκκο του θανάτου και κανείς δεν τον άκουγε και ο ήλιος έπεφτε και ο λάκκος ένιωθε άβολα με έναν ζωντανό φιλοξενούμενο. Έπειτα βγήκε από κει και γύριζε όρθιος με ένα πλατύ χαμόγελο με χαλασμένα δόντια και με το χέρι στο γύψο, λες και επέστρεψε απ’ τους νεκρούς· λαβωμένος από δάγκωμα του Κέρβερου.

Που ύστερα βρήκε γκόμενα και όλοι απορούσαν στο καφενείο, γιατί αυτός και όχι αυτοί που όλα τα ξέρουν. 

Πήγαιναν βόλτες με το τρένο σε κοντινές επαρχίες, χόρτασαν τσάρκες με το παπί το Yamaha και φιλιά στα παγκάκια και σε καφετέριες με νάιλον περίγυρο. Για λίγο ένιωθε νικητής στον έρωτα, αλλά χώρισε ένα απόγευμα, όταν αυτή μιλούσε σ’ ένα καρτοτηλέφωνο και αυτός πίσω της κρυφάκουγε. 

Τον έτρωγε η ανασφάλεια ότι δεν της έφταναν οι βόλτες και τα φιλιά, πως δεν της έφτανε το τρενάκι ούτε το Yamaha που έκαιγε λάδια και μύριζαν τα μαλλιά και τα ρούχα της και έτσι μία, δύο, τρείς, τέσσερις φορές έκανε τον κύκλο του καρτοτηλεφώνου καθώς η τσάντα της έπεφτε στο κεφάλι του, παρέα με βρισιές και κλωτσιές. «Τι κρυφακούς ρε πούστη; Τι θες ρε μαλάκα; Χάσου από δω ρε γαμημένε!»

Και κάπως έτσι χώρισε και επιτέλους ξαναχαμογέλασαν οι άντρες στο καφενείο δίχως καθρέπτες. Και πήγε και κλείστηκε στο σπίτι του νικημένος, βλέποντας τηλεόραση και καπνίζοντας, σκεπτόμενος εκείνα τα ηρωικά του χρόνια· αιώνια ματιασμένος.

Έτσι απέμειναν οι δυο τους, σ’ ένα σπίτι με σπαριαλιασμένο καναπέ και κιτρινισμένους τοίχους, να συντηρούν τα σπασμένα κομμάτια τους και να τα φωτίζουν με το φως της τηλεόρασης. Εκείνη να μην τον εμπιστεύεται και να του παίρνει την σύνταξη και εκείνος να μένει ρέστος. Να τσακώνονται και για τιμωρία να μην του φτιάχνει φαγητό για μεσημέρι· 

να μην έχει τσιγάρα, παρά μόνο έναν μόνιμο πονοκέφαλο, που φεύγει μόνο με ξεμάτιασμα.   

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2023

Ταΰγετος ο Βαθύς



Αναπνέει η θνητότητα μου

σε κάθε μου βήμα

πάνω στην πέτρα σου.


Το περαστικό

τσαλαπατάει το αιώνιο.


Παιδί της σκοτεινιάς ο Ταΰγετος,

που θέλησε να αρπάξει απ' την χαίτη 

τ' άλογα του φωτός.


Και αναδύθηκε απ' τα έγκατα

και σφήνωσε ψηλά στο φως.

Απ'το Ταίναρο ως του αη Λιά.


Κουρδίζοντας τα φώτα

με τα σκοτάδια,

τον φόβο

που έρχεται από ψηλά,

που με κρότο και λάμψη

λιανίζει το δέντρο,

με την μυρωδιά του βρεγμένου χώματος.


Έτσι με γυμνώνει,

έτσι με σκεπάζει,

ο Ταΰγετος.

Βαθύς,

που θέλησε να πιάσει

τον Ήλιο. 





Πέμπτη 13 Απριλίου 2023

Φαρέτρα



στα χρώματα, στις μυρωδιές, στα όμορφα,

στις φωνές και στους σαματάδες,

εναπόθεσα τα δάκρυά που κανείς δεν είδε.

 

στιβαρό το προσωπείο για τις συναλλαγές,

όμορφο το κουφάρι.

Παγωμένο ατσάλι το δέρμα,

στα νέα που φτάνουν

για τους παλιούς φίλους που ξεμάκρυναν.

 

Μα όπως και να μεταμορφωθώ,

ο θυμός μου

διαλύει την μάσκα.

 

Καταφύγιο το δικό σου, το καθαρό βλέμμα,

το περιτριγυρισμένο απ’ τον άνεμο

σε καθημερινή διαδρομή.

 

Κρύβομαι στη φασαρία και στις σημαντικές συζητήσεις σας,

σ’ όλα αυτά τα «για να περάσει η ώρα».

Χαράζω με τα φαγωμένα νύχια μου και πλένω με δάκρυα

τις εξαίσιες χωάνες,

 της παράδοσης και του αφοπλισμού.

 

Συνεχίζω μόνος κι οπλισμένος,

περιτριγυρισμένος απ’ το βλέμμα σου,

τις επόμενες εξαίσιες διαδρομές.

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2023

Σκατά ο γάμος!



Βρέθηκα κάποτε σε μια πλατεία. 
Είχαν γάμο και ετοίμαζαν τον χώρο κάτι μεθυσμένα και μπαρουτοκαπνισμένα πλάσματα. Έστηναν το βάθρο όπου θα γινόταν η τελετή μιλώντας για το πόσο καυλιάρικο είναι το ζευγάρι, τι μουνάρα είναι η νύφη, πόσο τον έχει ο γαμπρός και άλλα τέτοια. Κυνηγούσαν τους καλεσμένους με τα μουτζουρωμένα τους χέρια και ο παπάς ανεβασμένος στο βάθρο ευλογούσε με το μεσαίο του δάχτυλο.
Εμφανίστηκε με τα πολλά ο γαμπρός, κοντός, με μαλλί αλλά Τζιμ Χέντριξ, γυαλί μαύρο, ένα τεράστιο κομπολόι και με την τεράστια πούτσα του, που την είχε έξω να παίρνει αέρα, γιατί ήταν στενό το παντελόνι έλεγε και κρίμα να στριμώχνεται. 
Αφού χαιρέτησε τον κόσμο κοντοστάθηκε στο βάθρο και περίμενε την νύφη. Με τα πολλά εμφανίστηκε και η νύφη, δύο μέτρα ανδρογύναικο, με μια μουστάκα ΝΑ και μεθυσμένη. Την έσυραν στο βάθρο για να πάει να παντρευτεί. 
Ο γαμπρός δεν κρατήθηκε και θέλησε να την πηδήξει επί τόπου αλλά παρενέβη ο παππάς που κρατούσε έναν παλιό ταλαιπωρημένο τηλεφωνικό κατάλογο του ΟΤΕ που τον προσγείωσε με δύναμη στο κεφάλι του γαμπρού. Αμέσως άρχιζε να διαβάζει ευχές για καλά γαμήσια και με το μεσαίο του δάχτυλο ευλογούσε τους νεόνυμφους. 
  

Πρώτη φορά είδα σε γάμο να μοιράζουν κουραμπιέδες στους καλεσμένους. Πέρασε ο δίσκος από μπροστά μου, πήρε έναν ο τύπος δίπλα μου, πήρα θάρρος κι εγώ και άρπαξα έναν. Παράξενο, ήταν παγωμένος. Πάω να τον φάω και με την άκρη του ματιού μου βλέπω τον τύπο δίπλα μου να έχει διπλώσει και να φτύνει με μανία. Σηκώνεται με κοιτάει, τον κοιτάω και μου λέει ΣΚΑΤΑ, με καφετιά χείλια και δόντια! Τιιιιιι;;;; 
Ο χορός του Ησαία είχε αρχίσει και αντί για ρύζι, εκτόξευσα τον κουραδιέ προς τους νεόνυμφους. Η πασπαλισμένη με ζάχαρη άχνη σκατόμαπαλα, πέρασε γλυκά απ' τα κεφάλια των καλεσμένων στην πλατεία και αφού την απέφυγε με δεξιοτεχνία ο παπάς, προσγειώθηκε ανώμαλα στο μαλλί του Τζιμ Χεντριξ.

Άντε ΣΚΑΤΑ για γάμο. 

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

Σε βλέπω να χαμογελάς και γύρω σου σκισμένες σελίδες του χρόνου

 



Έλεγα τότε που άναβε η φλόγα,

πως η μόνη μου πατρίδα είναι τα παιδικά μου χρόνια,

τώρα που η φλόγα εδραιώθηκε στην καρδιά,

ξέρω πως η μόνη μου πατρίδα

είναι τα δάκρυα,

που αλατίζουν του χρόνου τις σκισμένες σελίδες,

γύρω απ’ το χαμόγελό μας.

 

Δεν θα μείνω άλλο εδώ,

στον ήχο των ρολογιών των άλλων

και στην πατρίδα που αυτά ορίζουν.

 

Πάω να ξεψαχνίσω τον εαυτό μου,

και ό,τι βρω

με το ζόρι φορεμένο,

θα το βάλω σ' ένα μπουκάλι.

Θα κόψω και θα δέσω μια τούφα απ 'τα μαλλιά μου

βάζοντας φωτιά,

στον αφρό αυτού του κόσμου.


Εύξυ

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022

Στο πιο ψηλό βουνό

 


Στο πιο ψηλό βουνό η Νία, 

με τις απάτητες κορυφές του·

μακριά

 απ’ όσους ανασαίνουν και πατούν σε τούτο δω τον κόσμο. 


Μια στριφογυρισιά σ’ ένα ζεϊμπέκικο 

και μια κραυγή προς τα μέσα ήταν ο ρυθμός σου· 

ο κόσμος σου ολάκερος ένα παράπονο. 


Βαρέθηκες, το ξέρω, 

μα σε ψάχνουν τα παιδικά μου χρόνια, τα καλοκαίρια της στρωματσάδας 

και οι συζητήσεις των μεγάλων τα βράδια στην αυλή,

λίγο πριν έρθει ο ύπνος απ’ τα ανοιχτά παράθυρα. 


Καργιόλη θάνατε,

πόσο έντονα χρωματίζεις την ζωή; 


Μας παρακολουθείς να μονολογούμε,

να κάνουμε στροφές στα αλώνια της ζωής,

να ερωτευόμαστε και να απελπιζόμαστε 

γιατί όλο κάτι δεν είναι αρκετό. 

Μεγαλώνεις μαζί μας, 

μετράς τις ανάσες,

τρέφεσαι απ’ την ύπαρξή μας.

---------------------------- 

 Αυτές δεν είναι μόνο λίγες λέξεις για μια ζωντανή μνήμη,

αλλά και για ένα παιδί που μεγαλώνει,

χάνοντας στο υλικό πεδίο, ένα κομμάτι που πάντα πίστευε πως θα είναι εκεί δίπλα.


Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

Λίγο πριν απ'το μετά



Λευκή κουρτίνα ανεμίζει στην μπαλκονόπορτα.

Παράδοση, παύση μάχης, ανακωχή.

Μεταίχμιο, κόψη, μετεωρισμός.

Όλα τα ναι και τα όχι μαζί.

Κράτημα ανάσας, μεταξύ συντριμιών και πελάγου.

Ας είναι, 

"όπως τον έβρω τον καιρό".

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

Η γιαγιά και ο έρωτας, ο αδελφός του θανάτου

 


Παντρεύτηκε μικρή η γιαγιά, όπως συνηθίζονταν τότε. Μανιάτισα στην καταγωγή, μελαχρινή με ίσο μακρύ μαλλί. Τα δυο της μαύρα μάτια, φάνταζαν σαν κάρβουνο λίγο πριν συναντηθεί με την φωτιά και έδεναν με το σκουρόχρωμο δέρμα της. Σε μιαν άλλη ζωή θα είχε δικό της κατάμαυρο κουρσάρικο και με το πλήρωμά της θα διαφέντευε τις θάλασσες, μα σ’ αυτή ήταν απλά μια πολύ όμορφη γυναίκα.  Είχαν να το λένε στην πόλη για την ομορφιά της γιαγιάς· άλλωστε ακόμα κυκλοφορεί στις συζητήσεις των οικογενειακών τραπεζιών πως αυτό το γονίδιο της ομορφιάς, η ξαδέρφη της η Κορίνα το αξιοποίησε σε παγκόσμιο διαγωνισμό καλλιστείων με την ανώτερη διάκριση. Εκείνη τράβηξε για Αμερική και διάβαινε με περπάτημα σαλονάτης γάτας τις πασαρέλες, αλλά η γιαγιά έμεινε στο χώμα και τις φραγκοσυκιές, βαδίζοντας στις νεροφαγιές με χάρη πεινασμένης αλητόγατας.

Η γιαγιά έκανε δύο κορίτσια, έφηβη αυτή με δύο παιδιά να γυροφέρνουν στα φουστάνια της και πίσω της μια φωτογραφία μ’ ένα όμορφο ζευγάρι να περιδιαβαίνει την μικρή πόλη κοιτάζοντας και χαμογελώντας ο ένας στον άλλον. Ήταν τόσο ταιριαστοί και όμορφοι οι δυο τους σ’ αυτή την φωτογραφία, που τα ντουβάρια της πόλης ζωντάνευαν γύρω απ’ το περπάτημά τους. Αλλά έπρεπε να γίνει μάνα.

Πέρασαν λίγα χρόνια με αρκετές δυσκολίες και άρχισε η ζήλια, κακό πράγμα η ζήλια. Πήγαινε ο παππούς για δουλειά στις οικοδομές και όλο του έλεγαν για την όμορφη γυναίκα του καθώς και για τον φίλο τους που όλο μαζί τους βλέπανε. Και όλο πετούσε τις λάσπες πιο δυνατά στα ντουβάρια της οικοδομής. Μέχρι που μια μέρα τηλεφώνησε κάποιος απ’ την γειτονιά στον παππού που έλειπε στην Αθήνα για δουλειές. «Ο φίλος σου είναι στο σπίτι με την γυναίκα σου» του είπε. Πήρε την αστυνομία ο παππούς και έφυγε άρον άρον από την Αθήνα με μια μηχανή. 

Η γιαγιά έμενε στο σπίτι παρέα με τους γονείς της. Μπούκαραν στο σπίτι αστυνομικοί και εισαγγελέας και έσυραν αυτή και τον εραστή της στο αυτόφωρο. Τα παιδιά ήταν στην άλλη γιαγιά τους και δεν είδαν τι έγινε. Μέτραγαν οι αστυνομικοί τις κλίνες που έχει το σπίτι, είδαν τα κλινοσκεπάσματα, μέτρησαν και πόσα άτομα ήταν στο σπίτι και έτσι έβγαλαν το συμπέρασμα πως είχε διατελεσθεί το έγκλημα της μοιχείας!

 Σχεδόν ένα χρόνο έκανε η γιαγιά φυλακή και λίγο παραπάνω ο εραστής της. Όταν μπήκε φυλακή ήταν ήδη έγκυος η γιαγιά. Γέννησε στη φυλακή και το παιδί αργότερα το μεγάλωσε μαζί με τον εραστή της που τελικά όταν ο νόμος το επέτρεψε την παντρεύτηκε και έζησαν μαζί ως το τέλος της ζωής της. Για πολλά χρόνια η γιαγιά παρακαλούσε τον παππού να αναγνωρίσει το παιδί, μιας και ο νόμος δεν άφηνε τους εγκληματίες μοιχείας να παντρευτούν μεταξύ τους.

Η γιαγιά από ντροπή δεν ξαναγύρισε στην μικρή πόλη για πολλά χρόνια. Τα δυο της κορίτσια από τον πρώτο της γάμο τα είδε περίπου 10 χρόνια μετά το περιστατικό, αφού της απαγόρεψαν να τα βλέπει. Στο δημοτικό σχολείο τα κορίτσια θυμόντουσαν μια παράξενη γυναίκα να τα πλησιάζει και να προσπαθεί να τους μιλήσει και άλλοτε απλά να τα παρακολουθεί από μακριά.

Η γιαγιά με τα χρόνια ζουρλάθηκε, όπως έλεγαν στην μικρή πόλη. Την θυμάμαι και εγώ, κάποιες ελάχιστες φορές που την είδα, να τρέμει η γνάθος της και η ματιά της να είναι θολή, λες και το κάρβουνο που είχε κάποτε στα μάτια της να έγινε στάχτη. Λες και ναυάγησε εκείνη η μαύρη πειρατίνα και το μαύρο σκάφος της το κατάπιε ο βαθύς νόμος της θάλασσας. Παρέμενε όμως ακόμα όμορφη, αλλά τι να το κάνεις; Ο θάνατος, ο αδελφός του έρωτα, την απάλλαξε απ’ το έγκλημα που είχε διαπράξει. Η γιαγιά πέθανε νέα από καρκίνο, έχοντας πληρώσει βαρύ τίμημα στο κράτος και στην ανέραστη κοινωνία για τον κρυφό της έρωτα. 

 

Τετάρτη 25 Μαΐου 2022

Για τις τελευταίες στιγμές


Απόψε έβαλα φωτιά στο κεφάλι μου. Μάζεψα όλες τις τελευταίες στιγμές απ'τα καρτέρια του χρόνου

 και ανέπνευσα τις σιωπές τους.

Ήπια σ'αυτές τις στιγμές 
που αγνοούσαν πως είναι οι τελευταίες και έκλαψα,
για όλες αυτές που το γνώριζαν.

Πυρωμένοι βράχοι, ιδρωμένο σώμα, βαθιές ανάσες στο χείλος του χρόνου.
Διαδρομή ατελείωτη ο χρόνος, 
μα η στιγμή μετρημένη ανάσα,
αδηφάγα και αυστηρή.

Ο χρόνος αδιαφορεί,
όσο η στιγμή ψάχνει να δώσει ένα τέλος, στοιχηματίζοντας ενάντια στη λήθη.

Ο χρόνος κυλάει,
αφήνοντας την στιγμή 
εικόνα που καίγεται, 
τοπίο θολό απ'τους καπνούς.

Ψάχνω στις στάχτες, σε βωμούς παλιούς και τα χέρια μου καίγονται
από παλιά φωτιά που την έσβησε
ο χρόνος.

Είμαι εδώ,
αυτό που αισθάνεσαι και βλέπεις από μένα,
είναι οι στιγμές που έμειναν
βουβές και τελευταίες,
στα καρτέρια του χρόνου.

Τρίτη 24 Μαΐου 2022

Της κόψης



Μέσα στο στήθος μου ταΐζω μια φωτιά,

με τα δικά, με τα δικά μου σωθηκά,
την νανουρίζω όταν νύχτες με ξυπνά,
μ'ένα φιλί υγρό εκεί στα σκοτεινά.

Κι' νε η σιωπή κραυγή με νύχια κοφτερά,
στου κόσμου την βουή, οργή βουβή πετά,
πάνω απ'της πόλης τον αχό θα κυβερνά,
πάνω απο τραύματα παλιά θα προσκυνά.

Σπαράζει η νύχτα με το φως δίνει φιλιά,
πάνω στην κόψη με τα πέλματα γυμνά,
χαμογελά, 
δακρύζει και ξεσπά,
αιμοραγεί 
μα με το φως δίνει φιλιά.

Κυριακή 15 Μαΐου 2022

Εύπλαστοι σιδηροδέσμιοι

 



Στο λίκνισμα των σωμάτων μας στην ύλη της εξουσίας,

παράγεται ο σιδερένιος χρόνος της υποδούλωσης.

Τα μικρά που σιωπήσαμε
και τα μεγάλα που αποφύγαμε,
μας τοποθέτησαν στο αμόνι ζεστούς,
για διαμόρφωση και πώληση.

Διαγράφουμε υποβαθμισμένα μίλια κάνοντας κύκλους,
ενώ πιστεύουμε με βεβαιότητα,

πως ισοροπούμε

σ'έναν απομακρυσμένο ορίζοντα, 

νομίζοντας πως έχουμε καλύψει
και ανακαλύψει
νέους τόπους και θάλασσες.

Η σοφία μας
στέκει σαν βραχονησίδα,

αδιαφορώντας

για τον καλό και τον κακό καιρό,
με μόνο της μέλημα
έναν μελλοντικό άπιαστο χρόνο.

Κλαίμε και γελαμε μαζί,
με φυλαχτό την μόνη μας συνειδητότητα σ' αυτή την ζωή,
να εμπεριέχει και να ερωτοτροπεί,

πότε με το φως

και πότε με το σκοτάδι.

Μήπως έτσι και νιώσουμε
το άγγιγμα
τ' αδέσποτου ανέμου
μέσα μας.

Σάββατο 12 Μαρτίου 2022

Φωτιά υφέρπουσα

(χωρίς εικόνα)


Χαμογελάω και πίσω μου 

φαίνονται ξεθωριασμένοι τοίχοι.

Έτσι σ' αγαπώ,

γυμνός και τραυματισμένος,

σφηνωμένος σε γρίλιες φωτός το ξημέρωμα.

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Μπροστά η σκιά απ'την φλόγα

 


Μένουμε μόνοι γιατί το θέλουμε.

 

Είμαστε αυτοί οι παράξενοι που γύρω τους μαζεύονται τ'αδέσποτα της πόλης.

 

Αυτοί που οσμίζονται το τέλος και φεύγουν πριν αυτό κακοφόρμισει,

 

έτσι,

για να έχουμε μια ευχάριστη ανάμνηση.

 

Κλαίμε μόνοι, πίσω από μαύρα γυαλιά και μπροστά σε σπασμένους χίλιους καθρέπτες.

 

Μυρίζουμε τη νύχτα με φως και

βλέπουμε όνειρα, που ανάποδα κάτοπτρα θα καίνε την πόλη

 

και εκεί στα ζεστά, δεν θα 'μαστε μόνοι.


Παρατηρούμε αδιάκοπα,

μετράμε τον έρωτα με πνοές της καρδιάς,

ταξιδεύουμε σε χώρους και τόπους ατελείς

 και

η εξέγερση κάνει σκιά το σώμα μας στο πεζοδρόμιο.

 

Δεν έχει σημασία αν μας βλέπετε, είμαστε ήδη εκεί και νιώθουμε,

 

μπροστά η σκιά απ' την φλόγα.

 



Σάββατο 19 Ιουνίου 2021

το βάρος


Κουβαλάμε κάτεργα

γι' αυτό σέρνουμε τα βήματά μας.

Μιλάμε για το φως της επανάστασης,

μα η φλόγα σβήνει στα χωρίς οξυγόνο υπόγειά μας.

Ακούμε τις στάλες τις νύχτες

και για χάδι ζητάμε να μας σφίξουν

τις αλυσίδες.

Το μπουντρούμι πάντα έτοιμο

να προδώσει
τον ξεσηκωμό.

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

Προσπαθώντας να ανάψουν το σπίρτο στη θύελλα

Στους θλιμμένους χώρους των μπουρδέλων, στους καπνούς των στριπτιζάδικων και στα λαϊκό ποπ σκυλάδικα ακούσματα των κωλόμπαρων, μεγάλωσε αυτός ο κόσμος που συνεχώς αποστρεφόμαστε.  

Άνθρωποι φωτορυθμικά, κρεμασμένοι σε αφίσες γυμνών μοντέλων, χαμογελούν ψάχνοντας την απόλαυση κάτω από μπλάκ λάϊτ λάμπες και καπνό. Που απέμειναν μόνοι, ψάχνοντας τον εαυτό τους σ' αυτά τα καταγώγια, μήπως και κάποτε μπορέσουν να κουβαλήσουν στην καρδιά τους έναν ακόμα άνθρωπο, εκεί σπαταλούν τα σκοτάδια τους· 

προσπαθώντας να ανάψουν το σπίρτο στη θύελλα.

Μάθανε ν'αγαπούν και να τραυλίζουν στον οργασμό τους. Να πληρώνουν τη νύχτα για ν'ανασάνουν την μέρα· κοιτώντας απ' την κλειδαρότρυπα τις ομορφιές των άλλων. Ύστερα περιμένουν ξανά τη νύχτα, μέχρι εκείνη να πνιγεί στον καπνό και στο ποτό και ήρεμα να την βρει το πρωί ως σκόνη, στη σημαδεμένη απ' τις κάφτρες μοκέτα.

Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Κατασκευή της Λαϊκής Παράδοσης. Η περίπτωση της απαγόρευσης του κρητικού βιολιού από τα κρατικά ΜΜΕ

 


Τα εκάστοτε εθνικά αφηγήματα που κατασκευάζουν οι εγχώριοι κρατικοί διαχειριστές, πάντοτε περνούσαν εκτός των άλλων και μέσα από την λαϊκή παράδοση. Ιστορικά, όπου χρειάστηκε, το κράτος χρησιμοποίησε την λαϊκή παράδοση για την πραγματοποίηση των διαφόρων σχεδιασμών του, την επινόησε και την κατασκεύασε ώστε να ταιριάζει με τα εκάστοτε εθνικά- κρατικά αφηγήματα που ήθελε να προωθήσει. Εξ’ άλλου ο όρος παράδοση δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένας δημιουργημένος νεωτερισμός, όπου χωράει όλες εκείνες τις κοινοτικές πρακτικές που μέχρι την δημιουργία του όρου δεν κατατάσσονταν ως παραδοσιακές, αλλά ως κομμάτι της κοινοτικής καθημερινότητας.

Κατά καιρούς, λοιπόν, η κάθε παράδοση κατασκευάζεται από την κεντρική κρατική εξουσία, αλλά και από τους εκάστοτε φορείς που την διαχειρίζονται (πολιτιστικοί, εξωραϊστικοί, μορφωτικοί σύλλογοι κ.λπ.), με αναβιώσεις, εκδόσεις, ηχογραφήσεις, διοργάνωση εκδηλώσεων με την λειτουργία του κατάλληλου αφηγήματος κ.λπ.

Ιστορικά, από την δημιουργία του Ελλαδικού κράτους, η κεντρική κρατική εξουσία ενδιαφέρθηκε ουκ ολίγες φορές για τον έλεγχο διαφόρων λαϊκών μορφών εκφράσεων. Δεν θα γινόταν αλλοιώς, άλλωστε, αφού οι λαϊκές εκφράσεις είναι άμεσα συνυφασμένες με τον κόσμο που τις δημιουργεί και εκφράζεται μέσα από αυτές. Έτσι, μέσω των παραδόσεων, το κράτος μπορεί να ελέγξει και μέρος της συνείδησης του κόσμου που εκδηλώνεται μέσω αυτών. Επί τροχάδην, τέτοιες προσπάθειες ελέγχου έχουν συμβεί μετά την προσάρτηση στον ελλαδικό χώρο, εδαφών που ο πληθυσμός τους δεν ήταν αμιγώς ελληνικός, όπως της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης. Εκεί, το κράτος, με την βοήθεια λαογράφων προσπάθησε να ομογενοποιήσει εθνικά τις τοπικές λαϊκές παραδόσεις, αλλάζοντας την γλώσσα από τους στίχους τραγουδιών και συγχρόνως, στην Μακεδονία, υποχρεώνοντας ολόκληρες κοινότητες σε ομαδικές ορκωμοσίες για αλλαγή γλώσσας. Στην συνέχεια, άλλο ένα παράδειγμα όπου το κράτος έπρεπε να διαχειριστεί την λαϊκή παράδοση ήταν μετά την σφαγή της μικρασίας και τον διωγμό εκατομμυρίων μικρασιατών που οδηγήθηκαν ως πρόσφυγες στον ελλαδικό χώρο. Οι πρόσφυγες κουβαλούσαν ένα ιδιαίτερο φορτίο κουλτούρας, διαφορετικό με ό,τι επικρατούσε εκείνη την εποχή στον ελλαδικό χώρο και πολλές φορές αμφιλεγόμενο για την ελληνικότητά του. Η αρθογραφία της εποχής είναι πλούσια με αρνητικά σχόλια για την μουσική που θυμίζει τούρκικη και τις συνήθειες που έφεραν οι μικρασιάτες, καθώς και για την προβληματική ελληνικότητά τους. Το σμυρναίικο με τα παράξενα όργανα, το περίεργο «ανατολίτικο» άκουσμα και τους τολμηρούς του στίχους και το πειραιώτικο ρεμπέτικο τραγούδι που μέρος του εδραιώθηκε εξ’ αιτίας του προσφυγικού, κυνηγήθηκε για πολλά χρόνια από το κράτος και εισέπραξε καταστολή και αρνητικό σχολιασμό και από το ΚΚΕ. Ένα άλλο παράδειγμα είναι και οι φολκλόρ εκδηλώσεις της Χούντας με παραδοσιακούς χορούς και στυλιζαρισμένες παραδοσιακές στολές πλάι σε αρχαίους σπαρτιάτες και αθηναίους πολεμιστές με χλαμύδες.

Στις μέρες μας, βέβαια, η καταστολή των λαϊκών παραδόσεων δεν γίνεται με τον ίδιο τρόπο που γινόταν κάποτε και σε αυτό έχει παίξει ισχυρό ρόλο η παγκοσμιοποίηση και η διάλυση της κάθε επί μέρους ιδιαιτερότητας. Μπορεί να υπάρχει ακόμα λαϊκή παράδοση, αλλά αυτή υφίσταται κυρίως ως κατ’ επίφαση και όχι σε ουσιαστική διάδραση με τον άνθρωπο. Η ουσία παραδόθηκε στην παγκοσμιοποίηση και έτσι το μόνο που απέμεινε είναι παραστάσεις, συνέδρια και ένα χωρίς νόημα κυνήγι εθνικής κατοχύρωσης παραδόσεων στην Unesco και ανταγωνισμός μεταξύ εθνικών κρατών για το ποια παράδοση ανήκει σε ποιον. Η παραπάνω τραγελαφική και χωρίς νόημα πρακτική είναι μια ένδειξη για την αοριστία των εθνικών-κρατικών συνόρων, αφού πολλές παραδόσεις εμφανίζονται συγχρόνως σε παραπάνω από ένα εθνικό-κράτος, όπως για παράδειγμα το θέατρο σκιών, το πολυφωνικό τραγούδι, διάφορες μουσικές και μουσικά όργανα.

Η απαγόρευση του βιολιού


Ένα όχι και τόσο γνωστό παράδειγμα ελέγχου της παράδοσης από την κεντρική κρατική εξουσία, έγινε και το 1955 στην Κρήτη, με στόχο την αποδυνάμωση του βιολιού έναντι της λύρας. Μπορεί να ακούγεται αστείο, αλλά είναι πραγματικό ιστορικό γεγονός. Ο κύριος λόγος της παραπάνω απαγόρευσης, που θα παρουσιαστεί παρακάτω, έχει να κάνει με το εθνικιστικό αφήγημα ότι το βιολί δεν θεωρείται ελληνικό μουσικό όργανο και εισήχθη στην Κρήτη από τους Ενετούς, ενώ η λύρα υποτίθεται ότι έχει ελληνική καταγωγή. Έτσι, η λύρα προτιμήθηκε έναντι του βιολιού, γιατί σαν όργανο είναι γνωστό στην ελλαδική επικράτεια σε διάφορες μορφές του από την αρχαιότητα (που μόνο ως όνομα η κρητική λύρα είναι ίδια με την αρχαία ελληνική λύρα), μέχρι τους Βυζαντινούς χρόνους και έτσι προωθήθηκε ως ανόθευτο εθνικό κρητικό σύμβολο έναντι του νόθου και δυτικοφερμένου βιολιού.

Μπορεί, λοιπόν, η λύρα, σε σχέση με το βιολί να θεωρείται σήμερα το αντιπροσωπευτικό όργανο της Κρήτης, αλλά τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Αυτή η κυρίαρχη άποψη που επικρατεί ακόμα και στις μέρες μας, είναι δημιούργημα μιας εθνικιστικής απαγόρευσης του βιολιού το 1955. Το βιολί συνυπήρχε με την λύρα για πολλούς αιώνες στην Κρήτη. Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, όπου και έγινε η απαγόρευση του βιολιού, το βιολί ήταν το πιο δημοφιλές όργανο στην Κρήτη. Ειδικότερα στη δυτική Κρήτη, τα Χανιά, Λασίθι το ανατολικό τμήμα του Ηρακλείου και ένα μέρος της Μεσσαράς, ήταν πιο διαδεδομένο από την λύρα[1], μέχρι το 1955 όπου ο Σίμων Καράς, λαογράφος, καθηγητής βυζαντινής μουσικής και ερευνητής, ως διευθυντής του προγράμματος της δημοτικής μουσικής στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), εισηγείται και πετυχαίνει, να απαγορεύονται σε βιολιά να αποδίδουν την κρητική μουσική στα ραδιόφωνα. Η αιτία της παραπάνω διαταγής, είναι ότι