Σμύρνη, μια οικογένεια τρέχει ανάμεσα σε καμμένα κτήρια, σκοτωμένους ανθρώπους και ματωμένες λόγχες. Πριν λίγα λεπτά οι Κέτηδες (Οι Κέτηδες ή Τσέτες ήταν ένοπλοι Τούρκοι εθελοντές που δρούσαν οργανωμένα σε τάγματα ή συμμορίες) είχαν πιάσει το μικρότερο μέλος της οικογενείας την Σοφία. Η Σοφία κλαίγοντας έβριζε και κλωτσούσε τους Κέτηδες και αφού την έσυραν λίγα μέτρα στο δρόμο την εκτέλεσαν.
Μέσα στον πανικό η οικογένεια βρίσκει καταφύγιο σε μια εκκλησία όπου φρουρείται από Ιταλούς στρατιώτες. Εκατοντάδες είναι στοιβαγμένοι σε αυτό τον χώρο. Ο πατέρας, τα δύο αδέρφια και ο γαμπρός της οικογένειας έχουν μείνει έξω από την εκκλησία. Η μητέρα αφήνει το μικρό παιδί στην εκκλησία αναζητώντας τους υπόλοιπους.
Στο δρόμο βρίσκει την μια της έγκυο κόρη παρέα με τον γαμπρό της να έχουν αιχμαλωτιστεί από Τούρκους στρατιώτες. Πέφτει στα πόδια τους και αφού παριστάνει την τουρκάλα καταφέρνει να τους αποσπάσει. Εν το μεταξύ ο πατέρας και ο μεγαλύτερος γιος βρίσκονται σε ένα σχολείο όπου επίσης φρουρείται από Ιταλούς.
Για λίγο είναι πάλι όλοι μαζί, μα έχει φύγει για πάντα η Σοφία.
Η φωτιά που έχει ξεσπάσει στην πόλη πλησιάζει στα διπλανά κτήρια της εκκλησίας. Η λαμαρινένια στέγη της εκκλησίας πυρώνει κάνοντας την κατάσταση στο εσωτερικό της αποπνικτική. Πολλοί δεν αντέχουν και πεθαίνουν.
Οι Ιταλοί την νύχτα ανοίγουν την πίσω πόρτα του ναού λέγοντας στους εγκλωβισμένους ότι θα τους οδηγήσουν στην προκυμαία με την προϋπόθεση να φωνάζουν ''Ιτάλιαν'' γιατί αλλιώς θα κινδύνευαν με παράδοση στους Τούρκους.
Οι Ιταλοί στην προκυμαία ξεχωρίζουν αυτούς που φώναζαν ''Ιτάλιαν'' προς την μεριά της θάλασσας ενώ τους υπόλοιπους προς την φλεγόμενη πόλη. Αυτός ο διαχωρισμός δεν κράτησε για πολύ αφού ο κόσμος που ήταν στην μεριά της πόλης έσπασε το μπλόκο των Ιταλών.
Το ξημέρωμα βρίσκει την οικογένεια αιχμάλωτη των Τούρκων όπου οδηγείτε σε προάστιο έξω από την Σμύρνη. Εκεί στοιβάζονται σε παράγκες και παραπήγματα και δέχονται την επίσκεψη Αμερικάνων αξιωματικών όπου τους διαβεβαιώνουν ότι θα τους στείλουν τρόφιμα και ότι σχεδιάζεται η απελευθέρωσή τους. Τα πράγματα στο συγκεκριμένο στρατόπεδο συγκέντρωσης ήταν φρικτά, οι στρατιώτες έμπαιναν τα βράδια στις παράγκες και διάλεγαν τα ομορφότερα κορίτσια και σαν να μην έφτανε αυτό μια μέρα μάζεψαν όλους τους άνδρες από 16-60 χρονών. Πατέρας, μεγάλος γιος και γαμπρός αρπάζονται και εξαφανίζονται. Απόγνωση για την μητέρα, το μικρό γιο και την κόρη που έμειναν πίσω.
