Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

Η Μαρία λίγο πάνω απ' το έδαφος

 

Τελευταία φορά που είδα την Μαρία, ήταν πρίν από πάρα πολλά χρόνια, έξω  από τα κάγκελα της αυλής. Δεν φορούσε μαύρα όπως παλιά, αλλά ένα μπλέ μακρύ φουστάνι με άσπρες μικρές βούλες και τα μαλλιά της δεν ήταν δεμένα, ούτε φορούσε μαύρο μαντήλι, παρά τα είχε λυτά και κάτασπρα. 
Η Μαρία δεν περπατούσε όταν την είδα για τελευταία φορά. Ήταν λίγα εκατοστά πάνω απ' το έδαφος και σαν να την αγκάλιαζε ένα ελαφρό άσπρο φως γύρω της. Ήταν σοβαρή, το δέρμα της κουρασμένο, όπως και τα όμορφα γαλάζια μάτια της. Κινήθηκε λίγο προς το μέρος μου και χάθηκε, αυτό ήταν, καμία ανάμνηση από εκεί και ύστερα.

Σκέφτηκα ότι μπορεί να πήγε προς τα κτήματα, να βρει ξύλα, να τα ζαλωθεί ώστε να ανάψει τον φούρνο. Μετά σκέφτηκα ότι μπορεί να πήγε στο βουνό. Άλλωστε απ' όλα τα μέρη που μεγάλωσε, το βουνό γι' αυτήν δεν ήταν παρά το μεγάλο της σπίτι. Μικρό κορίτσι η Μαρία, 10-13 χρόνων, ξυπνούσε στις τρεις, για να ετοιμάσει τα πρόβατα και τα κατσίκια και πριν φέξει τα έβγαζε στο βουνό. Μια φορά την Μαρία την είχε πάρει ο κατήφορος ή η περιέργεια και κατέβηκε στη θάλασσα, που πάντα την έβλεπε από ψηλά αλλά ποτέ δεν είχε πάει. Με το πρώτο φως της ανατολής λοιπόν, έφτασε στη θάλασσα παρέα με το κοπάδι της με τα αιγοπρόβατα. Ανέβηκε σε ένα ψηλό βράχο και κοίταξε την θάλασσα, ενώ το κοπάδι έψαχνε να βοσκήσει στην παραλία. -Είδα τα ψάρια, έλεγε γεμάτη χαρά, πολλά χρόνια μετά.

 Δεκαετίες μετά από αυτό το κατηφόρισμα, η χαρά της ακόμα κρατούσε. Άλλωστε δεν είχε και πολλές χαρές η Μαρία από την ζωή της. Στον καιρό της κατοχής έπιασαν κάτι αντάρτες την Μαρία και της είπαν να τους πάει τυρί, ψωμί, λαχανικά και κρέας στα λημέρια τους. Φορτώνει  μετά από λίγες μέρες η Μαρία τον γάιδαρο και πάει. Στο δρόμο αντιλαμβάνεται Γερμανούς στρατιώτες και χώνεται πίσω από μια γκρεμισμένη καλύβα. Ο γάιδαρος σαν να κατάλαβε ότι έπρεπε να σταματήσει ακόμα και να αναπνέει και έτσι οι Γερμανοί στρατιώτες πέρασαν από εκείνη την καλύβα δίχως να αντιληφθούν την Μαρία με το φορτωμένο ζωντανό. Λέγοντας την ιστορία της στους αντάρτες η Μαρία, εκείνοι γελούσαν, ενώ ήταν μπουκωμένοι με ψωμί.

Κάποτε την ρώτησα, αν ποτέ είχε δει κάτι παράξενο στο βουνό τα βράδια, θέλοντας να ακούσω κάτι παράξενο ώστε να μου εξάψει την φαντασία μου. -Τίποτα παιδί μου, έλεγε. -Μόνο μια φορά έναν απίστευτο μεγάλο θόρυβο που δεν ξέρω τι ήταν. Τι να ήταν άραγε αυτός ο θόρυβος;  

Την Μαρία κατά το τέλος της ζωής της, την άκουγα τις νύχτες να ψιθυρίζει μόνη της. Έσερνε το χέρι της στον τοίχο και εγώ άκουγα το σύρσιμο και ένα ψίθυρο, έναν ψίθυρο γεμάτο παράπονα και ανεκπλήρωτα. 

Καμιά φορά, όταν πάει να ξημερώσει, σκέφτομαι εκείνη την λάμπα στο αποθηκάκι που ζύμωνε, δίπλα στον φούρνο με τα ξύλα και αμέσως η Μαρία είναι όντως εκεί, κάτω από την Πούλια και τον Αυγερινό, να δίνει μορφή στις δυσκολίες και να τις αλλάζει σε κάτι όμορφο, να τις μαλακώνει, μέχρι αυτές να είναι έτοιμες να ψηθούν και να είναι νόστιμες και ζεστές. Την σκέφτομαι ελάχιστα πάνω από το έδαφος. Απαλλαγμένη από το βάρος και τα ανεκπλήρωτα.

2 σχόλια: