Η γιαγιά πάντα θωρούσε την θάλασσα από μακριά και μονάχα μια φορά συναντήθηκε μαζί της, μια φορά ένιωσε την ανάσα της. Ήταν τότε που μικρό κορίτσι είχε βγάλει τα αιγοπρόβατα για βοσκή και την πήρε ο κατήφορος του βουνού και βρέθηκε στην παραλία. Ενώ τα ζωντανά βοσκούσαν κρίταμο και αγριόχορτα στα βότσαλα και στην άμμο, εκείνη ανέβηκε σ’ ένα ψηλό βράχο που συνομιλούσε με το κύμα και είδε τα ψάρια στα νερά της. Για πρώτη φορά είδε πως η μπλε απέραντη εικόνα που θωρούσε απ’ το βουνό ήταν ζωντανή.
Το παρόν της γιαγιάς ήταν το βουνό, αλλά το παρελθόν της
θάλασσας βρισκόταν σ’ εκείνο το βουνό. Μάρτυρες αυτής της σχέσης ήταν η πληθώρα
των βυθισμένων οστρέων στο χώμα· η γιαγιά γεννήθηκε και μεγάλωσε στο βουνό, σ’
εκείνη την ξεχασμένη αρχαία παραλία. Περπατούσε ανάμεσα στα λασπωμένα
σπαράγματα του χρόνου που κάποτε ζούσαν στη θάλασσα και τώρα μαρτυρούσαν πως τα
πράγματα αλλάζουν, πως ο χρόνος είναι ο μέγας κοσμοπλάστης και πως η ύπαρξη
είναι ένας κόκκος άμμου μπροστά στο κύμα του πελάγου. Κάθε τόσο ξεχώριζε κάποια
απ’ αυτά και τα κρατούσε στα ζαρωμένα απ’ τον χρόνο χέρια της και με μιας
εκατομμύρια χρόνια μοναξιάς βρίσκονταν στην παλάμη της, απορροφώντας τα γηρατειά
της. Τότε η γιαγιά μπρος στο μεγαλείο του χρόνου, μεταμορφωνόταν σ’ ένα τόσο δα
μωρό.
Μια νύχτα την είδα σ’ όνειρο, πως περπατούσε λέει όπως
και τότε σ’ εκείνη την παραλία, μα δεν ήταν νέα. Όλα ήταν εκεί, όπως και τότε
που ήταν μικρό κορίτσι. Ο φλύαρος ήχος του κύματος ήταν εκεί. Μα το περπάτημα
της στα βότσαλα και την άμμο ήταν ήσυχο, αθόρυβο, χωρίς ήχο, αφού το πέλμα της
βρισκόταν ελάχιστα πάνω απ’ αυτά. Βρισκόταν μόνη χωρίς τα αιγοπρόβατα και ο
κρίταμος με τ’ αγριόχορτα ήταν ακόμα εκεί. Ανέβηκε σ’ εκείνον τον βράχο που
έστεκε όπως και τότε ακλόνητος συνομιλητής με την θάλασσα και την χτύπησε ένα
ελάχιστο αεράκι χαϊδεύοντάς τα λευκά μαλλιά της. Χαμήλωσε το βλέμμα προς τον
βυθό και είδε τα ψάρια. Άνοιξε τα ζαρωμένα της δάχτυλα και εμφανίστηκε το
όστρεο που είχε πάρει απ’ το βουνό της.
Το πρωί η γιαγιά δεν βρισκόταν πια σπίτι, αλλά ήταν ξαπλωμένη
σε μιαν αρχαία θάλασσα· περιτριγυρισμένη από όστρεα μιας μακρινής εποχής. Το
δικό της τ’ όστρεο έστεκε αφημένο στο κομοδίνο, δίπλα στο άδειο της κρεβάτι. Το
πήρα και το ‘βαλα να το κρατάει, να την συντροφεύει στην τελευταία της βόλτα,
στην ατέλειωτη αμμώδη ακτογραμμή του χρόνου.