Μετά από μέρες οι εναπομείναντες αιχμάλωτοι μεταφέρονται πάλι στην Σμύρνη και στοιβάζονται σε ένα μαντρότοιχο για μέρες. Η τροφή τους για μέρες περιορίζονταν σε ξεροκόμματα που τα πετούσαν οι στρατιώτες από τον μαντρότοιχο και οι πεινασμένοι αιχμάλωτοι τσακώνονταν για το ποιος θα τα πάρει. Κάπου εκεί η κόρη γεννάει και η μάνα παίρνει το παιδί και το πετάει στα σκουπίδια, σκεπτόμενη πως ένα μωρό θα ήταν αδύνατο να ζήσει σε αυτές τις συνθήκες παρέα με την ανασφάλεια της καθημερινής απειλής για την δικιά τους ζωή. Απάνθρωπο από την μεριά του θεατή, αλλά η ζωή παίζει ακόμα ποιο απάνθρωπα παιχνίδια.
Κάπου εκεί η μάνα με τα δυο παιδιά επιβιβάζεται μαζί με άλλους σε πλοίο που τους αφήνει κάπου στην κεντρική Ελλάδα. Μέρες μετά στην πόλη του Αγρινίου ο μικρός γιος συναντάει ανέλπιστα τον πατέρα. Ο πατέρας έχοντας αποδράσει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης είχε επιβιβαστεί και αυτός σε πλοίο για την κεντρική Ελλάδα. Τα βάσανα μόλις είχαν τελειώσει προς το παρών.... όχι όμως και ο πόνος που προκαλούν οι αναμνήσεις και η θύμηση των χαμένων δικών τους ανθρώπων.
υγ. Η παραπάνω τραγική ιστορία είναι μια από τις χιλιάδες που δημιουργήθηκαν από τον πόλεμο του ελληνικού κράτους με το αντίστοιχο τούρκικο το 1922. Την παραπάνω ιστορία μου την διηγήθηκε ο μπαρμπα Στρατής Κισόγλου στα 102 χρόνια και είναι η ιστορία της δικιάς του οικογένειας τις πρώτες μέρες εκείνου του Σεπτέμβρη του 1922 στην Σμύρνη. Η ιστορία αυτή περιλαμβάνετε επίσης σε αδημοσίευτο βιβλίο του ίδιου με την επιμέλεια της Μαρίας Σταθέα με τον τίτλο ''Ημερολόγιον της Ζωής 1922''.
Ένα άγνωστο φιλμ του George Magarian που καταγράφει την κατάσταση πριν και μετά την κατάληψη της Σμύρνης και το τι επακολούθησε στην Ελλάδα αργότερα με τους χιλιάδες πρόσφυγες:
Μέσα στον πανικό η οικογένεια βρίσκει καταφύγιο σε μια εκκλησία όπου φρουρείται από Ιταλούς στρατιώτες. Εκατοντάδες είναι στοιβαγμένοι σε αυτό τον χώρο. Ο πατέρας, τα δύο αδέρφια και ο γαμπρός της οικογένειας έχουν μείνει έξω από την εκκλησία. Η μητέρα αφήνει το μικρό παιδί στην εκκλησία αναζητώντας τους υπόλοιπους.
Στο δρόμο βρίσκει την μια της έγκυο κόρη παρέα με τον γαμπρό της να έχουν αιχμαλωτιστεί από Τούρκους στρατιώτες. Πέφτει στα πόδια τους και αφού παριστάνει την τουρκάλα καταφέρνει να τους αποσπάσει. Εν το μεταξύ ο πατέρας και ο μεγαλύτερος γιος βρίσκονται σε ένα σχολείο όπου επίσης φρουρείται από Ιταλούς.
Για λίγο είναι πάλι όλοι μαζί, μα έχει φύγει για πάντα η Σοφία.
Η φωτιά που έχει ξεσπάσει στην πόλη πλησιάζει στα διπλανά κτήρια της εκκλησίας. Η λαμαρινένια στέγη της εκκλησίας πυρώνει κάνοντας την κατάσταση στο εσωτερικό της αποπνικτική. Πολλοί δεν αντέχουν και πεθαίνουν.
Οι Ιταλοί την νύχτα ανοίγουν την πίσω πόρτα του ναού λέγοντας στους εγκλωβισμένους ότι θα τους οδηγήσουν στην προκυμαία με την προϋπόθεση να φωνάζουν ''Ιτάλιαν'' γιατί αλλιώς θα κινδύνευαν με παράδοση στους Τούρκους.
Οι Ιταλοί στην προκυμαία ξεχωρίζουν αυτούς που φώναζαν ''Ιτάλιαν'' προς την μεριά της θάλασσας ενώ τους υπόλοιπους προς την φλεγόμενη πόλη. Αυτός ο διαχωρισμός δεν κράτησε για πολύ αφού ο κόσμος που ήταν στην μεριά της πόλης έσπασε το μπλόκο των Ιταλών.
Το ξημέρωμα βρίσκει την οικογένεια αιχμάλωτη των Τούρκων όπου οδηγείτε σε προάστιο έξω από την Σμύρνη. Εκεί στοιβάζονται σε παράγκες και παραπήγματα και δέχονται την επίσκεψη Αμερικάνων αξιωματικών όπου τους διαβεβαιώνουν ότι θα τους στείλουν τρόφιμα και ότι σχεδιάζεται η απελευθέρωσή τους. Τα πράγματα στο συγκεκριμένο στρατόπεδο συγκέντρωσης ήταν φρικτά, οι στρατιώτες έμπαιναν τα βράδια στις παράγκες και διάλεγαν τα ομορφότερα κορίτσια και σαν να μην έφτανε αυτό μια μέρα μάζεψαν όλους τους άνδρες από 16-60 χρονών. Πατέρας, μεγάλος γιος και γαμπρός αρπάζονται και εξαφανίζονται. Απόγνωση για την μητέρα, το μικρό γιο και την κόρη που έμειναν πίσω.
Μετά από μέρες οι εναπομείναντες αιχμάλωτοι μεταφέρονται πάλι στην Σμύρνη και στοιβάζονται σε ένα μαντρότοιχο για μέρες. Η τροφή τους για μέρες περιορίζονταν σε ξεροκόμματα που τα πετούσαν οι στρατιώτες από τον μαντρότοιχο και οι πεινασμένοι αιχμάλωτοι τσακώνονταν για το ποιος θα τα πάρει. Κάπου εκεί η κόρη γεννάει και η μάνα παίρνει το παιδί και το πετάει στα σκουπίδια, σκεπτόμενη πως ένα μωρό θα ήταν αδύνατο να ζήσει σε αυτές τις συνθήκες παρέα με την ανασφάλεια της καθημερινής απειλής για την δικιά τους ζωή. Απάνθρωπο από την μεριά του θεατή, αλλά η ζωή παίζει ακόμα ποιο απάνθρωπα παιχνίδια.
Κάπου εκεί η μάνα με τα δυο παιδιά επιβιβάζεται μαζί με άλλους σε πλοίο που τους αφήνει κάπου στην κεντρική Ελλάδα. Μέρες μετά στην πόλη του Αγρινίου ο μικρός γιος συναντάει ανέλπιστα τον πατέρα. Ο πατέρας έχοντας αποδράσει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης είχε επιβιβαστεί και αυτός σε πλοίο για την κεντρική Ελλάδα. Τα βάσανα μόλις είχαν τελειώσει προς το παρών.... όχι όμως και ο πόνος που προκαλούν οι αναμνήσεις και η θύμηση των χαμένων δικών τους ανθρώπων.
υγ. Η παραπάνω τραγική ιστορία είναι μια από τις χιλιάδες που δημιουργήθηκαν από τον πόλεμο του ελληνικού κράτους με το αντίστοιχο τούρκικο το 1922. Την παραπάνω ιστορία μου την διηγήθηκε ο μπαρμπα Στρατής Κισόγλου στα 102 χρόνια και είναι η ιστορία της δικιάς του οικογένειας τις πρώτες μέρες εκείνου του Σεπτέμβρη του 1922 στην Σμύρνη. Η ιστορία αυτή περιλαμβάνετε επίσης σε αδημοσίευτο βιβλίο του ίδιου με την επιμέλεια της Μαρίας Σταθέα με τον τίτλο ''Ημερολόγιον της Ζωής 1922''.
Ένα άγνωστο φιλμ του George Magarian που καταγράφει την κατάσταση πριν και μετά την κατάληψη της Σμύρνης και το τι επακολούθησε στην Ελλάδα αργότερα με τους χιλιάδες πρόσφυγες:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου